Του Τρίγουνου (πλατέα Ιλιφθιρίας) – Γράφει ο Δημήτρης Βούρκας

22 Ιανουαρίου 2021
23:27
Κανένα σχόλιο
Απού μέρις τώρα ήθιλα να γράψου, αλλά του μπγιαλό μ΄κλουτσούσιν. Του γιατί, δεν μπόρισα να του καταλάβου! Μην είνι που τα πρέπ΄να του βάλου να θυμθεί γιγουνότα που γίνγκαν μπρουστά απού πουλλά χρόνια κι αυτό τιμπιλιάζ; Να ιένα κακό που μας έκαμιν στα τόσα άλλα ου διαουλουκουρουνιός, έμαθάμι μι του κατσιό να τιμπιλιάζουμι. Αυτά που ίλιγάμι πριν ότ΄δεν έχουμι χρόνουν να διαβάσουμι κάνα βιβλίου ή να γράψουμι τίπουτας, τώρα που μας σφάλτσαν μέσα δεν κάμουμι ντίπ καντίπουτας. Άμα δεν θέλτς να φκιάϊσ΄καντίπουτας όλου δικιουλουγίις βρίσκς.
Έτσια, του άφκα κι γώ καμόσις μέρις να ξικουραστεί απού ΄ν πουλύ ξικούρασ΄ μπάς κι πάρ΄μπρουστά, αλλά αυτό που να κινήσ΄, λιές κι ήταν απού ικείνις τ΄ς παλιές ουδουστρουτήρις που είχιν η υπερεσία του Νουμουμηχανικού τ΄ς Νουμαρχίας για να φκιάν΄τ΄ς δρόμ΄ κι χράζουνταν μπόλ΄κου κάρβουνου για να πάρν μπρουστά κι συνέχεια να τ΄ς ταΐιζ΄.
Είπα κι γώ καμιάφρας, να τηλιφουνήσου του φίλου μ’ τουν Νιάκου μπας κι ήξιριν κι θυμούνταν τίπουτας αυτός για αυτά που ήθιλα να γράψου, αλλά κι απού κεί, κάντίπουτας.
Έλα ρά Νιάκου τι φκιάντς; Χρόνια πουλλά κι για τ΄γιουρτή σ΄, χρόνια πουλλά κι για τ΄ς γιουρτές που απέρασαν κι καλή χρουνιά μι υγεία!
– Μπά, πώς κ΄έτσ΄μι θυμήθκις αρά;
΄Ηθιλα να σι ρουτήσου καμόσα πράγματα κι είπα μη θυμάσι κατ΄, ισύ!
-Τι πράγματα ρα θέλτς να μι ρουτήισ;
Θέλου να σι ρουτήσου, αν θυμάσι, πότι κάεικιν του τρίγουνου μπρουστά απ΄του σινιμά ΤΙΤΑΝΙΑ.
-Είσι μι τα καλά σ΄αρά ή σιούρτσις;
Δεν σιούρτσα ακόμα αρά, αλλά ούδι έχου σκουπόν να σιουρδίσου!
-Εμ τι, μι τι΄αυτάια που μ΄αραδιάιζ μάλλουν για ικεί παέντς! Ω ρα ιγώ δεν θυμούμι τι έφαγα ιχτές κι τα θυμθώ πράγματα που γίνγκαν του… σαράντα τόσου, απού τότις που βγήκαν οι λάσπις;
Καλά ρα Νιάκου, χάρκα που σι άκσα κι πήγα να του κλείσου, αλλά δεν βαστάθκα κι τουν λιέου κι ιγώ, άκσι Νιάκου, άμα θυμθείς τι έφαγις ιχτές, τιλιφώντσι, για να μην έχου κι τρανόν γκαϊλέν!
Έτσ΄έχν τα πράγματα απού λιέτι κι όλα αυτόϊα μι του φίλου μ΄, αλλά όπους φαίνητι ήταν του κάρβουνου για να πάρ΄μπρουστά ου ουδουστρουτήρας που πατούσιν τα σκύρα για να ρίξν ύστιρα άσφαλτουν απού πάν κι να γίν΄οι χουματόδρομ΄, δρόμ΄μι άσφαλτουν!
Η πλατέα Ιλιφθιρίας ή του τρίγουνου όπως πάρα πουλλοί του λιέν, ήταν ιένα οικουδουμικό τιτράγουνου. Τώρα τα μι πεί κι καένας αφού ήταν τρίγουνου πώς ήταν τιτράγουνου. Σουστό κι αυτό. Αλλά οικουδουμικά τιτράγουνα τα λιέν οι πουλιουδόμ΄για μπουρούν να τα βρίσκν στ΄ς πουλιοδουμικούς χάρτις, μπουρεί τα οικόπιδα να είνι κι τραπέζια, ιξάγουνα, τιτράγουνα βέβια κι πάει λέγουντας.
Αυτό του τρίγουνου δεν ήταν τρίγουνου, ήταν τραπέζιου ικείν΄ ΄ν ιπουχή, μι τ΄μκρή πλιβρά που κοιτούσιν απέναντι προς του ζαχαρουπλαστείου τ΄Γκάζ΄ κι σι καφινείου, ήταν κι ιένα πιρίπτιρου ανάμισα απού του καφινείου κι απού του ζαχαρουπλαστείου. Η άλλ΄πλιβρά, η κάθιτ΄, παράλληλ΄ μι ΄ν ουδό διαδόχου Κωνσταντίνου, τώρα Ειρήνης κι πιζόδρουμους. Η λουξή πλιβρά απέναντι απού του σινιμά. Του οικουδουμικό αυτό τιτράγουνου ήταν χτισμένου, κι απού ΄ν κάτ μιρά φαίνουνταν διόρουφου. Ήταν η κλίσ΄απ΄του οικόπιδου, αυτό του θυμούμι απού μκρό πιδί, όταν μια μεγάλ΄ παρέα από συγγινείς πάεινιν συχνά, στου σινιμά, στου ΤΙΤΑΝΙΑ, μ΄έπερναν κι μένα αντάμα γιατί σι ποιόν να μι αφήκ΄η μάνα μ΄. Η παρέα ήταν οι πιρισσότιρ΄ξαδέλφια μι ιπικιφαλής τουν Χρηστάκ΄, πρώτους αξάδιρφους τ΄ς μάνα μ΄, ήταν οι αδιρφές τ΄,η Κατίνα κι η Αγνιώ, η φιλινάδα τ΄ς μάνας μ΄η Κατίνα που είχιν τουν φούρνου σ΄ν Παύλου Χαρίσ΄κι Γ. Τιάλιου κι δυό τρείς ακόμα γειτόντσις. Τα έργα που διάλιγιαν ήταν χουριφτικά αμιρικάνγκα. Ιγώ μκρός ίγλιπα μούνγκι ανακατουμένα χρώματα που τόσου αγλήγουρα που έφιβγαν οι σκηνές, δεν χαμπάριαζα καντίπουτας. Αργότιρα, ξικαθάρζα τ΄ς εικόνις. Ου σινιμάς ήταν του μικρόβιου που μπήκιν μέσα μ΄απού ιτότις. Όταν πάεινα σην πέμπτ΄δημοτικού, παρέα μι του Νίκου τουν Τσιγγαλή, συμμαθητής μ΄ στου δημουτικό κι γείτουνας, σ΄ν άλλ΄γειτουνιά, τ΄Αλώνια, άλλους παθιασμένους κι αυτός μι του σινιμά, πάειναμι κι ίγλιπάμι τινίις μι ξιφουμαχίις μι τουν Ντάγκλας Φέρμπακς, που τουν άριζαν πουλύ κι άλλις τινίις μι τουν Τζέημς Κάγκνεϋ, τουν Χόμφρεϋ Μπόγκαρτ, τουν ταρζάν μι τουν Τζόννυ Βαϊσμίλλερ, Έρρολ Φλύν μι ΄ν ιπέλασ΄ τ΄ς Ιλαφράς Ταξιαρχίας και τόσ΄ άλλ, όπους κι πουλεμικές τινίις. Πού να τ΄ς αραδιάις όλις κι όλνους τ΄ς ηθουποιοί, χράζιτι κάνας μήνας να γράφου. Αρκεί να ήταν κατάλληλις για να μας αφήκν να μπούμι μέσα στουν κινηματόγραφου.
Σας ανάφιρα παραπάν για τουν Χρηστάκ΄, ου Χρηστάκς ήταν ψχή για να ουργανών΄συγκιντρώσεις μι συνγγινείς κι να φκιάν σουαρέ. Πότι έφκιαναν χαλβάν μι σιμιγδάλ΄πότι μι αλέβρ΄, άλλις φουρές έφκιαναν πιτλίδις ή κι λουκουμάδις. Δεν έλλειπιν φουρές κι του κρασί ή η ματιούκου μι μιζέδες, καμιά τηγανιά, τίπουτα κιφτιδάκια, τηγαντζμένις πατάτσις, σαρδέλις παστές, αγγουράκια, ντουμάτσις, ανάλουγα. Του τραγούδ΄ πάεινιν σύννιφου. Βέβια δεν έλλειπαν κι τα νυχτέρια, η κάθι μιαν γυναίκα έπιρνιν κι τ΄δλειά τ΄ς αντάμα, ανάλουγα, αλλ΄ του κέντημα, άλλ΄ του πλέξιμου κι οι άντρις μπέντια, κασμέρια κι τραγούδια! Κι μείς τα μκρά ακουγάμι μέχρι να απουκοιμθούμι.
Δεν είνι τυχαίου που ου Χρηστάκς αντάμα μι ιένα κιαμέτ΄ ανθρώπ΄ ακόμα απ΄ του μαχαλά, ήταν αυτός που ουργάνουνιν του φανό τ΄Κιρμαργιού κι ήταν απ΄τ΄ς πρώτ΄ τραγουδιστές.
Αλλά, όταν άλλαξιν γειτουνιά κι πήγιν στα Μπουντανάθκα, έφυγιν αντάμα τ΄κι ου άλλους Χρήστους που κάθουνταν στα Μπουντανάθκα αλλά έπιρνιν μέρους κι αυτός στου φανό του Κιρμαργιού!
Στα Μπουντανάθκα, οι δυό Χρηστάκδις κι ου Θόδουρους αυτός τ΄ς γειτουνιάς, όπους η Λένκου κι η Γίτσα, η πρώτ΄, αδιρφή τ΄, η Γίτσα, πρώτ΄ξαδέρφη τ΄, ανέβασαν τουν φανό σι καλή θέσ΄ κι τα άρματα που έφκιαναν για ‘ν απουκράτ΄κ΄ ΄ν παρέλασ΄, ήταν βέβια ιξιριτικά, αλλά δεν ήταν΄μούνγκι αφτοί στου φανό ήταν κι άλλ΄ όπους η ψχή τ΄ φανού κι χρηματουδώτς, ου Μανώλτς, αλλά όλα αυτάϊα σι άλλου κιφάλιου για τ΄ς δυό φανοί, τ΄Κιρμαργιού κι τ΄Μπουντανάθκουν (Μπουγντανάθκα, του σουστό)
Σ΄ιένα απ τα σουαρέ στου σπίτ΄τ΄ς φιλινάδας τ΄ς μάνας μ΄, τ΄ς Κατίνας, που κάθουνταν παραπάν απού τουν φούρνου τ΄ς, αλλά απ΄΄ν πλιβρά σ΄ν ουδό Γιώρ΄Τιάλιου, άκσα απού γραμμόφουνου του τραγούδ΄που ήταν η μιγαλύτιαρ΄ ιπιτυχία ικείνης τ΄ς ιπουχής κι ήταν του Ριρή Ριρή Ριρίκα, κι του χόριβαν οι γυναίκις, όλου γυναίκις ήταν σι αυτό του σουαρέ, σι ρυθμό φόξ-τρότ.
Ήλιγιν του τραγούδ΄: Ριρή Ριρή Ριρίκα
Έσύ ΄σαι πράμα παιδί μου γερό
Άχ όποιος νιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα
Θα το θυμάται Ριρίκα για καιρό!
Αυτό το τραγούδι καρφώθκιν μέσα μ΄ κι του τραγδούσα μέχρι που τράνυψα κι ακόμα κι σήμιρα μι συγκινεί κι του ακούου μι ιφχαρίστησ΄.
Έψαξα μπρουστά απού πουλλά χρόνια κι βρήκα τίνους είνι του τραγούδ΄ κι ποιός του τραγδούσιν. Τα στιχάκια τα έγραψιν ου Γιάννης ου Πρινέας, τ΄μουζική ου Στάθης ου Μάστιουρας κι του τραγούτσιν πρώτ΄η Ρία Κούρμη, του 1930.
Η Ριρίκα μας, έτσια ήταν ου τίτλους, γίνγκιν ουπιρέττα μι κείμινου του Γιάνν΄τ΄Πρινέα ου ουποίους ήταν κι ηθουποιός κι θιασάρχης κι αν θυμούμι καλά απέρασιν κι απού ΄ν Κόζιαν κι έπιξιν στου στρατιουτικό κινηματουθέατρο “KΕΝΤΑΥΡΟΣ”, πριν απ΄του πινήντα. Έπιζιν κι ου Στέφανους Στρατηγός κι η Μαρίκα Κριββατά, αλλά δεν θυμούμι ούδι του θίασου ούδι πώς ίλιγαν του έργου, πάντους όχ΄ σι΄αυτόν μι τουν Πρινέα.
Άιντι ρά τα συνιχίσου αδέφτιρου, σας ζάλτσα μι τ΄ς φούρλις που σας έφκιασα, αλλά τα συνιχίσου.
Μήκας Ελίμειος
21 Ιανουαρίου 2021

Αφήστε μία απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

Προσοχή!!! Για να δημοσιεύονται, από 'δω και στο εξής, τα σχόλιά σας, θα πρέπει να επιλέγετε, την παρακάτω επιλογή  "Διάβασα και αποδέχομαι τους Πολιτική απορρήτου  " που σημαίνει ότι διαβάσατε κι αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου του kozan.gr. Αν, κάποια φορά, ξεχάσετε να το κάνετε θα λάβετε μια ειδοποίηση ότι δεν το πατήσατε (αρα δεν αποδεχτήκατε την πολιτική απορρήτου). Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χαθεί το σχόλιο σας, πατήστε να γυρίσετε πίσω  και ξαναπατήστε "δημοσίευση", τσεκάροντας, προηγουμένως, την προαναφερόμενη επιλογή. Η συμπλήρωση των πεδίων όνομα, Ηλ. διεύθυνση και ιστότοπος, της παραπάνω φόρμας, δεν είναι υποχρεωτική.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.