Για τους κατοίκους και τους λάτρεις της Πλάκας είναι το αρχοντικό Λασσάνη, καθώς και ένα από τα πρώτα κτίσματα της Αθήνας μετά την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Το διώροφο κτίριο στους Αέρηδες, στην αρχή της οδού Διογένους και δίπλα στον Μεντρεσέ, είναι ένα από ελάχιστα δείγματα της εικόνας που θα είχε η Αθήνα αν δεν είχαν ακολουθήσει οι αρχιτέκτονες που κατέφθασαν στην πρωτεύουσα μαζί με τον Οθωνα και επέβαλαν τον περίτεχνο νεοκλασικό ρυθμό στα μέσα του 19ου αιώνα.
Δεν διαθέτει διακοσμητικά στοιχεία, αλλά κερδίζει το βλέμμα με τις τέλειες αναλογίες του και τα απλά αλλά σοφά χωροθετημένα παράθυρά του. Εσωστρεφές, όπως τα περισσότερα σπίτια της Πλάκας, διαθέτει ψηλή μάντρα που έκρυβε την αυλή και στην ουσία την καθημερινότητα των ενοίκων τους.
Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1833 –τη χρονιά που η κατεστραμμένη Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους– και ολοκληρώθηκε σε μια τετραετία.
Οι διωγμένοι από τις οθωμανικές επιθέσεις κάτοικοί της επέστρεφαν και άρχιζαν να χτίζουν πάλι τα σπιτικά τους, ενώ έπρεπε να κατασκευαστούν νέα κτίρια για να στεγαστούν οι Αρχές και οι υπηρεσίες.
Τα δομικά υλικά ήταν περιορισμένα και γι’ αυτό οι κατασκευές ήταν απλές και βασικό γνώμονα είχαν την κάλυψη των αναγκών και όχι την επίδειξη πλούτου και πολιτικής δύναμης που σημάδεψαν την αρχιτεκτονική από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Ιδιοκτήτης του ήταν ο Γεώργιος Λασσάνης (1793-1870), οπλαρχηγός, λόγιος και πολιτικός από την Κοζάνη. Είχε σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή της Λιψίας και αργότερα επισκέφθηκε πολλές ρωσικές πόλεις, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, γνώρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και έγινε χιλίαρχος του Ιερού Λόχου.
Συνελήφθησαν και οι δύο από τις αυστριακές Αρχές, αλλά ελευθερώθηκαν με παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου. Στη συνέχεια ο Λασσάνης επέστρεψε στην Ελλάδα και πολέμησε στο πλευρό του Δημήτριου Υψηλάντη.
Μετά την απελευθέρωση, διορίστηκε στην αρχή γενικός επιθεωρητής στα στρατεύματα της Στερεάς Ελλάδας και το 1837 έγινε υπουργός Οικονομικών.
Εδινε μεγάλη έμφαση στη μόρφωση και έγραψε σχολικά εγχειρίδια, δοκίμια, ποιήματα και θεατρικά έργα. Θέσπισε τον Λασσάνειο Διαγωνισμό για δραματικά έργα και για τη στήριξη του θεσμού κληροδότησε το αρχοντικό του στην Πλάκα.
Η Αρτεμις Σκουμπουρδή στο βιβλίο της «Μοναστηράκι-Πλάκα, οι γειτονιές των θεών» αναφέρει ότι κατά πάσα πιθανότητα το οίκημα σχεδιάστηκε από τον Σταμάτη Κλεάνθη (1802-1862), ο οποίος μαζί με τον Σάουμπερτ εκπόνησαν τα πρώτα πολεοδομικά σχέδια της πρωτεύουσας, που έμελλε να μείνουν στα χαρτιά…
Η συμβολή του Κλεάνθη στο αρχοντικό Λασσάνη δεν επιβεβαιώνεται από άλλους μελετητές του έργου του, αξίζει όμως να αναφερθεί ότι ο πιο σπουδαίος Ελληνας αρχιτέκτονας της εποχής είχε γεννηθεί και αυτός στην Κοζάνη.
Εχει όμως και άλλη μια σχέση με το αρχοντικό της οδού Διογένους, καθώς το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στο οποίο είχε περιέλθει μετά τον θάνατο του Λασσάνη, το αντάλλαξε με την οικία Κλεάνθη – Σάουμπερτ, στην οδό Θόλου, που τότε ανήκε στο Δημόσιο και σήμερα στεγάζει το μουσείο του πρώτου πανεπιστημιακού ιδρύματος της χώρας.
Στα χέρια του Δημοσίου, το αρχοντικό έμενε για δεκαετίες αναξιοποίητο και είχε αρχίσει να καταρρέει. Το 1978 το υπουργείο Πολιτισμού το κήρυξε διατηρητέο και αποφάσισε λίγο αργότερα να το αξιοποιήσει για να στεγάσει τη σπουδαία συλλογή 1.200 λαϊκών μουσικών οργάνων που είχε δωρίσει ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης (1915-2003).
Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, από νεαρή ηλικία έκανε μουσικές σπουδές και αγάπησε τους παραδοσιακούς ήχους.
Ηταν ο πρώτος που ανέδειξε την καλλιτεχνική αξία του ρεμπέτικου και τις ρίζες του στη βυζαντινή μουσική, ενώ κατά καιρούς αρθρογραφούσε στον «Ριζοσπάστη», την «Αυγή», την «Επιθεώρηση Τέχνης» και πολλά περιοδικά.
Ηταν ο μουσικός υπεύθυνος του συλλόγου ελληνικών χορών, που είχε ιδρύσει η Δώρα Στράτου και συνεργάτης του Λυκείου Ελληνίδων. Καρπός της αγάπης του για τους λαϊκούς ήχους και της 40χρονης έρευνας στον συγκεκριμένο τομέα ήταν η συλλογή του με τα παραδοσιακά όργανα, πολλά από τα οποία χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα.
Οι εργασίες αποκατάστασης ξεκίνησαν το 1979 με την καθοριστική συμβολή του αρχαιολόγου Γεωργίου Δοντά και της μουσειολόγου Πόπης Ζώρα, ενώ τις παρεμβάσεις ανέλαβε ο αρχιτέκτων Γ. Παντόπουλος, όπως αναφέρει σε άρθρο του σε εφημερίδες της εποχής ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πολυτεχνείου Σόλων Κυδωνιάτης.
Οι εργασίες συνεχίστηκαν με τους γνωστούς… ελληνικούς ρυθμούς και τα εγκαίνια του μοναδικού στο είδος του μουσείου έγιναν το 1991.
Το μουσείο, που φέρει τιμητικά το όνομα του Φοίβου Ανωγειανάκη, αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, αφού, εκτός από τους δύο ορόφους, έχουν αξιοποιηθεί το υπερυψωμένο υπόγειο και κυρίως οι στάβλοι που υπήρχαν στην αυλή, όπου στεγάζονται τα αρχεία και το ερευνητικό κέντρο.
Ο υπαίθριος χώρος του ακινήτου έχει ρόλο όλες τις εποχές του χρόνου, αλλά, όταν ο καιρός το επιτρέπει, φιλοξενεί συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις με σημείο αναφοράς την παραδοσιακή μουσική, που οργανώνονται από το Κέντρο Εθνομουσικολογίας (ΜΕΛΜΟΚΕ), το οποίο έχει την έδρα του στο αρχοντικό Λασσάνη.
Τα σπουδαία εκθέματα του μουσείου έχουν χωριστεί σε τέσσερις ενότητες, ανάλογα με το υλικό που πάλλεται για να δώσει τον ήχο, όπως ορίζουν οι αρχές της εθνικομουσικολογίας.
Υπάρχουν ειδικές γωνιές για τα μεμβρανόφωνα, όπου ξεχωρίζουν το τουμπελέκι, τα νταούλια και τα ντέφια, τα αερόφωνα, όπου κυριαρχούν οι ζουρνάδες και οι φλογέρες, τα χορδόφωνα με μεγάλη γκάμα από λαγούτα, κιθάρες, μαντολίνα, σαντούρια και λύρες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τομέας των ιδιόφωνων, που παράγουν από μόνα τους ήχους, όπως τα κουδούνια και τα τρίγωνα.
Ο δρόμος μπροστά στο αρχοντικό συγκαταλέγεται στους παλιότερους της Πλάκας και φέρει το όνομα του φιλόσοφου Διογένη (412-323 π.Χ.), που θεωρείται ο θεμελιωτής του Κυνισμού.
Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όταν εξορίστηκε από τη γενέτειρά του, τη Σινώπη του Πόντου, γιατί μαζί με τον πατέρα του είχαν παραχαράξει νομίσματα.
Ηταν οπαδός της λιτής και φυσικής ζωής, ενώ κυκλοφορούσε με αναμμένο φανάρι ακόμη και την ημέρα ψάχνοντας, όπως έλεγε, να βρει τον… άνθρωπο.
Πηγή https://www.efsyn.gr