Της Χρύσας Λιάγγου – kathimerini.gr
Την πρόσβαση τρίτων στα υδροηλεκτρικά από την «πίσω πόρτα» διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με τους θεσμούς, την ίδια στιγμή που ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης επαίρεται ότι η μεγάλη επιτυχία του σχεδίου αποεπένδυσης στους λιγνίτες ήταν ακριβώς ότι απέτρεψε την πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, στο πλαίσιο της μνημονιακής δέσμευσης για αξιολόγηση των ΝΟΜΕ (δημοπρασίες ισχύος) σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των ενδιάμεσων δεσμευτικών στόχων για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στη λιανική αγορά, η πλευρά των θεσμών έχει ανοίξει ευθέως θέμα νερών και μάλιστα επιτακτικά, αφού αυτό είχε σε μεγάλο βαθμό προσυμφωνηθεί και αποτυπωθεί στο τελευταίο μνημόνιο. Συγκεκριμένα, το μνημόνιο προβλέπει αξιολόγηση των ΝΟΜΕ μέσα στον Φεβρουάριο του 2018, η οποία θα λάβει υπόψη της την εισαγωγή της μελλοντικής αγοράς (target model), καθώς και τα διαρθρωτικά μέτρα για τον λιγνίτη, αλλά και την πιθανή ανάγκη «να υιοθετηθούν πρόσθετα διαρθρωτικά μέτρα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου παραγωγής της ΔΕΗ», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, φωτογραφίζοντας τα υδροηλεκτρικά. Η αξιολόγηση των ΝΟΜΕ συνέπεσε χρονικά με την κατάρτιση και έγκριση από την Ε.Ε. του νομοσχεδίου για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων, που αποτελεί το βασικό διαρθρωτικό μέτρο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού και την εναρμόνιση της χώρας με τις αποφάσεις της Επιτροπής (2008) για την πρόσβαση τρίτων στον λιγνίτη ως καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή. Η συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών μετά και τη δρομολόγηση της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης ξεκίνησε από μηδενική βάση, με την ελληνική πλευρά ωστόσο να βρίσκεται σε δυσμενή θέση διότι ο ενδιάμεσος δεσμευτικός στόχος μείωσης του μεριδίου της ΔΕΗ στο τέλος του 2017 στο 75,24% όχι μόνο δεν επετεύχθη, αλλά εμφανίζει απόκλιση κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, αφού διαμορφώθηκε στο 85,4%. Ο στόχος αποκλίνει ακόμη και σε σχέση με τα μερίδια της ΔΕΗ τον Μάρτιο, που υποχώρησαν μόλις στο 82,75%.
Οι θεσμοί φέρονται να έχουν αποδεχθεί την πρόταση της ελληνικής πλευράς να εξαιρεθεί από τις συμφωνημένες προς διάθεση ποσότητες ισχύος μέσω δημοπρασιών για τα έτη 2018 και 2019 σε ποσοστό 9%, που αντιστοιχεί στην παραγωγή των μονάδων που θα πουληθούν. Αντιπροτείνουν ωστόσο να αυξηθεί σημαντικά η διαθέσιμη ισχύς από υδροηλεκτρικά και –σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες– να υποκαταστήσει πλήρως το υπολειπόμενο ποσοστό. Μια τέτοια εξέλιξη ισοδυναμεί σε ντε φάκτο πρόσβαση τρίτων στην υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ, την οποία θα είναι υποχρεωμένη να διαθέσει στη χαμηλή τιμή του μεταβλητού κόστους λειτουργίας των υδροηλεκτρικών μονάδων της που έχει οριστεί από τη ΡΑΕ στα 3 ευρώ η μεγαβατώρα, έναντι της σημερινής τιμής εκκίνησης των δημοπρασιών των 37,37 ευρώ η μεγαβατώρα, που αντιστοιχεί στο μεταβλητό κόστος των λιγνιτικών μονάδων.
Η υφιστάμενη συμφωνία με τους πιστωτές προβλέπει ότι η ΔΕΗ πρέπει να διαθέσει μέσω των δημοπρασιών ποσότητες 19% της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής της παραγωγής και το 2019 το 22%. Το εργαλείο των ΝΟΜΕ, που η κυβέρνηση επέλεξε για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ, στον σχεδόν 1,5 χρόνο εφαρμογής (Νοέμβριος 2016 έγινε η πρώτη δημοπρασία), αποδείχθηκε πως δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Τα μερίδια της ΔΕΗ δεν υποχωρούν με τους ρυθμούς που απαιτούνται για τη σταδιακή μείωσή τους στο 49,24% το 2019, ενώ από την άλλη η πώληση των λιγνιτικών μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης, στον βαθμό που ευοδωθεί, δεν πρόκειται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στη λιανική αγορά. Ετσι, η κυβέρνηση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που υποχρεώθηκε να πουλήσει λιγνιτικές μονάδες, παρότι κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν ρητά στη συμφωνία με τους πιστωτές, πολύ γρήγορα θα υποχρεωθεί να παραχωρήσει έδαφος στους ιδιώτες και στα νερά, ακυρώνοντας στην πράξη τη βασική επιχειρηματολογία της για την κατάργηση του σχεδίου «Μικρή ΔΕΗ» και αφού στο μεταξύ έχει φορτώσει τη ΔΕΗ με πρόσθετα οικονομικά βάρη και αδιέξοδα που την υποχρεώνουν να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία με τους χειρότερους όρους και χωρίς καν το κατώφλι εύλογου τιμήματος.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί, προφανώς, κεραυνό εν αιθρία για την κυβέρνηση, αφού οι θεσμοί δεν έβγαλαν ποτέ από τη συζήτηση την πρόσβαση τρίτων ούτε στον λιγνίτη ούτε στα νερά. Στην πρώτη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδέχθηκε ως μοναδικό μέτρο για το άνοιγμα της αγοράς τα ΝΟΜΕ, αλλά υπό τον όρο λήψης «εναλλακτικών δομικών μέτρων» ισοδύναμου αποτελέσματος, αν αποδειχθούν αναποτελεσματικά. Στις διαπραγματεύσεις για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης οι θεσμοί επανέφεραν το θέμα της πώλησης υδροηλεκτρικών και έκαναν αποδεκτή την πρόταση της κυβέρνησης για την «αποεπένδυση στον λιγνίτη», υπό την προϋπόθεση της πλήρους εποπτείας της από την DGcomp. Ταυτόχρονα, μέσω του κεφαλαίου «ΝΟΜΕ» κράτησαν ανοικτό το παράθυρο επαναφοράς των υδροηλεκτρικών, δεσμεύοντας την κυβέρνηση για την υιοθέτηση πρόσθετων διαρθρωτικών μέτρων «σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου παραγωγής της ΔΕΗ». Η συζήτηση αυτονόητα οδηγείται στα νερά, αφού μετά την αποεπένδυση στον λιγνίτη είναι το μοναδικό καύσιμο στο οποίο διαφοροποιείται το χαρτοφυλάκιο παραγωγής της ΔΕΗ έναντι των ιδιωτών παραγωγών.
Γιατί το σχέδιο για τη Μικρή ΔΕΗ ήταν καλύτερο
«Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα μετά λόγου γνώσεως σας λέω ότι δεν είναι σωστό. Και πρέπει να αναθεωρηθεί επειγόντως για να μην απαξιωθεί η ΔΕΗ… Στη λιανεμπορική αγορά επιτρέπονται έντονα επιλεκτικές πρακτικές στα όρια της κερδοσκοπίας». Με αυτά τα λόγια ο πρώην επικεφαλής της ΔΕΗ Τάκης Αθανασόπουλος καλούσε το 2009 το ελληνικό Κοινοβούλιο να παρέμβει και να διορθώσει τα κακώς κείμενα της αγοράς ηλεκτρισμού, προειδοποιώντας για τις αναπόφευκτες συνέπειες. «Επιδιώκεται απελευθέρωση με παράλληλη διατήρηση του μονοπωλιακού ρυθμιστικού πλαισίου», με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο επιχειρηματικός κίνδυνος για όλους τους παίκτες και κυρίως για τη ΔΕΗ, εξηγούσε ο ίδιος, επιμένοντας ότι αν δεν συνδεθεί η χονδρική με τη λιανική αγορά, ο ανταγωνισμός θα μεταφέρεται άλλοτε στην παραγωγή και άλλοτε στην εμπορία, και θα είναι επιλεκτικός και συγκυριακός.
Δεν εισακούστηκε. Ενα χρόνο μετά, το «κανόνι» των Εnerga και Hellas Power έσκασε, πυροδοτώντας την απαρχή μιας απορρύθμισης της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού που κορυφώθηκε το 2012, όταν στέγνωσε από ρευστότητα και βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Tην περασμένη εβδομάδα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης, χύθηκαν πολλά κροκοδείλια δάκρυα από την πλευρά των κομμάτων που διαχειρίστηκαν την τύχη της ΔΕΗ και της αγοράς ηλεκτρισμού τα προηγούμενα χρόνια, όπως και τους συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ που με την απειλή του «διακόπτη» αντιστάθηκαν σε κάθε σχέδιο εξυγίανσης και ανάπτυξης της εταιρείας. Ακόμη όμως μεγαλύτερη ευθύνη έχει η παρούσα κυβέρνηση, η οποία το 2014 απέτρεψε το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ» που είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας υγιούς αποεπένδυσης, για να το αντικαταστήσει με αυτό της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων μόνο και μόνο για να μείνει πιστή στην προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ για κατάργηση του σχεδίου «Μικρή ΔΕΗ», ανεξαρτήτως των επιπτώσεων στην Επιχείρηση.
Το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ», που απαντούσε τόσο στο πρόβλημα του μονοπωλίου της ΔΕΗ στον λιγνίτη, σε συμμόρφωση με σχετική απόφαση της Ε.Ε., όσο και στο άνοιγμα της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού, προέβλεπε χονδρικά τη σύσταση μιας εταιρείας στην οποία η ΔΕΗ θα εισέφερε το 30% της παραγωγικής της δραστηριότητας και της πελατειακής της βάσης. Ειδικά σε ό,τι αφορά την πελατειακή βάση της νέας εταιρείας, προέβλεπε ότι θα ήταν αναλογική της αντίστοιχης πελατειακής βάσης της ΔΕΗ. Η ΔΕΗ σήμερα, μέσω των ΝΟΜΕ, χάνει τους καλύτερους πελάτες της από τους ιδιώτες προμηθευτές, που στήνουν επιλεκτικά το χαρτοφυλάκιό τους.
Ο νόμος για τη Μικρή ΔΕΗ προέβλεπε ελάχιστο τίμημα 1,5 δισ. ευρώ και δέσμευε τον αγοραστή για την κατασκευή της μονάδας Μελίτη 2 στη Φλώρινα. Παράλληλα, όριζε ρητά ότι το τίμημα που εισπράττει η ΔΕΗ δεσμεύεται για επενδυτικές ανάγκες της Επιχείρησης και κατά προτεραιότητα αυτές που σχετίζονται με την αντικατάσταση και περιβαλλοντική αναβάθμιση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων στη Δυτική Μακεδονία. Το σχέδιο αποεπένδυσης, μέσω του οποίου η κυβέρνηση θα εκχωρήσει τη μονάδα Μελίτη 1 και την άδεια της Μελίτης 2 και τις μονάδες 2 και 3 της Μεγαλόπολης, δεν δεσμεύει τον επενδυτή για την κατασκευή της Μελίτης 2, δεν προβλέπει εύλογο τίμημα, ούτε δεσμεύει τη χρήση του από τη ΔΕΗ για επενδύσεις. Αντιθέτως, μέρος του τιμήματος, όπως παραδέχεται η διοίκηση της ΔΕΗ, θα κατευθυνθεί στις τράπεζες για την αναχρηματοδότηση των υψηλών δανειακών της υποχρεώσεων. Ο νόμος για τη Μικρή ΔΕΗ προέβλεπε ότι όλο το προσωπικό των μονάδων περνάει στον επενδυτή με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα και απαγόρευση απολύσεων για 5 χρόνια. Στο σχέδιο Σταθάκη, στους αγοραστές των μονάδων περνάει το «απαραίτητο» προσωπικό για τη λειτουργία τους, χωρίς να γίνεται σαφές ποιος θα το ορίσει, ενώ όσοι δεν μεταφέρονται θα τεθούν σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου που θα χρηματοδοτήσει η ΔΕΗ ή θα μετακινηθούν σε άλλες μονάδες της Επιχείρησης. Οι εργαζόμενοι προστατεύονται από απολύσεις για έξι χρόνια και θα ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις που θα υπογραφούν με τη ΔΕΗ.
Με τη Μικρή ΔΕΗ η Βουλή είχε λόγο στη διατύπωση προτάσεων επί του σχεδίου προκήρυξης του διαγωνισμού, ενώ στο σχέδιο αποεπένδυσης τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχει η DGcomp. H Mικρή ΔΕΗ μεταφέρεται με το σύνολο των δανείων που αντιστοιχούν στο χαρτοφυλάκιό της αλλά και τις πάσης φύσεως υποχρεώσεις προς τρίτους. Με το σχέδιο αποεπένδυσης, οι μονάδες μεταφέρονται καθαρές από δανεισμό και υποχρεώσεις.
Το χρονικό μιας πορείας 25 ετών προς την απαξίωση της Επιχείρησης
Η αγορά ηλεκτρισμού τέθηκε από το 2010 υπό την εποπτεία των θεσμών και μέσω των μνημονίων επιχειρήθηκε το τέλος των στρεβλώσεων ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την πραγματική απελευθέρωση, με τη ΔΕΗ, με μονοπωλιακή σχεδόν δραστηριότητα στη λιανική αγορά και δεσπόζουσα θέση στη χονδρική, να βρίσκεται στο επίκεντρο των διαρθρωτικών αλλαγών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η χώρα εκλήθη πρώτη φορά να εφαρμόσει το ευρωπαϊκό πλαίσιο της απελευθέρωσης με στόχο τη δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, με ενιαίους κανόνες για όλες τις χώρες-μέλη, η οποία θα διέπεται από κανόνες ανταγωνισμού. Το πλαίσιο αυτό για την Ε.Ε. συνέπεσε με μια ριζική αλλαγή στην ενεργειακή πολιτική της υπέρ των ΑΠΕ και της χρήσης φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή, καθώς και της ανάπτυξης του διασυνοριακού εμπορίου ενεργειακών προϊόντων. Σε όλη την Ευρώπη πολιορκητικός κριός της απελευθέρωσης ήταν οι ΑΠΕ, οι οποίες στηρίχτηκαν με επιδοτήσεις και διευκόλυνση χρηματοδοτήσεων. Το 1994 με τον νόμο 2244 άνοιξε και στην Ελλάδα ο δρόμος για την είσοδο τρίτων στην παραγωγή από ΑΠΕ, επενδύσεις που μέχρι και το 2009 ήταν ενταγμένες στους αναπτυξιακούς νόμους απολαμβάνοντας επιχορηγήσεις σε ποσοστό μέχρι και 40%. Οι επιχορηγήσεις, σε συνδυασμό με τις εγγυημένες υψηλές τιμές που θεσμοθετήθηκαν με νόμους, οδήγησαν το διάστημα 2001-2012 σε μαζική είσοδο επενδυτών στην παραγωγή ΑΠΕ που κατέληξε σε «φούσκα». Ενδεικτικό του τυχοδιωκτικού χαρακτήρα των επενδύσεων στις ΑΠΕ είναι το γεγονός ότι το 2013 η συνολική ισχύς από ΑΠΕ (έργα εν λειτουργία, υπό σύνδεση και σε πρώιμο στάδιο) έφτανε τα 32.527 MW, ήταν δηλαδή υπερδιπλάσια της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος της χώρας (15.680 MW) και υπερτριπλάσια της ζήτησης που από το 2012, λόγω της ύφεσης, είχε αρχίσει να υποχωρεί στα περίπου 9.500 MW.
Ο νόμος 2773/99 άνοιξε τον δρόμο για ιδιωτικές επενδύσεις στην παραγωγή και θερμικών μονάδων. Οι μεγαλύτεροι ηλεκτροπαραγωγοί της Ευρώπης (ΕΟΝ, ΕDF, Edison, Endesa, Enel κ.α.) είδαν επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα όπου η ζήτηση «έτρεχε» με ρυθμό αύξησης περίπου 4,5%, ενώ τα στερεά καύσιμα (λιγνίτης και λιθάνθρακας) δεν επιβαρύνονταν με κόστη CΟ2 και εμφανίζονταν με σχέδια για την κατασκευή λιγνιτικών και λιθανθρακικών μονάδων, μάλιστα κάποιοι συμμαχούν και με εγχώριους ενεργειακούς ομίλους. Η χώρα όμως κατάφερε πολύ νωρίς να τρέψει σε φυγή τους ξένους επενδυτές, με μια απόφαση της ΡΑΕ που καθιστούσε το φυσικό αέριο το μοναδικό καύσιμο για την κατασκευή νέων θερμικών μονάδων. Το φυσικό αέριο που εισάγεται στην Ελλάδα εκείνη την εποχή και μέχρι το 2014 είχε την υψηλότερη τιμή σε όλη την Ευρώπη και μία από τις υψηλότερες στον κόσμο, παράμετρος που καθιστούσε μη βιώσιμες τις επενδύσεις σε αυτό το είδος καυσίμου. Ετσι, προκειμένου η χώρα να εμφανίσει προς την Ε.Ε. ότι έχει ανοίξει την αγορά στην παραγωγή, στήριξε, με μια σειρά από μεταβατικούς μηχανισμούς και μέτρα, ιδιωτικές επενδύσεις με καύσιμο φυσικό αέριο, θέτοντας τις βάσεις ενός στρεβλού και αντιοικονομικού μοντέλου ανάπτυξης της αγοράς. Βασική παράμετρος αυτού του μοντέλου στήριξης είναι η αδυναμία των ιδιωτών να ανταγωνιστούν τη ΔΕΗ, που κατέχει το προνόμιο της πρόσβασης στον λιγνίτη και τα νερά. Η ΔΕΗ καθοδηγούμενη ουσιαστικά από πολιτικά και συνδικαλιστικά συμφέροντα αρνήθηκε να εκχωρήσει έδαφος και έναντι αυτού συναίνεσε σε μέτρα που οδήγησαν αργά αλλά σταθερά στην απαξίωσή της. Σε αντίθεση με τη ΔΕΗ, τα ισχυρά εθνικά μονοπώλια σε άλλα κράτη της Ε.Ε. άνοιξαν χώρο για την είσοδο στις αγορές τους τρίτων, ενδυναμώνοντας παράλληλα τη θέση τους σε άλλες αγορές, με αποτέλεσμα να μετεξελιχθούν σε ισχυρούς παίκτες σήμερα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Η ΔΕΗ αποδέχτηκε τη δημιουργία μιας «τύποις» απελευθερωμένης αγοράς με την εγγύηση του κράτους, λειτουργώντας ως δοχείο διαστολής των δυσλειτουργιών της.
Η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού λειτουργεί με ένα μοντέλο υποχρεωτικής κοινοπραξίας. Το σύνολο της ενέργειας που παράγεται διακινείται και καταναλώνεται, αγοράζεται ή πωλείται μέσω μιας 100% δημόσιας εταιρείας, του ΛΑΓΗΕ. Οι εμπλεκόμενοι στη χονδρεμπορική αγορά (παραγωγοί από συμβατικούς σταθμούς, προμηθευτές και έμποροι) συναλλάσσονται στην οριακή τιμή συστήματος, η οποία και εκφράζει το συνολικό κόστος λειτουργίας της αγοράς. Η τιμή αυτή διαμορφώνεται βάσει του μεταβλητού κόστους των μονάδων που εντάσσονται στο σύστημα κατά προτεραιότητα. Προκειμένου να μη μείνουν εκτός λειτουργίας οι μονάδες φυσικού αερίου, λόγω του υψηλού κόστους καυσίμου, η ΡΑΕ θεσμοθετεί την υποχρεωτική κατανομή του 30% της παραγωγής τους και μάλιστα σε τιμή 10% πάνω από το λειτουργικό τους κόστος. Πέρα δηλαδή από τη διασφάλιση εγγυημένης τιμής στα ΑΠΕ, η Ελλάδα διασφαλίζει πλήρως εγγυημένα έσοδα και για τις μονάδες φυσικού αερίου, φτιάχνοντας ένα ακριβό και αντιοικονομικό ηλεκτρικό σύστημα που συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση του δημοσίου χρέους. Ο λογαριασμός των ελλειμμάτων της αγοράς φτάνει είτε στους καταναλωτές μέσω της θέσπισης αρχικά του τέλους ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ σήμερα) είτε στη ΔΕΗ στην οποία μεταφέρονται έμμεσα τα διάφορα κόστη, με πιο πρόσφατο θεσμοθετημένο παράδειγμα το τέλος προμηθευτή για τον μηδενισμό του ελλείμματος των ΑΠΕ. Από το 2013 άρχισε σταδιακά και στο πλαίσιο μνημονιακών δεσμεύσεων η κατάργηση των διαφόρων μηχανισμών επιδότησης των μονάδων φυσικού αερίου, ενώ είχε προηγηθεί και το «συμμάζεμα» της αγοράς των ΑΠΕ. Το συνολικό κόστος λειτουργίας της αγοράς το 2013 ανήλθε σε 4.683,08 εκατ. ευρώ για την παραγωγή περίπου 50.300 GWh. To 35,25% του κόστους αυτού αφορούσε την αποζημίωση των ΑΠΕ. Συνολικά, οι μηχανισμοί της αγοράς που έμμεσα επιδοτούσαν το 2013 τις ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν το 23,48%. Αν σε αυτά προστεθούν και οι εγγυημένες τιμές των ΑΠΕ, το σύνολο της επιδότησης φτάνει το 58,73% του συνολικού κόστους της αγοράς. Ολα αυτά για να μην απολέσει την ισχύ του το πολιτικοσυνδικαλιστικό σύστημα της χώρας μέσω της ΔΕΗ, η οποία υποχρεώνεται σήμερα να πουλάει μονάδες με τους χειρότερους όρους…
Της Χρύσας Λιάγγου – kathimerini.gr
Τώρα φτάνουμε στην ουσία
. Στην πώληση του νερού. Σιγά μην έδιναν οι ξένοι τοκογλύφοι και οι ενχωριοι αχυρανθρωποι τους, ασχέτως κόμματος, σημασία ή έστω τόση σημασία στο λιγνίτη
.
Μπράβο πολύ καλό άρθρο.