Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής και δεν επιθυμώ να γίνω. Ασφαλώς, απολαμβάνω τη μετάφραση και μεταφράζοντας κερδίζω πολλαπλώς: ακονίζω τα γλωσσικά μου εργαλεία, υποχρεώνομαι να διαβάσω σε βάθος το κείμενο που μεταφράζω και μελετώ τους τρόπους σημαντικών συγγραφέων. Ωστόσο, αυτά προϋποθέτουν ότι μεταφράζω κείμενα που τα επέλεξα ο ίδιος, νιώθοντας πως με συνδέει μ’ αυτά μια ορισμένη συγγένεια σε επίπεδο θέματος, ύφους και κλίματος. Το ίδιο ισχύει για ό,τι έχω μεταφράσει ως τώρα και, ελπίζω, για ό,τι μεταφράσω στο μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για τον «Αχυρώνα» του Ουίλλιαμ Φώκνερ.
Πρωτοσυναντήθηκα με τον «Αχυρώνα» πριν από αρκετά χρόνια, διαβάζοντας μια συνέντευξη του Τομπάιας Γουλφ, ενός συγγραφέα που εκτιμώ ιδιαίτερα και που επίσης είχα τη χαρά να μεταφράσω. Ο Γουλφ αναφερόταν στο διήγημα με ενθουσιασμό. Το αναζήτησα στο διαδίκτυο και το εντόπισα εύκολα, μια και, όπως έμαθα σύντομα, θεωρείται ένα από τα καλύτερα διηγήματά του. Γι’ αυτό άλλωστε, μαζί με το μεταφρασμένο αρκετές φορές στα ελληνικά «Ένα ρόδο για την Έμιλι», συγκαταλέγεται στα πλέον ανθολογημένα διηγήματά του.
Δεν ήταν δύσκολο να διαπιστώσω γιατί ο «Αχυρώνας» παραμένει τόσο αγαπητός: πέρα απ’ το ότι αφηγείται μια αρχετυπική ιστορία ενηλικίωσης χωρίς συναισθηματισμούς –πολλαπλασιάζοντας έτσι τον συναισθηματικό της αντίκτυπο στον αναγνώστη–, είναι γραμμένος απλά σε σύγκριση με την πλειονότητα των σημαντικών έργων του Φώκνερ, που είναι παροιμιώδη για τον σύνθετο λόγο τους. Ακούω συχνά από φίλους ότι προσπάθησαν να διαβάσουν κάποιο μυθιστόρημα του Φώκνερ και το εγκατέλειψαν σύντομα. Πιθανώς το ίδιο συνέβη σε πολλούς αναγνώστες. Ωστόσο, ο «Αχυρώνας» είναι απλός στη δομή και τη γλώσσα του, χωρίς να υπολείπεται σε τίποτα από τα μεγάλης κλίμακας έργα του συγγραφέα. Την ίδια στιγμή, εκτός από το ότι αποτυπώνει ανάγλυφα τον εσωτερικό διχασμό του πρωταγωνιστή του, το διήγημα ανοίγεται σε αρκετά θεμελιώδη για τον συγγραφέα θέματα, όπως η κοινωνικοπολιτική συνθήκη που διαμορφώνεται στον αμερικανικό Νότο μετά από τον Εμφύλιο και οι τριβές ανάμεσα στην παρηκμασμένη αριστοκρατία και μια αναδυόμενη, διψασμένη για εξουσία κοινωνική τάξη που εκπροσωπείται από την οικογένεια Σνόουπς, ο γενάρχης της οποίας, ο Άμπνερ Σνόουπς, είναι βασικός χαρακτήρας του διηγήματος. Με άλλα λόγια, ο «Αχυρώνας» είναι ένα εμβληματικό κείμενο του Φώκνερ που, πέραν του ότι αναγνωρίζεται ως ένα από τα καλύτερα αμερικανικά διηγήματα του 20ού αιώνα, λειτουργεί και ως εισαγωγή στο έργο του. Μάλιστα, όπως συχνά επισημαίνεται, για αρκετούς αναγνώστες ο «Αχυρώνας» αποτελεί το μοναδικό σημείο επαφής τους με τον κόσμο του Φώκνερ. Σε κάθε περίπτωση, η αξία του δεν περιορίζεται στο ότι αποτελεί πύλη εισόδου στην επικράτεια της Γιοκναπατάουφα. Κάθε άλλο: πρόκειται για ένα δεξιοτεχνικά γραμμένο κείμενο, η προσεκτική ανάγνωση του οποίου αποκαλύπτει τη μαστοριά και την οξυδέρκεια με την οποία θίγει ζητήματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους – από την ψυχολογία ενός διχασμένου παιδιού ως τη μοίρα μιας κοινωνίας που, όσο δεν βρίσκονται αμφισβητίες όπως ο δεκάχρονος πρωταγωνιστής, είναι καταδικασμένη να περιδινείται σ’ έναν κύκλο βίας και αδικίας.
Εύχομαι η μετάφραση να μεταφέρει στον αναγνώστη κάτι από τη δεξιοτεχνία του Φώκνερ. Μ’ αυτή την ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω για τη πολύτιμη συμβολή τους τον Νίκο Αναστασόπουλο, επιμελητή του κειμένου, και την εκδότρια της Κίχλης, τη Γιώτα Κριτσέλη, που είχε τη συνολική φροντίδα της έκδοσης.
Γιάννης Παλαβός
Το διήγημα του Ουίλλιαμ Φώκνερ Ο αχυρώνας φλέγεταικυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κίχλη (σελ.: 104, τιμή: 10 €). Μετάφραση, επίμετρο: Γιάννης Παλαβός.
Στο εξώφυλλο: Andrew WyethTurkey Pond, 1944
©1995 Farnsworth Art Museum, Rockland, Maine
«Γύρισαν στο σπίτι το απόβραδο. Δείπνησαν υπό το φέγγος της λάμπας κι έπειτα το παιδί, καθισμένο στο κεφαλόσκαλο, παρακολουθούσε το σκοτάδι να καλύπτει σιγά σιγά τα πάντα, αφουγκραζόταν τους νυχτοπάτες και τα βατράχια, μέχρι που άκουσε τη μητέρα του να φωνάζει: ‟Άμπνερ! Όχι! Μη! Θεέ μου. Θεέ μου. Άμπνερ!” και τότε σηκώθηκε, στράφηκε πίσω του ανάστατο και είδε ότι ο φωτισμός είχε αλλάξει μες στο σπίτι, ένα κεράκι τρεμόφεγγε σ’ ένα μπουκάλι στο τραπέζι, και ο πατέρας του, φορώντας ακόμα το καπέλο και το παλτό του […], έχυνε το πετρέλαιο της λάμπας στο τετράλιτρο μπιτόνι του, ενώ η μητέρα τον τραβούσε από το δεξί χέρι, ωσότου ο πατέρας έπιασε τη λάμπα με το αριστερό και κόλλησε τη γυναίκα του στον τοίχο […].»
Απόσπασμα από το διήγημα «Ο αχυρώνας φλέγεται», σ. 52-53
Ο Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε το 1980 στο Βελβεντό Κοζάνης. Σπούδασε Δημοσιογραφία στο ΑΠΘ και Πολιτιστική Διαχείριση στο Πάντειο. Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες(IntroBooks, 2007) και Αστείο(Νεφέλη, 2012), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο Διηγήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Έγραψε, επίσης, σε συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη, το σενάριο των κόμικς Το πτώμα(JemmaPress, 2011) και Γρα-Γρου (Ίκαρος, 2017), τα οποία εικονογράφησε ο Θανάσης Πέτρου. Το Γρα-Γρου τιμήθηκε με τα Βραβεία Καλύτερου Κόμικς και Καλύτερου Σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς (2018). Μετέφρασε έργα των Τομπάιας Γουλφ, Φλάννερυ Ο’ Κόννορ, Μπρις Ντ’ Τζ. Πανκέικ.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, παραχωρήθηκαν για την παρουσίαση από τις Εκδόσεις Κίχλη.
πολλα ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΑΝΝΗ ΥΓΕΙΑ Κ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ Κ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΕΥΤΟ