«Η προαγωγή της Παιδείας και του Πολιτισμού είναι δύο σημαντικές αποστολές μιας κυβέρνησης. Σίγουρα πιο σημαντικές από την οικονομική πολιτική. Οι περισσότερες κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν όμως τον Πολιτισμό σαν μια βαρετή υποχρέωση. Στην πραγματικότητα όμως είναι το σημείο εκκίνησης κάθε χώρας. Είναι το δομικό στοιχείο της ήπιας ισχύος και του ανθρώπινου κεφαλαίου. Και αν δεν καλλιεργήσεις το ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω της πολιτιστικής δραστηριότητας και της πολιτιστικής εκπαίδευσης, σε χρονική περίοδο μιας γενιάς θα έχεις βέβαιη τη συνταγή της αποτυχίας. Ο πολιτισμός δεν είναι ήπια ισχύς. Είναι σκληρή» (Simon Anholt, «Το Βήμα», 5.2.2012). Δυστυχώς, τα λόγια του σύγχρονου άγγλου επικοινωνιολόγου ισχύουν και για τη χώρα μας, παρόλη την καύχησή μας για τους «λαμπρούς προγόνους» και το πλήθος των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, παρόλο το ένδοξο Βυζάντιο και παρά την καύχηση των Κοζανιτών για τους εμπόρους της πόλης που όργωναν τη Βαλκανική και την Κεντρ. Ευρώπη, οι οποίοι ανέδειξαν ένα άσημο ποιμενοχώρι σε μητρόπολη της ΝΑ Ευρώπης. Το αποτέλεσμα το υφιστάμεθα σήμερα με επώδυνο τρόπο, οικονομικά, πολιτικά αλλά και εθνικά.
Μέρος της Παιδείας, με την έννοια της γνώσης και του πολιτισμού ευρύτερα, αποτελεί και η Ιστορία, που στην ουσία σημαίνει συλλογική αυτοσυνείδηση. Όποιος λαός ή πρόσωπο δεν έχει όνομα, ιστορία και Παιδεία δεν υπάρχει. Το όνομα είναι το σημείο εκκίνησης της ιδιοπροσωπίας μας, που μας διακρίνει από το άλλο, αλλά και μας ενώνει με τον άλλο και τους άλλους, ενώ ιστορία και Παιδεία δίνουν νόημα και ουσία στο όνομα. Λαοί και πρόσωπα χωρίς όνομα, ιστορία και Παιδεία σβήνονται από τον χάρτη, ή γίνονται λούμπεν προλετάριοι, απόβλητοι της κοινωνίας, έρμαια των εκάστοτε ισχυρών και πληβείων. Το πρώτο πράγμα που ρωτάμε κάποιον και λέμε σε κάποιον είναι το όνομά του και το όνομά μας. Και η Μακεδονική μητρόπολη Κοζάνη και η Δυτική Μακεδονία έχουν και όνομα και ιστορία και Παιδεία. Αυτό αποδεικνύει το 3ο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας (Νέο Κτήριο Βιβλιοθήκης, 7-9 Δεκ. 2018), μετά τα Συνέδρια του 1993 και του 2012.
Σήμερα, στο ρευστό και μεταβαλλόμενο τοπίο των οικονομικοπολιτικών συμφερόντων στην περιοχή αλλά και του λαϊκισμού με τις διάφορες μορφές, είναι αδήριτη ανάγκη αυτή η παράδοση να συνεχιστεί, και να πραγματοποιείται ανά 3-4 χρόνια Συνέδριο στην Κοζάνη, ώστε να προωθηθεί η τεκμηριωμένη επιστημονική καταγραφή της Ιστορίας, η οποία κινδυνεύει όχι απλώς να πλαστογραφηθεί αλλά να καταργηθεί από παντοειδή συμφέροντα. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να καταργήσει την Ιστορία της Μακεδονικής Μητρόπολης Κοζάνης και της Δυτικής Μακεδονίας. Πολλώ μάλλον, θα αναμέναμε από την Πολιτεία, τους τοπικούς θεσμικούς φορείς, τις γείτονες χώρες, να υποστηρίζουν την κοινή μελέτη της ιστορίας αυτής της βαλκανικής γωνιάς, από την Κορυτσά, και το Μπιθικούκι, την Αχρίδα και το Μοναστήρι, μέχρι την Κοζάνη και τη Ζάβορδα, αντί να λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις ερήμην της Ιστορίας. Ήδη, στο Συνέδριο συμμετέχουν δύο ελληνομαθείς συνάδελφοι από την Αλβανία. Ελπίζουμε σε επόμενα συνέδρια να συμμετέχουν και άλλοι γείτονες, με στόχο τη μελέτη της Ιστορίας των λαών της Βαλκανικής, χωρίς σκοπιμότητες. Εδώ ταιριάζει το «εθνικόν το αληθές» του ποιητή, που ισχύει ως διαχρονική αλήθεια για όλους τους λαούς.
Την εγγύηση για το υψηλό επίπεδο του Συνεδρίου παρέχει η Ακαδημαϊκός κ. Χρύσα Μαλτέζου, αλλά και οι 52 Σύνεδροι, ανάμεσα στους οποίους λαμπροί επιστήμονες από Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Γιάννενα, Κέρκυρα, Τίρανα και, βέβαια, την Κοζάνη και τη Σιάτιστα, μεταξύ αυτών και νέοι φερέλπιδες επιστήμονες.
Για τη διοργάνωση του Συνεδρίου ανήκει έπαινος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, η οποία αναδεικνύεται σε βασικό πυλώνα του Πολιτισμού στη Δυτική Μακεδονία. Έπαινος ανήκει και στα μέλη της Οργανωτικής και Επιστημονικής Επιτροπής, που δεν εφείσθησαν κόπου και χρόνου για την το δυνατόν άρτια οργάνωση του Συνεδρίου. Η «Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών», που έχει την ευθύνη για το επιστημονικό μέρος του Συνεδρίου, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου στο Συνέδριο. Το 3ο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας είναι το μεγαλύτερο στην Κοζάνη ως προς τις συμμετοχές, άρα και στον όγκο των Πρακτικών, που θα εκδοθούν πολύ σύντομα, αλλά είμαι βέβαιος –βάσει των εισηγήσεων– και το καλύτερο ποιοτικά. Ευχαριστίες ανήκουν επίσης στους υλικούς υποστηρικτές του Συνεδρίου. Σημειωτέον ότι όλοι ανταποκρίθηκαν άμεσα και με προθυμία, θυμίζοντας τους Κοζανίτες του 1810, όταν όλοι μαζί βοήθησαν στην ανέγερση του σχολείου και της Βιβλιοθήκης, άλλος με χρήματα, άλλος με χειρωνακτική εργασία, κουβαλώντας πέτρες ή λάσπη. Αυτό αποδεικνύει ότι η Βιβλιοθήκη Κοζάνης ανήκει στους πολίτες της Κοζάνης, που τη νοιάζονται όπως το σπίτι τους.
Κλείνοντας, παραθέτω τρία παραδείγματα άγνωστων πηγών, από όσο γνωρίζω, ώστε να γίνει αντιληπτό ότι η Ιστορία της Κοζάνης δεν έχει γραφεί ακόμη. Στη Βιβλιοθήκη υπάρχει ένα πεντασέλιδο δακτυλογραφημένο κείμενο του λόγιου δικηγόρου και πολιτικού Κων. Τσιτσελίκη, στο οποίο είχε καταγράψει κατά τον Μεσοπόλεμο σημειώσεις για την ιστορία της Κοζάνης. Δεύτερο παράδειγμα, είναι η ποιητική συλλογή «Άσπρες Σκιές» του 1914 (είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα ΑΝΕΜΗ). Κρίνω ότι είναι του Αθανασίου Διάφα του Ευαγγέλου, ο οποίος δώρισε το 1961 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη την προσωπική βιβλιοθήκη του ιατροφιλοσόφου Γεωργίου Σακελλάριου. Τέλος, ο Γεώργιος Σακελλάριος στις αρχές του 19ου αιώνα, στο αυτόγραφο και ανέκδοτο λεξικό του, μας πληροφορεί πώς λέγονται τα παραδοσιακά Κοζανίτικα Γιαπράκια στα ελληνικά. Αφήνω για το τέλος του Συνεδρίου, ως έκπληξη, μια νέα ετυμολογία της λέξης «Σούρδος», το παρατσούκλι των Κοζανιτών, το οποίο θεωρώ ότι δεν έχει καμία σχέση με τον χαρακτηρισμό «κωφός».
Τα ανωτέρω παραδείγματα είναι πολύ μικρά δείγματα σε σχέση με τον τεράστιο όγκο χειρογράφων, εγγράφων και εντύπων, που απόκεινται στη Βιβλιοθήκη, τα οποία αναμένουν τους ερευνητές για την αξιοποίησή τους, ώστε να αναδειχθεί η Ιστορία της Κοζάνης. Μέρος αυτής της προσπάθειας αποτελεί και το 3ο Επιστημονικό Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας. Το Συνέδριο είναι ανοικτό για όλους, για να μάθουμε, να ρωτήσουμε και να συζητήσουμε για την Ιστορία μας, για να μην ξεχάσουμε ποιοι είμαστε.