Η περίπτωση της βόμβας στο Κορδελιό (εφημ. Μακεδονία 13.2.2017), έφερε στο προσκήνιο μαρτυρίες λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης για τον βομβαρδισμό της περιοχής, οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, που συμπληρώνουν την «επίσημη» ιστορία, η βόμβα τελικά δεν ήταν ιστορικό «ενθύμιο» των Γερμανών κατακτητών αλλά των Εγγλέζων συμμάχων (Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Η Γερμανική κατοχή σε πεζογράφους της Θεσσαλονίκης).
Αυτόπτες μάρτυρες του βομβαρδισμού υπήρξαν ο Γ. Ιωάννου (βλ. το έργο του «Η Πρωτεύουσα των προσφύγων – κατοχικό ημερολόγιο») και ο Ν. Μπακόλας (βλ. το μυθιστόρημά του «Η μεγάλη πλατεία»). Μάλιστα, ο τρίτος λογοτέχνης αυτόπτης μάρτυρας Περικλής Σφυρίδης, ο οποίος (στο έργο του «Ψυχή μπλε και κόκκινη») αναφέρεται στον κατά λάθος βομβαρδισμό των προσφυγικών συνοικισμών, στις παράγκες που υπήρχαν στη Βάρνα, στη Νεάπολη και στο Τόπαλτι (σημερινό Ροδοχώρι Συκεών), κατά το βράδυ της Κυριακής 5 Δεκ. 1943, μου διηγήθηκε ο ίδιος το συμβάν:
«Γυάλιζαν οι λαμαρίνες τη νύχτα, και τις ανταύγειες από τις σκεπές τις εξέλαβαν οι Εγγλέζοι πιλότοι των βομβαρδιστικών για … θάλασσα, για το λιμάνι και τις επιταγμένες από τους Γερμανούς αποθήκες, κι άρχισε ένας ανελέητος βομβαρδισμός». Ο απολογισμός ήταν πεντακόσια θύματα, ανάμεσα στους οποίους νύφη, γαμπρός και οι περισσότεροι καλεσμένοι ενός γάμου, οι οποίοι γλεντούσαν στην ταβέρνα, όταν έπεσε η οροφή.
Βομβαρδισμό ή μάλλον βομβαρδισμοί επί Κατοχής σημειώθηκαν και στην Κοζάνη. Ο βομβαρδισμός της Κοζάνης από τους Γερμανούς έχει περιγραφεί από τους Κοζανίτες συγγραφείς Γιάν. Κορκά («Κοζανίτικες διαδρομές»), Μιχ. Παπακωνσταντίνου («Το χρονικό της μεγάλης νύχτας») και Σταύρο Θεοδοσιάδη («Η Πίνδος ομιλεί: Η εθνική αντίστασις 1941-1944»). Σε αντίθεση με τον γερμανικό βομβαρδισμό, ο βομβαρδισμός των Άγγλων στην Κοζάνη δεν είναι ευρύτερα γνωστός, ή συγχέεται με τον βομβαρδισμό της 10ης Απριλίου 1941 από τους Γερμανούς. Από έρευνές μας το 2014 (βλ. εισήγηση στο συνέδριο της Εταιρείας Δυτικομακεδονικών Μελετών στα Γρεβενά, «Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους»), ήρθαν στην επιφάνεια τα παρακάτω στοιχεία:
Στις 15 Απριλίου 1941, μία ακριβώς ημέρα μετά την κατάληψη της Κοζάνης από τους Γερμανούς (14 Απρ. 1941), η πόλη βομβαρδίστηκε εκ νέου, αυτή τη φορά από τους Άγγλους συμμάχους. Σύμφωνα με τα έγγραφα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, ο βομβαρδισμός είχε προφανώς ως στόχο γερμανικές θέσεις, αλλά προκάλεσε και σημαντικές καταστροφές σε δύο οικίες, ενώ είχε και ένα θύμα: τον Θωμά Δόδουρα, ο οποίος φονεύθηκε μέσα στο σπίτι του, στην οδό Ι. Φαρμάκη 16, σύμφωνα με δηλώσεις που υπάρχουν στην ΔΒΚ. Ο Θωμάς Δόδουρας σκοτώθηκε κατά τον βομβαρδισμό των Άγγλων την ώρα που έδενε τα κορδόνια των υποδημάτων του, για να εξέλθει της οικίας του, όπου τον περίμενε ο αδερφός του. Η οικογένειά του με τα οκτώ παιδιά είχαν βρει καταφύγιο στο Σιόποτο, στον στάβλο του Βούρκα. Η πληροφορία προέρχεται από προφορική μαρτυρία του γιου τού Θωμά, Ιωάννη Δόδουρα, σήμερα 90 ετών, ο οποίος ανέφερε επίσης ότι στον βομβαρδισμό από τους Άγγλους σκοτώθηκε, εκτός από τον πατέρα του, και ένας «ξένος». Πιθανώς να υπήρξε και δεύτερος νεκρός, ο οποίος δεν δηλώθηκε μεταξύ των φονευθέντων κατά τους βομβαρδισμούς, στις δηλώσεις ζημιών πόλεμου και ξενικής κατοχής κατά την περίοδο 1940-44, επειδή κάποιοι ήταν διερχόμενοι στρατιώτες και στρατιωτικοί, όπως ο Αθανάσιος Παυλάκης του Παναγιώτη, στρατιώτης του 23ου συντάγματος.
Σύμφωνα με πιστοποιητικό του δημάρχου Κοζάνης (έγγραφο της ΔΒΚ/Λ5574), ο Παυλάκης εφονεύθη από γερμανικά αεροπλάνα. Το έγγραφο (ΔΒΚ/Λ5955, 17.4.1941) εκδόθηκε μετά από αίτηση της Άννας, χήρας Π. Παυλάκη, κατοίκου Νίκαιας Πειραιά. Πιθανόν όμως ο Παυλάκης να σκοτώθηκε από τα συμμαχικά αεροπλάνα (2ος νεκρός), καθώς η αιτούσα αναφέρει από σύγχυση ότι αυτός σκοτώθηκε από τον γερμανικό βομβαρδισμό τη Μ. Τρίτη (15.4.1941) ή τη Μ. Τετάρτη (16.4.1941), ημέρες κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκε ο βομβαρδισμός από τους Άγγλους.
Στην πρώτη περίπτωση του «λάθους» στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, ο βομβαρδισμός στοίχισε τη ζωή σε πεντακόσιους κατοίκους. Ενδεχομένως να υπήρχαν λιγότερα θύματα, εάν βομβαρδιζόταν απευθείας το λιμάνι και οι αποθήκες του. Στην περίπτωση της Κοζάνης, από ευτύχημα δεν υπήρξαν αρκετά θύματα (η οδός Φαρμάκη βρίσκεται στο κέντρο της πόλης), λόγω της προσωρινής μετακίνησης των κατοίκων στα γύρω χωριά, πριν την εισβολή των κατακτητών. Οι συνέπειες και οι καταστροφές στη χώρα μας υπήρξαν οδυνηρές και άγνωστες σε όλο τους το εύρος. Ακόμη και οι «φίλοι» μας, με αφορμή και στόχο τις γερμανικές θέσεις, δεν δίστασαν να καταστρέψουν την πόλη και να βομβαρδίσουν τον άμαχο πληθυσμό.
Συμπερασματικά και συγκρίνοντας τις δύο περιπτώσεις (λογοτεχνία – τεκμήρια), ανακαλύπτουμε γεγονότα που θα ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό, ενώ και επικοινωνούνται στην πρώτη περίπτωση με τη βοήθεια της λογοτεχνίας, η οποία μπορεί να βασίζεται σε βιώματα, μαρτυρίες, πηγές, που μεταφέρονται στον χρόνο με τη βοήθειά της. Στην περίπτωση των εγγράφων αναδύονται γεγονότα άγνωστα ή λιγότερο γνωστά στοιχεία, ενώ τεκμηριώνονται με αναμφισβήτητο τρόπο. Οι δύο περιπτώσεις λειτουργούν προσθετικά φωτίζουν, συμπληρώνουν, τεκμηριώνουν και «ανοίγουν σελίδες» στην «επίσημη» ιστορία.