Ξεκινά σήμερα, Τσικνοπέμπτη, η λαμπρότερη γιορτή της πόλης Κοζάνης, η Αποκριά. Οι Απουκρές, όπως τις αποκαλούσαν οι πιο παλιές γενιές Κοζανιτών, που τις θεωρούσαν ανώτερες κι από τα Χριστούγεννα και τις γιόρταζαν πάντα με περίσσιο πάθος και μεράκι.
Από τότε που, για πρώτη φορά, οι μεταμφιεσμένοι κωδωνοφόροι της πόλης, τα περίφημα Ρουγκατσιάρια, εμφανίζονται σε καταγραφή του ιερού κώδικα του Ναού του Αγίου Νικολάου του έτους 1747, λόγω των χρημάτων που δώριζαν στον Ναό, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Τα Αποκριάτικα δρώμενα της πόλης γνώρισαν πολλές καλές μα και άσχημες στιγμές: αλληλοσκοτωμούς μεταμφιεσμένων αδελφών ( της Μπήλιως τα νημόρια, 1860) αλλά και άλλων μασκοφόρων (Γιτιά, 1908), απαγορεύσεις από τις Οθωμανικές Αρχές του Μοναστηρίου (1860), άρση αυτών, αλλαγή ημερομηνίας τέλεσης τους (1902), αναβίωση αυτών με πιο πανηγυρικό τρόπο από το 1938, επί Δημαρχίας Α.Τέρπου, πιο οργανωμένη εμφάνιση και ένταξη αυτών υπό την αιγίδα του Δήμου, με μικρή χρηματοδότηση για πρώτη φορά επί δημαρχίας Ι.Παπαγιάννη (1981) και με πιο γενναία από το 1983 επί δημαρχίας Ι. Παγούνη και εντεύθεν, πριν καταλήξουμε στις σύγχρονες 12ήμερες Αποκριάτικες Εκδηλώσεις.
Ποιές ανάγκες όμως οδήγησαν τους Κοζανίτες να γιορτάζουν την Αποκριά με την ίδια πάντα ζωντάνια;
Είναι η ίδια ανάγκη ευωχίας και ανατροπής που οδηγούσε τους αρχαίους λαούς (Βαβυλώνιους, Έλληνες, Ρωμαίους) αλλά και το Βυζάντιο αργότερα σε γιορτές ξεφαντώματος , φαλλικής έκφρασης και ανατροπής με επίκεντρο λατρείας το θεό Διόνυσο και άλλους ; Είναι μια γιορτή έκφρασης των λαϊκών τάξεων της πόλης, φερμένη από τους Ηπειρώτες εποικιστές της γύρω στα 1650 που επιβίωσε στο διάβα του χρόνου ντυμένη με μεγάλη ποικιλία μανδυών; Είναι η ανάγκη των απλών ανθρώπων να υποβοηθήσουν με μαγικό τρόπο τη φύση να βλαστήσει και να αναζωογονηθεί; Είναι μια εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων για ξεφάντωμα, αμφισβήτηση και ανατροπή της ιεραρχίας, των κοινωνικών συμβατοτήτων, της κατάργησης των ορίων και της φυσικής τάξης των πραγμάτων, έστω και για μέρα το Χρόνο , όπως γιορταζόταν η Αποκριά παλιότερα; Όλα αυτά μαζί, γι’ αυτό και η Αποκριά έφθασε ζωντανή και λαμπερή μέχρι τις μέρες μας.
Ποιο είναι όμως το πνεύμα της Κοζανίτικης Αποκριάς που τη διαφοροποιεί από όλες τις άλλες γιορτές του Δωδεκαημέρου ( Κλαδαριές Σιάτιστας και Φλώρινας, Μπούμπαροι Επταχωρίου, Λουγκατσιάρια Μεταμόρφωσης, Ρουγκατζιάρια Τρανοβάλτου) και του Τριωδίου τόσο στη Δυτική Μακεδονία όσο και πανελλαδικά; Η ειδοποιός διαφορά της ήταν και είναι οι Φανοί που άναβαν παλιότερα σε κάθε γειτονιά και σε κάθε σταυροδρόμι της πόλης, φέρνοντας τη γειτονιά πιο κοντά μες την καρδιά του χειμώνα και κάνοντας τους παρεξηγημένους όλο το χρόνο γείτονες να μονιάσουν και πάλι μέσα από τη διαδικασία της συγχώρεσης μ’ ένα και μοναδικό σκοπό, το άναμμα του Φανού. Ο Φανός, συνδυασμός της φωτιάς με το ιδιότυπο αποκριάτικο τραγούδι και το χορό γύρω απ’ αυτή, αποτελεί ουσιαστικά τη μεγάλη γιορτή της γειτονιάς και την πεμπτουσία της Κοζανίτικης Αποκριάς. Ο Φανός που μέχρι τις αρχές του ‘ 80 άναβε μόνο την Κυριακή το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, (Κυριακή της Τυροφάγου) μετά το τέλος της εκκλησίας και κρατούσε αργά μέχρι και μετά τα μεσάνυχτα.
Ο Φανός όμως πάνω από όλα ήταν και εξακολουθεί να είναι οι άνθρωποι, οι άνθρωποι των λαϊκών κυρίως στρωμάτων της πόλης σε παλιότερες εποχές (αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, τσαγγάρηδες, υδραυλικοί, ράφτες, μπακάληδες, φούρναροι), καθώς η μεσαία και αστική της τάξη γιόρταζε την Αποκριά στα νυχτερινά κέντρα της εποχής. Οι άνθρωποι που τον άναβαν λέγοντας τα φαλλικά τραγούδια γύρω από τη φωτιά με το ίδιο πάθος και την ίδια ένταση αλλά και την ίδια θρησκευτική ευλάβεια που χόρευαν το τσάμικο μπροστά στο Δεσπότη, μες την αυλή του Δεσποτικού στη Β’ Ανάσταση νιώθοντας βαθειά μέσα τους ότι έπαιρναν μέρος σε ένα τελετουργικό που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και που δεν έπρεπε με τίποτα να σβήσει ή να αλλάξει παρά τις αντίξοες πολλές φορές εξωτερικές συνθήκες. Η Λιζέτα Κρανιώτη από το Φανό του Αγίου Δημητρίου θυμάται χαρακτηριστικά τον θειό της Στέργιο Βλάχο, αδελφό της μάνας της και ξακουστό αντάρτη, τον Καπετάν –Φώτη, να έχει μόλις γυρίσει από τη φυλακή, μετά τον Εμφύλιο, μεσ’ τη δεκαετία του ‘50 και παραμονές της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς, να παίρνει τα όργανα με τη Λιζέτα μαζί, ντυμένη τσολιά, και να γυρίζουν χορεύοντας όλη την Κοζάνη, από το Συνοικισμό μέχρι τη Σκρκα και τα Ηπειρώτικα, ενώ έξω χιόνιζε και ήταν ψόφος κρύο.
Οι προεξάρχοντες του Φανού, απλοί και σοβαροί στην καθημερινότητα τους, ευσεβείς χριστιανοί οι περισσότεροι από αυτούς, την Αποκριά λες και μετουσιώνονταν σε άλλες υπάρξεις, όλο φλόγα και σθένος και χωρίς να ντρέπονται καθόλου έλεγαν τα ξεδιάντροπα τραγούδια τους με δυνατή γεμάτη πάθος φωνή, συνοδεύοντας τα με αντίστοιχες πολλές φορές κινήσεις. Αυτήν ακριβώς την διπρόσωπη εικόνα των ανθρώπων της Κοζανίτικης Αποκριάς, μετέφερε και ο Γιώργος Γκάτζιαρης, στον Μητροπολίτη Διονύσιο, όταν ο τελευταίος, νεοφερμένος στην πόλη, δήλωνε ευχαριστημένος βλέποντας την εκκλησία του Αγίου Νικολάου γεμάτη από πιστούς στον εσπερινό της Συγχώρεσης, το απόγευμα της Κυριακής της Τυροφάγου. Ο Γιώργος Γκάτζιαρης, έμπορος και προμηθευτής του Ναού του Αγίου Νικολάου σε γίδινα κιλίμια και διαδρόμους αλλά και γείτονας και μέλος του Φανού Κατσ’κάθκα τη δεκαετία του ’50 δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη απαντώντας πολύ εύστοχα στο Δεσπότη ότι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θα γίνουν μασκαράδες και θα βγουν στους Φανούς το βράδυ, υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς στον Διονύσιο τη μετριοπαθή στάση που έπρεπε να κρατήσει για τα αποκριάτικα δρώμενα στην πόλη. Φυσικά δεν είχαν όλοι οι άνθρωποι της εκκλησίας την ίδια γνώμη για το καρναβάλι, το πιο φωτεινό παράδειγμα ανοχής ήταν του μητροπολίτης Ιωακείμ , ενώ η πιο κραυγαλέα εχθρική στάση ήταν αυτήν του παπά απ’ του Σουφλάρι που έκαψε το καρναβάλι το 1965 και τον οποίο οι Κοζανίτες διακωμώδησαν επινοώντας το αντίστοιχο σατυρικό τραγουδάκι.
Οι Φανοί της Κοζάνης επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη αντοχή στο χρόνο, εκτός από την ανοχή της Επίσημης Εκκλησίας , πλην ελαχίστων εξαιρέσεων γνώρισαν και την ανοχή των διαφόρων κατακτητών (Τούρκων, Γερμανών). Έτσι , τον καιρό της Κατοχής άναψαν στις περισσότερες γειτονιές της πόλης με τους Κοζανίτες να προσπαθούν να απαλύνουν τις πολύ δύσκολες κατοχικές μέρες επινοώντας μέχρι και τραγούδια όπως αυτό της Πείνας του ‘42. Τον καιρό της Χούντας όμως οι Φανοί δεν άναψαν, πλην ελαχίστων και πολύ περιορισμένων εξαιρέσεων, παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις και τα δέλεαρ των τοπικών χουντικών αρχών προς τους διοργανωτές, εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη σιωπηλή διαμαρτυρία των λαϊκών ανθρώπων στο καθεστώς της 7χρονης τυρρανίας.
Το τελετουργικό του Φανού, έτσι όπως αυτός εξελισσόταν μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες παραπέμπει σε αρχέγονες πρωτόγονες ανθρώπινες τελετές αφού περιλάμβανε διάφορα στάδια: την προετοιμασία του Φανού, τη συγχώρεση μεταξύ των βασικών μελών του πριν το άναμμα της φωτιάς πάνω στο βωμό, την έναρξη του χορού με τον κορυφαίο τραγουδιστή επικεφαλής να συντονίζει τα αργά βήματα όλων των μυημένων, το τραγούδι με την ολοένα αυξανόμενη ένταση και τους κύκλους γύρω από τις φλόγες της φωτιάς, οι οποίες με τη βοήθεια του κρασιού συντελούσαν στην ανάταση της καρδιάς και της ψυχής του ανθρώπου και στην απελευθέρωση του τις μεν πρώτες ώρες με λόγια γεμάτα υπονοούμενα, σκετς και κινήσεις, αργά δε το βράδυ με τα ξεδιάντροπα τραγούδια. Μετά την αναχώρηση των γυναικών και των παιδιών, γύρω στα μεσάνυχτα, ο κύκλος του χορού έμοιαζε να κλείνει ανοίγοντας αποκλειστικά στους πιο μυημένους, τους άνδρες, που μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά για να πουν τα ξίτκα, τα ξεδιάντροπα, τα χωρίς όρια και φραγμούς φαλλικά τραγούδια. Ο άγραφος προπολεμικός νόμος ήταν πολύ αυστηρός και δεν επέτρεπε στον κύκλο των μυημένων ενηλίκων ούτε την παρουσία καν των νέων παλικαριών της γειτονιάς. Ο Γιάννης Τσιμπέρης, κορυφαίος τραγουδιστής στο Φανό Κεραμαριό θυμάται ότι στα Μπουντανάθκα παρόλο που ήταν πιτσιρικάς οι άνδρες τους έβαζαν αργά το βράδυ μέσα στο Φανό, στο Κεραμαριό όμως, δεν επέτρεπαν στους μικρούς, ούτε να παρίστανται, μόνο ο Φώνης, ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε αποκτήσει αυτό το προνόμιο με την άδεια του Λιόλιου Μπάμπου, γιατί στην παρέλαση ο Λιόλιος, ντυμένος πάππος έκανε σκέρτσα και κυνηγούσε το Φώνη που ήταν ντυμένος γριά.
Μετά την Κατοχή βέβαια τα πράγματα άλλαξαν, απελευθερώνοντας τους ανθρώπους από διάφορα ταμπού, επιτρέπονταν πλέον και στις γυναίκες να κάθονται μέχρι αργά το βράδυ στο Φανό και να ακούν μέχρι και τα ξίτκα. Δεν ήταν όμως και σπάνιες οι γυναίκες που ξεπέρασαν νωρίτερα αυτές τις προκαταλήψεις και στάθηκαν στην κορυφή του χορού με ξεδιάντροπα τραγούδια, παρουσία των ανδρών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ειρήνη Τράγια από τη Σκ’ρκα και η Αλεξάνδρα Πάπιστα -Κόκκα από τα Καρακλανάθκα. Υπάρχουν ακόμα και χαρακτηριστικά παραδείγματα γυναικείων αποκλειστικά Φανών, όπως αυτός στης Μπηνιώς το Πηγάδι, στο σταυροδρόμι του Γκατζογιάννη ή στα Καρακλανάθκα που γίνονταν από κοπέλες ή μεγάλες σε ηλικία γυναίκες.
Σε πιο παλιές εποχές ο Φανός σήμαινε τραγούδι και ήταν μόνο τραγούδι. Τα όργανα μπήκαν στο Φανό προς το τέλος της δεκαετίας του ‘50. Έτσι το τελετουργικό των Φανών επέβαλλε και άλλους κανόνες. Την ιεραρχία και τον σεβασμό των νεοτέρων προς τους μεγαλύτερους δίνοντας πάντα το προβάδισμα στους κορυφαίους τραγουδιστές, που ήταν συνήθως και οι γεροντότεροι. Οι μικρότεροι ακολουθούσαν μόνο. Ο κάθε κορυφαίος έλεγε τα τραγούδια που ήξερε καλύτερα και χωρίς να μονοπωλεί το τραγούδι έδινε πολλές φορές πάσσα και σε άλλους καλλίφωνους. Μ’ αυτόν τον τρόπο το τραγούδι και ο χορός κρατούσαν μέχρι αργά το βράδυ. Οι κορυφαίοι συνήθιζαν να ανοίγουν τον χορό με τα ίδια τραγούδια πάντα, συνήθως κλέφτικα ή της αγάπης. Έτσι ο Δούρβας Γιώργος στο Φανό Αριστοτέλη έλεγε το «Γιάννινα, μωρέ Γιάννινα, μην πας για λάχανα……» ο Μπαρμπα Μπίλιος στα Καρακλανάθκα «το βλάχα μωρέ βλάχα», ο Αργύρης Λιούτσας στον Αη -Δημήτρη «το Ηλιε μ’ τι άργησες να βγεις….» ενώ ο Γιαννης Τσιμπέρης στο Κεραμαριό τραγουδούσε «τα λιβάδια μωρέ Διαμάντω……».
Φυσικό ήταν ο Φανός που κρατούσε ώρες να συνοδεύεται και από κάποια τροφή, χάρη στην οποία έπαιρναν δυνάμεις οι τραγουδιστές και έρχονταν στο κέφι. Σ’ αυτήν είχαν πρόσβαση μόνο τα βασικά μέλη και στελέχη του Φανού και όχι όλος ο κόσμος όπως σήμερα, έτσι κι αλλιώς οι Φανοί σε παλιότερες εποχές γίνονταν για τη διασκέδαση των ίδιων των γειτόνων, τα έξοδα ήταν ρεφενέ και οι ελάχιστοι επισκέπτες τους από άλλες γειτονιές ήταν φίλοι ή συγγενείς των χορευτών. Οι βασικές τροφές του Φανού ήταν το κρασί και το φαί στο τέλος της βραδιάς, αλλού κεφτέδες και κιχιά και αλλού πενιρλί. Στην ιστορία πέρασε το πενιρλί της Λόλας Τσιάρα και οι κεφτέδες της Τασίτσας Μαγούλα, που προσφέρονταν για χρόνια στα Μπουνταναθκα με το σβήσιμο του Φανού και στα Αλώνια αντίστοιχα.
Έτσι ο Φανός εκφράζοντας την καρδιά και την ψυχή της Κοζανίτικης Αποκριάς και των ανθρώπων της, άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης μας έφθασε αλώβητος, ζωντανός και λαμπερός μέχρι σήμερα.
Καλές Απουκρές
Φανή Φτάκα Τσικριτζή
ΥΣ: Οι δυο φωτο είναι από το Φανό της Γιτιάς, η ασπρόμαυρη αρχές του ’50 και η έγχρωμη των τελευταίων χρόνων.
Βιβλιογραφία
Αποκριά στην Κοζάνη από μέσα απ’ το χορό….. της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου, ΔΕΠΑΚ, Μάρτιος 2000
Τα κυπρά κι τα κουδούνια του Στράτου Ηλιαδέλη, Ελιμειακά, Τεύχος 21, Δεκέμβριος 1988