Ο Φανός Κεραμαριό, ένας από τους πλέον ιστορικούς Φανούς της πόλης, υπήρξε λίκνο του αποκριάτικου τραγουδιού και μεγάλο φυτώριο τραγουδιστών της Αποκριάς. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 άναβε στην ίδια σχεδόν θέση με τον σημερινό Φανό , με τη διαφορά ότι η φωτιά και ο χορός μεταφερόταν μέσα στο δρόμο της Παύλου Χαρίση, στο σημείο που αυτή συγκλίνει με την οδό Ιωάννη Τιάλιου, ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια των Πλακοπίτηδων και στον παλιό φούρνο του Μπίσκα (σημερινό γωνιακό οπωροπωλείο).
Ο Φανός Κεραμαριό άναψε όλες τις χρονιές, ακόμα και μέσα στην Κατοχή, πλην της Χούντας. Στην Κατοχή άναβαν τη φωτιά μες στην Παύλου Χαρίση πάνω σε φορητό σιδερένιο μανάλι. Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα Νούλια το 1943, την ώρα που άναψε ο Φανός. ήρθαν για έλεγχο οι Γερμανοί Πεταλάδες, ένα είδος στρατιωτικής αστυνομίας των Γερμανών, που φορούσαν πέταλα στο στήθος και ο κόσμος τους φοβόταν πολύ, γιατί πυροβολούσαν εύκολα. Στάθηκαν στην άκρη και αφού δεν διέκριναν κάτι ύποπτο, αποχώρησαν γρήγορα, αρνούμενοι το κρασί που τους πρόσφεραν οι άνθρωποι του Φανού. Έτσι η παρουσία τους παρά τον αρχικό τρόμο που δημιούργησε στους άντρες και στις γυναίκες του Φανού, δεν επηρέασε το γλέντι τους, που συνεχίστηκε αμείωτο μέχρι την ώρα που επιτρεπόταν η κυκλοφορία.
Μέχρι το 1960, υπήρχε πολύ μεγάλη συμμετοχή στο Φανό Κεραμαριό, καθώς το Κεραμαριό και τα Μπουντανάθκα αποτελούσαν ενιαία γειτονιά. Όταν στις αρχές του ’60, επί της οδού Ζαλόγγου, μεταφερόμενος από την οδό Τράντα δημιουργήθηκε ο νέος Φανός Μπουντανάθκα, αυτός τροφοδοτήθηκε από αρκετά άτομα που συμμετείχαν δυναμικά στο Φανό Κεραμαριό. Αξίζει να αναφέρουμε μερικούς χαρακτηριστικούς τύπους από αυτούς: το Γιάννη Τζάλια από τη Τζαμάρα που τραγουδούσε πιο παλιά στο Φανό της Τζαμάρας και ήταν βασικό μέλος στο Κεραμαριό και αργότερα στα Μπουντανάθκα , ο οποίος την ώρα του χορού γύρω από το Φανό έκανε και σατυρικές αναπαραστάσεις με την Ελένη Πλακοπίτη , τον Χρήστο Τσιάρα που τραγουδούσε μαζί με τη Μαρία Τσιουκάρα και έκαμναν σκέρτσα ανάλογα με το τραγούδι, το Χρήστο Γκιθώνα, που έκανε πολλά αστεία.
Έτσι τέλη ’50-αρχές του ‘60, αποχωρούν από το Κεραμαριό όλα τα βασικά στελέχη του Φανού Μπουντανάθκα που θα κρατήσουν αυτόν τον Φανό ζωντανό τα επόμενα 50 χρόνια: ο Χρήστος Γκιθώνας, ο Χρήστος Τσιάρας ,οι Μπαντωλάδες, οι Χατζηδαμαίοι , η Μαρία Τσιουκάρα, ο Θύμιος Γκιθώνας και άλλοι.
Ο Φανός Κεραμαριό συνέχισε τη ζωντανή πορεία του μέχρι τη Χούντα, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν άναψε καθόλου και οργανώθηκε και πάλι στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης από τρεις μερακλήδες : τον Μιχάλη Μπάμπο, τον επονομαζόμενο φοιτητή, όπως έγραφε και η ταμπέλα έξω από το τσαγγαράδικο του, το Χαρίση Μπάμπο, φούρναρη και το Φώνη Τσιμπέρη, που μόλις είχε επιστρέψει από Αυστραλία.
Τα όργανα μπήκαν καθυστερημένα στο Φανό, στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 μετά τη Χούντα, γιατί το τραγούδι ήταν κυρίαρχο από πολύ παλιά. Εκτός από τους τοπικούς οργανοπαίκτες , έφερναν όργανα και από Φλώρινα και Καστοριά. Ο Γιάννης Τσιμπέρης, κορυφαίος τραγουδιστής στο Φανό από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, θυμάται ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 περίπου, τραγουδούσε στο Κεραμαριό χωρίς μικρόφωνο και όργανα.
Κορυφαίοι παλιοί τραγουδιστές με δυνατή φωνή στο Κεραμαριό ήταν ο Μήτσος Μάραντος, ο Χρήστος Τσιάρας, ο Θύμιος Τσιμπέρης, ο Τζήκας Καραχάλιος, ο Λιόλιος Μπάμπος, , ο Γρηγόρης Γκλιάνας και ο Λαμπρόπουλος Δημήτρης (Λάμπρος), που δούλευε στην παλιά ηλεκτρική εταιρεία επί της οδού Τσιμηνάκη. Ο Λάμπρος τραγουδούσε στο Κεραμαριό αλλά έλεγε μετά το ’60 και 2-3 τραγούδια και στα Μπουντανάθκα. Ήταν πολύ χαρακτηριστικός τύπος γιατί συνήθιζε να φοράει μια λάμπα στο μέτωπο και να παίζει μ’ αυτήν ανάβοντας την κατά διαστήματα, Μαζί με το Τζήκα Καραχάλιο και το Λόλιο Μπάμπο δεν τραγουδούσαν μόνο αλλά αυτοσχεδίαζαν συμμετέχοντας σε υποτυπώδη σκετς μεταξύ τους σε όλη τη διάρκεια του Φανού. Ο Καραχάλιος συνήθιζε να ντύνεται γιατρός και έκαμνε αστεία με το βιολί, ενώ ο Λάμπρος με το Μπάμπο προσποιούνταν ότι κυνηγιούνται μεταξύ τους. Επιπλέον ο Μπάμπος, ντυμένος πάππος, έκανε σκέρτσα και στην παρέλαση κυνηγώντας τον Φώνη Τσιμπέρη, νεαρό παιδί ακόμα, που ήταν ντυμένος γιαγιά. Αυτή η παλιά γενιά τραγουδιστών μαζί με τον Κώτσιο Κόμπο έκανε κουμάντο στο Φανό, υποστηριζόμενοι από μεγάλη ομάδα άλλων γειτόνων όπως ο Νίκος Γκλιάνας, ο Κώστας Νιούλιας και ο αδελφός του, ο Θύμιος Μάραντος, ο Θύμιος και Γιάγκος Μπάμπος που έλεγαν και τραγούδια κ.α.
Το Κεραμαριό όμως διακρίνονταν και για τις πολύ καλές γυναικείες φωνές, οι οποίες συμμετείχαν στην κορφή του Φανού ήδη από τον καιρό της Κατοχής. Δυνατή μελωδική φωνή χάρη στην οποία στέκονταν στην κορφή του Φανού διέθετε η Μαρία Τσιουκάρα, της οποίας το σπίτι, επί της Μητροπολίτου Φωτίου, έβλεπε και στους δυο Φανούς γι’ αυτό και συμμετείχε δυναμικά και στους δυο, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 προτιμούσε σταθερά τα Μπουντανάθκα. Στην κορυφή έβγαιναν ακόμα η Θοδώρα Τσιτσέλη (κόρη Βασίλη Τσιτσέλη) και η Φροσύνη Τσιμπέρη( μάνα του Γιάννη). Η Φροσύνη είχε τόσο καλή φωνή, που μια φορά που τραγουδούσε και η φωνή από το σπίτι της έφθανε μέχρι το ραφείο του Τάκη Σιάτρα. Κάποιοι αργόσχολοι του ραφείου ακούγοντας την, την πέρασαν για τραγουδίστρια του ραδιοφώνου και μάλωναν ποιος σταθμός είναι. Πετάγιτι τότι ο ράφτης και τσατισμένους τους αποκρίνεται «ποιό ράδιο ρα , η Φροσύνη τ’ Τσιμπέρη ακούγιτι , πίσου απ’ του ραφείου» .
Το 1983, μ’ αφορμή το πένθος ενός νέου παλικαριού, έξω από το σπίτι του οποίου άναβε ο Φανός στο Γαλατά, ο Φανός μετακινήθηκε, εκείνη τη χρονιά, καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω στο σταυροδρόμι που ανάβει σήμερα ο Φανός Πηγάδι απ’ το Κεραμαριό. Αυτό στάθηκε η αφορμή, και την επόμενη χρονιά, μια ομάδα από το παλιό Κεραμαριό (Κώτσιος Κόμπος, Χαρίσης Μόσχος, Θύμιος Παγκαρλιώτας, Κώστας Παφίλης, Σακης Παπαβασιλείου), δεν ξαναγύρισε πίσω στον παλιό Φανό παρά λίγα χρόνια αργότερα, αρχές του ‘90 δημιούργησαν έναν καινούριο Φανό, το Πηγάδ’ απ’ το Κεραμαριό στη θέση που ανάβει και σήμερα. Ο παλιός Φανός Κεραμαριό, μετά το 1983 άναβε πλέον στο σταυροδρόμι, στην αρχή του λάκκου της Σκ’ρκας, κι αργότερα στο γνωστό σημερινό οικόπεδο, όπου βρίσκονταν άλλοτε τα σπίτια των Πλακοπίτηδων και άλλων.
(Πληροφορίες Κώστας και Ματίνα Νιούλια, Θύμιος Γκιθώνας και Στέλλα Μαμάτσιου-Κυριάκου, Γιάννης Τσιμπέρης και Γιάννης Πλακοπίτης).