Οι κυβερνήσεις μας ήδη από τη δεκαετία του 1960 είχαν δώσει έμφαση στην κατασκευή έργων υποδομής για την ανάπτυξη του τουρισμού. Διαφαινόταν τότε η ραγδαία αύξηση της αγοραστικής δύναμης πολλών πολιτών των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Αυτή σε συνδυασμό με την ισοτιμία της δραχμής μας προς τα νομίσματά τους και τη μεγάλη διαφορά κόστους βίου στη χώρα μας σε σχέση με αυτές της Δυτικής Ευρώπης προδιέγραφαν την αλματώδη ανάπτυξη του τουρισμού στη χώρα μας. Η Ελλάδα πέρα από τις θαυμάσιες κλιματολογικές συνθήκες και τις θαυμάσιες ακρογιαλιές διαθέτει και άλλο σημαντικό πλεονέκτημα: Τα μνημεία του πολιτισμού των προγόνων μας.
Στα πλαίσια της πολιτικής ανάπτυξης του τουρισμού το Κράτος ανέλαβε την κατασκευή ξενοδοχείων σε διάφορα μέρη. Είναι τα γνωστά μας «Ξενία». Δεν μας είναι γνωστό πόσα από αυτά είναι ακόμη σε χρήση και πόσα κατάντησαν άνδρα ναρκομανών και άλλων περιθωριακών προσώπων! Στον τομέα αυτό το Κράτος αποδείχθηκε κακός επιχειρηματίας. Γιατί άραγε; Ίσως επειδή οι κυβερνώντες φρόντισαν να εξασφαλίσουν εαυτούς με τον κατάπτυστο νόμο περί ευθύνης υπουργών της δικτατορικής κυβέρνησης. Μεταξύ των έργων ανάπτυξης περιλαμβανόταν και το καζίνο της Πάρνηθας το πολυδιαφημισμένο κατά το παρελθόν με την ονομασία «Μον Παρνές»! Ευτυχώς είχαν λάβει τότε την πρόνοια οι κρατούντες να απαγορεύσουν την είσοδο σ’ αυτό των δημοσίων υπαλλήλων. Εξακολουθεί άραγε να είναι σε ισχύ η απαγόρευση;
Η πολιτική εκείνη δεν προκαλούσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και την προσοχή των πολιτών της χώρας, καθώς παράλληλα προς την τουριστική ανάπτυξη είχαμε θεαματική την ανάπτυξη τόσο της πρωτογενούς, όσο Και της δευτερογενούς παραγωγής! Η γενιά του πολέμου εξήλθε από αυτόν ρημαγμένη και κατάφερε μαζί με την επόμενη να πραγματοποιήσει θαυμαστή και ουσιώδη ανάπτυξη. Και ας μη βιαστούμε να υποστηρίξουμε ότι αυτή επιτεύχθηκε χάρη στην αμερικανική βοήθεια και τις μικρές πολεμικές επανορθώσεις. Η ανάπτυξη θα ήταν κατά πολύ πιο θαυμαστή, αν η βοήθεια είχε αξιοποιηθεί ορθολογικά και χωρίς σπατάλες προς εξυπηρέτηση των ημετέρων. Συνήθως γίνεται λόγος για στρεβλή ανάπτυξη, για διαφθορά και διαπλοκή Εξουσίας και επιχειρηματιών, για την κοινωνική αδικία και τις κοινωνικές διακρίσεις από πλευράς των νικητών του εμφυλίου πολέμου έναντι μεγάλης μερίδας του λαού μας. Όλα αυτά είναι τεκμηριωμένα. Ακόμη δίδεται έμφαση στο συνάλλαγμα που έρρευσε στη χώρα μας από τους σκληρά εργασθέντες στις χώρες που ανέπτυξαν μεταπολεμικά τη βιομηχανία τους. Και αυτό υπήρξε σημαντικό. Τίποτε όμως δεν μπορεί να μειώσει τον θαυμασμό μας για την εντυπωσιακή ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας κατά το διάστημα 1950-1980! Η Ελλάδα κάλυπτε κατά τρόπο ικανοποιητικό τις ανάγκες της σε πλήθος βιομηχανικών προϊόντων, όπως υφασμάτων, ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, κινητήρων, αντλιών, μετασχηματιστών μικρής ισχύος. Διέθετε πλήθος μεγάλων μηχανουργείων προς υποστήριξη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και ναυπηγεία. Καταφέραμε για διάστημα να κατασκευάσουμε και μικρά οχήματα. Και όλα αυτά επιτεύχθηκαν χάρη στο θαυμαστό επιχειρηματικό πνεύμα του Έλληνα! Και είχε αυτός να αντιμετωπίσει τις συνεχείς κινητοποιήσεις των εργαζομένων, οι οποίοι με τις απεργίες τους προκαλούσαν σημαντικά προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία. Ήταν η εποχή που το όραμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας ήταν έντονο σε μεγάλη μερίδα του λαού μας. Όχι πως θεωρώ την απεργία καταχρηστικό δικαίωμα των εργαζομένων. Ήδη έχω αναφερθεί στην κοινωνική αδικία. Επισημαίνω όμως ότι οι απεργίες υπήρξαν μία από τις αιτίες της αποβιομηχάνισης που ακολούθησε. Και οι μεν βιομήχανοι δεν πτώχευσαν, αλλά μεταβλήθηκαν σε εισαγωγείς ομοειδών προς τα πριν παραγόμενα εγχωρίως προϊόντα, πολλοί εργαζόμενοι όμως έμειναν άνεργοι. Δεν συνειδητοποιήσαμε ακόμη ότι ο εγχώριος επιχειρηματίας, ακόμη και ο εκμεταλλευτής, είναι καλύτερος από τον ξένο, που δεν νομίζω να είναι λιγότερο εκμεταλλευτής.
Το 1981 πανηγυρίσαμε την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Γιατί πανηγυρίσαμε όμως; Καταγράφω τρία επιχειρήματα των υποστηρικτών της ένταξης. Τα αγροτικά μας προϊόντα θα κατακλύσουν την μεγάλη αγορά της Κοινότητας. Θα υποχρεωθούμε να οργανώσουμε το Κράτος έχοντας ως πρότυπο τους εν χρήσει μηχανισμούς των άλλων κρατών της Κοινότητας. Θα απαλλαγούμε από τις τουρκικές προκλήσεις! ΟΙ υποστηρικτές, που εμμένουν ακόμη στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό μας, σαν να μην είμαστε Ευρωπαίοι, διαψεύστηκαν παταγωδώς. Εξακολουθούν όμως να εξαπατούν τον λαό μας. Τα ισχυρά συμφέροντα έπληξαν τόσο τη γεωργία όσο και, κυρίως, την κτηνοτροφία μας. Η εγχώρια παραγωγή υποχώρησε σημαντικά. Το Κράτος σταθήκαμε ανήμποροι να το οργανώσουμε, καθώς στην εγχώρια διαπλοκή προστέθηκε και η ξενόφερτη! Όσο για τις τουρκικές προκλήσεις πλέον αρμόδιο ήταν το ΝΑΤΟ, στο οποίο ανήκαμε πριν ενταχθούμε στην ΕΟΚ. Φρούδες οι ελπίδες ή μάλλον χονδρά τα ψέματα. Αλλά, δυστυχώς, ο λαός μας έχει εθιστεί στα ψέματα!
Εκείνο που δεν είχε συζητηθεί τότε είναι τι θα απογίνει η εγχώρια βιομηχανία. Είναι αναμφισβήτητο ότι σημαντική υπήρξε η προστασία του Κράτους επ’ αυτής με την επιβολή δασμού επί των εισαγομένων προϊόντων. Αυτός καταργήθηκε με την ένταξή μας, καθώς ήταν ο σκοπός της σύστασης της ΕΟΚ από τους οικονομικά ισχυρούς! Άραγε να μη γνώριζαν οι Έλληνες βιομήχανοι το μέλλον των επιχειρήσεών τους με την ένταξη; Ασφαλώς και γνώριζαν, όπως γνώριζαν τόσο οι οικονομολόγοι μας όσο και οι πολιτικοί μας. Και ζήσαμε την κατάρρευση της βιομηχανίας στο διάστημα 1981-2000, που όμως δεν έγινε πλήρως αντιληπτή λόγω της απορρόφησης πλήθους εργαζομένων στις ΔΕΚΟ με συνέπεια να εμφανίσουν αυτές υπερπληθώρα προσωπικού, με καίρια την ευθύνη των ασκησάντων την εξουσία. Σήμερα αυτές έχουν εκποιηθεί ή επίκειται η εκποίησή τους με παράλληλη την κατηγορία του Κράτους ως κακού επιχειρηματία!
Τί μας απόμεινε; Ο τουρισμός, η αποκαλούμενη ανερυθριάστως από τους ασκούντες την εξουσία ως η βαρειά μας βιομηχανία! Και μεγάλη η ένταση προπαγάνδας για τα επιτεύγματά μας στον τομέα αυτό. Λησμονούμε ότι ήδη κατά τη δεκαετία του 1980 οι «εταίροι» μας τόνιζαν ότι η Ελλάδα προορίζεται για χώρα τουρισμού και συνεδρίων. Μας έλεγαν με ευγενικό τρόπο ότι θα μεταβληθούμε σε χώρα παροχής υπηρεσιών αναψυχής ή κατά το κοινώς λεγόμενο σε γκαρσόνια τους. Παραβλέπω τον εξευτελισμό μας από κακούς τουρίστες, οι οποίοι προσβάλλουν όχι μόνο εγχώριους, που σιωπούν για να μην χάσουν τα οικονομικά οφέλη, αλλά και το εθνικό μας σύμβολο ατιμώρητοι. Παραβλέπω την έκπτωση ηθών σε σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς. Επισημαίνω την πλήρη εξάρτηση των επιχειρηματιών του κλάδου από τους μεσάζοντες, οι οποίοι κατευθύνουν τους περιηγητές και καρπούνται σημαντικά κέρδη εκβιάζοντας ξενοδόχους και άλλους για συνεχή μείωση των τιμών. Προβάλλεται ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός προσερχομένων στη χώρα μας, αλλά παρασιωπάται ότι δεν αυξάνει αναλογικά και το συνάλλαγμα που έρχεται στη χώρα μας. Παρασιωπάται ακόμη ότι η άνοδος κατά τα τελευταία έτη οφείλεται σε έκρυθμη κατάσταση σε ανταγωνιστικές χώρες όπως Αίγυπτος και, κυρίως, Τουρκία. Παρασιωπάται η απώλεια εκ της ταλαιπωρίας των Ρώσων λόγω υποχρεωτικής θεώρησης και άθλιας γραφειοκρατίας στα πλαίσια της εναρμόνισής μας με τη συνθήκη Μάαστριχτ. Τέλος και πλέον σημαντικό: Τί θα απογίνουμε δίχως πρωτογενή παραγωγή σε περίπτωση γενικευμένης σύρραξης στην περιοχή μας. Θα μας σώσει η «βαρειά βιομηχανία» μας με αιχμή το νέο καζίνο του «Ελληνικού»;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
Ειπα κι εγω τι μπορει να λεει για τη βαρια μας βιομηχανια, την εκκλησια και τον εθνικισμο.
Μας δρόσισες με την κρυάδα σου καλοκαιριάτικα. Νά ‘σαι καλά!