Συναντήθηκα πρόσφατα με τον συγγραφέα (και μεταφραστή) Γιάννη Παλαβό- αφορμή της συνέντευξης που μου παραχώρησε, το δεύτερο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων ‘το Παιδί’. Το πρώτο λογοτεχνικό πόνημα του 39χρονου Παλαβού, το ‘Αστείο’, επίσης συλλογή διηγημάτων, τιμήθηκε το 2012 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Επτά χρόνια μετά λοιπόν ένας από τους καλύτερους νέους Έλληνες γραφιάδες μας δίνει μια δεύτερη συλλογή ιστοριών, που κι αυτή αγαπήθηκε από τους αναγνώστες-η πρώτη έκδοση (Μάρτιος 2019) εξαντλήθηκε τάχιστα, ανατυπώθηκε όμως από τον εκδοτικό οίκο «Νεφέλη» και βρίσκεται ξανά στα βιβλιοπωλεία.
Ήρθαν στο νου μου διάφορα βιβλία με αυτή την ωραία αφορμή της HuffPost, αρκετά εξ αυτών διαχρονικά αριστουργήματα- με «πιάνω» όμως κάθε βράδυ, στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης όντας, με τις ιστορίες από «Το Παιδί» ανά χείρας. «Μα τόσο σου άρεσε αυτό το βιβλιαράκι (λιγότερες από 100, μικροκαμωμένες κιόλας σελίδες) που διαβάζεις ιστορίες από το Βελβεντό της Κοζάνης αγναντεύοντας ένα πέλαγος που τελειώνει στις ακτές του Λιβάνου; Χάθηκε ένας Καζαντζάκης;». Το σκέφτηκα αυτό, ουκ ολίγες φορές. Γελώντας όμως, θα εμπιστευτώ τα αντανακλαστικά μου και θα προτείνω σε όλους να διαβάσουν «Το Παιδί». Κι ας μην περιέχει ούτε ένα δράμι θάλασσας.
Είναι ένα μικρό (το δέμας) βιβλίο, με δώδεκα μικρά διηγήματα- λιγοσέλιδες εκφάνσεις του μικρόκοσμου της ελληνικής επαρχίας, κτισμένες με ορθές κοφτές, ελλειπτικές προτάσεις. Πυκνή γραφή, μινιμάλ και στέρεη. Διεισδυτική γραφή αλλά χωρίς φιοριτούρες, γυμνή από κάθε λογοτεχνίζουσα επιτήδευση. Ανθρώπινοι χαρακτήρες σαν πήλινα προπλάσματα του Γιαννούλη Χαλεπά- συγκινητικοί, χωρίς το λίπος του μελό. Και περιγραφές της φύσης από έναν συγγραφέα χωμάτινο, που είναι ηλίου φαεινότερον ότι τα μέρη για τα οποία μας μιλά, τα έχει περπατήσει.
Ο Παλαβός στο «Παιδί» κινηματογραφεί σε μικρού μήκους χαρτί.
Προς το τέλος της κουβέντας μας είπε: «Προσπάθησα να αφαιρέσω όσο λίπος έβλεπα, να μείνουν μόνο οι μύες». Τρεις φορές διάβασα το βιβλίο του- «τα κατάφερε» σκέφτηκα.
’Το Παιδί’ είναι απέριττο- δώδεκα διηγήματα, ιστορίες ανεπιτήδευτες κι αυθεντικές, γυμνασμένες σαν ζώα του δάσους. Εφορμούν κατά πάνω μας από τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο συγγραφέας τους, το Βελβεντό της Κοζάνης, ανάμεσα στη λίμη του Αλιάκμονα και τους πρόποδες των Πιερίων- η φύση είναι πανταχού παρούσα, ένα με τους ανθρώπους σ΄αυτό το βιβλίο.
Σκοτεινό (ή με ήλιο στιλπνό), μινιμάλ βιβλιαράκι. Λιγοσέλιδες, πυρηνικές ιστορίες. Μικρές προτάσεις, κοφτός λόγος, τραχύς, χωρίς περίτεχνα σχήματα. Και οι λέξεις να ρέουν, σαν μεγάλα ποιήματα σε ελλειπτικές τροχιές. Τι μουσική θα του ταίριαζε, ή τι μουσική αυτό παράγει; Θλιμμένο πολυφωνικό της απαντοχής, της ξενιτιάς, ή ένα βρωμόμπιτο με βεβαρυμένο μπάσο; Στα δικά μου αυτιά, αυτά υπόκωφα έσκασαν.
Το πρώτο βιβλίο του Γιάννη Παλαβού, το ‘Αστείο’, πήρε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2012. Επτά χρόνια μετά, ο συγγραφέας του μας δίνει ‘Το Παιδί’ και αποδεικνύει πως η αναγνώρισή του ούτε τυχαία, ούτε λαθεμένη ήταν. Ο Παλαβός καθιερώνεται με τη δουλειά του σαν ένας απ’ τους καλύτερους νέους Έλληνες γραφιάδες. Γιατί γράφει χωρίς καμιά ματαιοδοξία, πυκνά, δίχως καμία κενότητα- σαν να μην το υπογράφει το δημιούργημά του τελικά. Σαν να φτιάχνει πηγάδι σε σπίτι πατρικό, εξωκκλήσι ή γεφύρι στο βουνό/ σαν της πέτρας παλιός μάστορας.
-
Μοιάζουν, Γιάννη; Το ‘Αστείο’ και ‘Το παιδί’;
-
Έχουν ομοιότητες, και τα δυο αποτελούνται από σύντομα διηγήματα. Όμως στο ‘Αστείο’ υπάρχει έντονο το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού, τα διηγήματα έχουν έναν μεταφυσικό χαρακτήρα. Στο ‘Παιδί’ όλα είναι γειωμένα, χωμάτινα και ρεαλιστικά, σκληρά. Μόνο το τελευταίο διήγημα κλείνει με μια τρυφερή εκτίναξη προς το μεταφυσικό. Και κάπως έτσι εξιλεώνει τη σκοτεινιά και την πίκρα που έχει το βιβλίο μέχρι εκεί.
-
Θες να πούμε ποια από τα διηγήματα είναι πραγματικές (ή σχεδόν) ιστορίες;
-
Όλα έχουν έναν βιωματικό πυρήνα. Για παράδειγμα, ‘Ο σταυρός’ είναι μια ιστορία που δεν συνέβη μεν ακριβώς όπως την περιγράφω, όμως ντυνόμουν αρκετά χρόνια παπαδάκι και, παρότι πάντα το ήθελα, κανένα Πάσχα δεν μπόρεσα να κρατήσω τον σταυρό. Η σκηνή του καβγά των παιδιών δεν συνέβη ποτέ, αλλά θα μπορούσε να έχει συμβεί.
«Στο χωριό όποιος έχει τον σταυρό στην περιφορά του επιταφίου, είναι ο πιο μάγκας, πάντα. Επίσης, στο χωριό όποιοι είναι ‘επήλυδες’, όσοι έχουν έρθει από άλλα μέρη, αντιμετωπίζονται από τους ‘ντόπιους’ σαν πολίτες β΄ κατηγορίας. Στο Βελβεντό υπάρχει ένας ‘ταξικός ανταγωνισμός’ με όσους κατέβηκαν από τα χωριά των Πιερίων- όταν τους έκαψαν οι Γερμανοί τα σπίτια, τους δόθηκε κλήρος γύρω απ’ το Βελβεντό. Με τον χρόνο, η γειτονιά που σχημάτισαν ενώθηκε με το χωριό, αλλά αυτοί, ακόμα και τόσα χρόνια μετά, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως έναν βαθμό ρατσιστικά. Στο διήγημα ‘Ο Σταυρός’, ένα παιδί από αυτές τις οικογένειες ξυλοφορτώνει τους δήθεν πιο ‘πολιτισμένους’ ντόπιους Βελβεντινούς»
-
Πάντα το διασκεδάζω σαν αναγνώστης, ικανοποιείται μια ενστικτώδικη περιέργειά μου, να μαθαίνω το υπόβαθρο των ιστοριών που διαβάζω. Η ‘Πένσα’- που με τάραξε όσα λίγα λογοτεχνήματα, μπέσα στο λέω- πως προέκυψε;
-
Συναντήσαμε με τον πατέρα μου έναν φίλο του στο καφενείο του χωριού- παλιότερα πήγαιναν μαζί για ψάρεμα, αυτός είναι επίσης κυνηγός και γενικά ‘φάτσα’ της περιοχής. Άρχισε λοιπόν αυτός να αφηγείται την βίαιη ιστορία της ‘Πένσας’ με τον πιο αποστασιοποιημένο τρόπο, λες και είχε κάνει το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Και είπε ότι το έκανε για τα χρήματα, για να στηρίξει την οικογένειά του. Μιλούσε και δεν πίστευα αυτά που άκουγα- προσπαθούσα να καταλάβω τι τύπος είναι, τι χαρακτήρας. Η βία απέναντι στα ζώα στις επαρχιακές κοινωνίες είναι συχνά απίστευτη. Ειδικά για τους ανθρώπους των παλαιότερων γενιών, τα ζώα είναι χρηστικά αντικείμενα.
«Πήγα κατευθείαν στο σπίτι, άνοιξα το λάπτοπ κι έγραψα το διήγημα, σχεδόν επί τόπου. Η αρχή και το τέλος είναι δικές μου προσθήκες, αλλά όλο το υπόλοιπο, ως πρώτη ύλη, είναι σε μεγάλο βαθμό η αφήγηση αυτού του ανθρώπου».
-
Κάνεις εκπληκτικές περιγραφές της φύσης. Πρέπει να τα ’χεις περπατήσει καλά αυτά τα μέρη.
-
Είμαι παιδί αγροτικής οικογένειας– και οι δυο γονείς μου είναι αγρότες. Από παιδί μέχρι και τα χρόνια του πανεπιστημίου, κάθε καλοκαίρι ήμουν στο χωράφι και δούλευα στον συνεταιρισμό. Το Βελβεντό είναι μες στη φύση, ανάμεσα στη λίμνη Πολυφύτου και τα κατάφυτα Πιέρια. Περπατάω πολύ, κάνω ποδήλατο- έναν μήνα το καλοκαίρι που πάω στο χωριό, είμαι όλη μέρα έξω.
«Στο Βελβεντό έχουμε γύρω στα εβδομήντα εξωκλήσια- κάθε οικογένεια, κάθε σόι έχει κι από ένα. Και θεωρείσαι ‘νοικοκύρης’ αν το εξωκλήσι σου είναι περιποιημένο, καθαρό- όταν γιορτάζει ο Άγιος, έρχεται κόσμος στο εξωκλήσι, παραθέτεις ‘δεξίωση’. Επισκέπτομαι τα εξωκλήσια όταν περπατάω στον κάμπο, έχουν νερό, ίσκιο- ξεκουράζομαι, λαγοκοιμάμαι καμιά φορά, και ξεκινάω πάλι».
-
Τα τοπία, τα μέρη που περιγράφεις είναι όλα στο Βελβεντό;
-
Ναι. Το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής είναι το οικογενειακό μας εξωκλήσι (τέλη Ιουλίου, σε λίγες μέρες, θα γιορτάσει). Το διήγημα που λέγεται ‘Ζήνος’ το έχω φανταστεί να εκτυλίσσεται στην αυλή του σπιτιού μου. Όπως και το ‘Μεγάλος’ το περιγράφω στον μπαχτσέ μας.
-
Γιατί πλάθεις ιστορίες για (και από) το χωριό σου;
-
Γιατί εκτός από πατρίδα μου, είναι κι ένα σκηνικό που γνωρίζω καλά. Και αισθάνθηκα ότι μπορούσα να στήσω στη θεατρική του σκηνή –στο χωριό και στον κάμπο γύρω, από τα Πιέρια μέχρι τη λίμνη– δώδεκα μονόπρακτα. Και γιατί τώρα που μεγαλώνω και πλησιάζω τα σαράντα, αρχίζω και σκέφτομαι ότι οι πιο σημαντικές λέξεις στον κόσμο είναι κάποιες πολύ βασικές: μαμά, μπαμπάς, χώμα, νερό, πέτρα και τα δύο μεγάλα ‘θ’, θεός και θάνατος. Μ’ αυτές τις λέξεις, που είναι σχεδόν χειροπιαστές και για αυτό τις διάλεξα ως υλικά του βιβλίου, εγώ συνδέομαι μέσω του Βελβεντού: πρώτη φορά εκεί τις άκουσα, εκεί τις βίωσα.
«Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει χρησιμοποιήσει ως προμετωπίδα σ’ ένα βιβλίο του μια φράση των παλιών μαστόρων της πέτρας: ‘πέτρα είχαμι, πέτρα δουλεψάμι’. Εγώ το Βελβεντό είχα, αυτό δούλεψα».
-
Τι τόπος είναι το Βελβεντό;
-
Στο Βελβεντό ζουν περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι, θα μπορούσες να πεις ότι είναι κωμόπολη. Ημιορεινός οικισμός, 450 μέτρα υψόμετρο, στους πρόποδες των Πιερίων. Στην πραγματικότητα είναι ένα μεγάλο χωριό- δεν υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες ή αστυνομικό τμήμα π.χ., μοναδικοί υπάλληλοι είναι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές του σχολείου. Η οικονομία είναι αγροτική, όλοι έχουν ροδάκινα, άντε και κάποιοι έμποροι και οι καφετέριες.
-
Εύπορη κοινωνία;
-
Ας πούμε ότι ένιωσε λιγότερο από τον ελληνικό μέσο όρο την κρίση. Στηρίζεται σε έναν πρωτογενή τομέα που παράγει προϊόν καλής ποιότητας. Και έχουμε δυνατό, καλά οργανωμένο συνεταιριστικό κίνημα- ειδικά ο ένας συνεταιρισμός είναι πρότυπο για όλη την Ελλάδα, είναι νέοι άνθρωποι με ωραίες ιδέες.
-
Μπορεί να εκπλήσσει κάποιους ότι ένας τόσο μικρός τόπος κρύβει τόσες ιστορίες που ‘αξίζει’ να γραφτούν…
-
Πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, είπαμε μερικά προσωπικά μας- λοιπόν, αυτά και μόνο θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Η Φλάνερι Ο’ Κόνορ έλεγε ότι όποιος έχει περάσει από την εφηβεία κι έχει επιβιώσει, έχει όλο το απαραίτητο υλικό για να γράψει, δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.
«Το Βελβεντό είναι πάνω κάτω όπως όλα τα μικρά μέρη. Υπάρχει απ’ τη μια η μιζέρια, το κουτσομπολιό, η χαμηλοτάβανη αίσθηση. Ταυτόχρονα επιβιώνει το αίσθημα της κοινότητας. Πάντως, το Βελβεντό για μένα, όταν πηγαίνω, δεν είναι τόσο ένα ταξίδι στον χώρο, όσο στον χρόνο. Όλα συμβαίνουν στην πλατεία, εκεί παρελαύνουν όλοι. Βλέπεις τα ίδια πρόσωπα –κι αυτό προσφέρει ίσως και μια αίσθηση ασφάλειας– στη διάσταση του χρόνου. Βλέπεις τι κάνει στον άνθρωπο ο χρόνος. Η εμπειρία της πόλης δεν το επιτρέπει εξίσου καλά αυτό: η εμπειρία της πόλης είναι οριζόντια, ενώ η εμπειρία του μικρού τόπου, επειδή τα ερεθίσματα είναι λίγα, τέμνει κάθετα τον χρόνο».
-
Θα μπορούσαν ανάλογες ιστορίες να γραφτούν από σένα για την Αθήνα, όπου ζεις κιόλας;
-
Θα μπορούσαν και, μάλλον, στο μέλλον θα γραφτούν.
-
Πού μπορεί να διαφέρουν;
-
Δεν θα υπάρχει το στοιχείο της φύσης αλλά το αστικό περιβάλλον. Αυτή θα είναι η κύρια διαφορά, το σκηνικό.
-
Οι άνθρωποι; Είναι ίδιοι;
-
Οι ομοιότητες των ανθρώπων είναι πιο κρίσιμες απ’ τις διαφορές τους. Μοιάζουμε περισσότερο απ’ όσο διαφέρουμε. Ίσως το στοιχείο της βίας που ενυπάρχει σε όλους μας, στην επαρχία να εμφανίζεται πιο ανάγλυφο, πιο ψηλαφητό.
-
Οι κάτοικοι της πόλης μάλλον θεωρούν την επαρχία πιο ‘ριλάξ’, πιο ‘ειρηνική’…
-
Όχι, δεν είναι έτσι. Πώς λέει η παροιμία; «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια». Ο μικρός τόπος είναι δύσκολος. Γιατί όλα είναι διάφανα. Και αν ζεις ως στοιχειωδώς αποκλίνων, εύκολα θα περιθωριοποιηθείς. Στη μεγάλη πόλη μπορείς να κρύβεσαι. Και να βρίσκεις ομοίους.
-
Πώς μάζεψες το υλικό σου για αυτό το βιβλίο;
-
Περπατάω πολύ, ακούω προσεκτικά, κρυφακούω επίσης (γελάει). Δεν κρατάω σημειώσεις παρά μόνο στο μυαλό μου. Ρωτάω επίσης, αν και το σημαντικότερο προσόν ενός συγγραφέα είναι να μη μιλάει πολύ, πρέπει να ακούει. Υπάρχει αυτή η κλασική ερώτηση που μας κάνουν από παιδιά: «Θα προτιμούσες να πετάς ή να είσαι αόρατος;». Νομίζω ότι ένας συγγραφέας αυτομάτως θα απαντούσε το δεύτερο – πετάμε και με το αεροπλάνο, άλλωστε. Αλλά το να είσαι αόρατος, να μπορείς, χωρίς να σε προσέχει κανένας, να διεισδύεις σε κάθε κατάσταση, θα ήταν ανεκτίμητο δώρο για κάποιον που γράφει.
«Δεν είμαι πάντα συγγραφέας», λέει ο Γιάννης Παλαβός. «Δεν μπορώ να είμαι συνέχεια σ’ αυτή την κατάσταση, με κουράζει. Είναι σα να ζεις σ’ ένα σπίτι και η πόρτα να είναι μονίμως ανοιχτή. Η πόρτα πρέπει να κλείνει. Σε μένα η πόρτα αυτή ανοίγει σχετικά σπάνια- καινούρια ιστορία θα γράψω μια φορά στο τρίμηνο, όταν είμαι σε μια φορτισμένη κατάσταση».
-
Εννοείς όταν είσαι λυπημένος;
-
Ας πούμε όταν δεν είμαι πολύ καλά.
-
Η χαρά δεν σπαταλιέται. Καταλαβαίνω.
-
Έτσι δεν είναι; Η αυθεντική χαρά είναι σπάνια και δεν τη σπαταλάς, δεν τη χαλάς για οτιδήποτε.
«Είμαι ένας κανονικός άνθρωπος, όπως οι όλοι», μου λέει. «Κάποτε, όμως, έχω ανάγκη να γράψω και τότε, με κάποια αφορμή, πράγματα που έχω παρατηρήσει ή ακούσει θα γίνουν ιστορία».
«Στο διήγημα ‘Στη γέφυρα’ εμφανίζεται ένας ωραίος τύπος, Ελληνοαμερικάνος που μιλάει μισά ελληνικά, μισά αγγλικά… Και μου είπε το εξής: «Γιάννη μου, το βιβλίο σου για να το βγάλεις (να εκδοθεί), πρέπει να το πας εσύ ο ίδιος με το χέρι (στον εκδότη), πρέπει να είσαι ‘αυτόχειρας’. Αλλιώς δεν σε προσέχει κανένας». Και μέσα μου σκέφτηκα: “ευχαριστώ πολύ, το κρατάω και, όταν έρθει η ώρα, θα γράψω κάτι”. Είναι εκπληκτικό δώρο, να σου πει κάποιος μια τέτοια φράση. Κάτι τόσο σπάνιο εντυπώνεται μέσα σου».
-
Έχεις μέθοδο στο γράψιμο;
-
Μου αρέσει η αφαίρεση και ο υπαινιγμός. Όπως λέει και ο Άκης Πάνου: «εκείνα που δε λέγονται/ αυτά τι να τα κάνω/ που δεν αντέχω να τα πω/ ούτε να τα πεθάνω». Συχνά μας συμβαίνει – με τους συντρόφους μας, με τους φίλους, με τους γονείς μας. Άλλα λέμε, ενώ άλλα θέλουμε να πούμε – και δεν τα λέμε ποτέ. Και μας βασανίζουν στον ύπνο μας. Έτσι και σ’ ένα διήγημα, σ’ ένα κείμενο, όσα υπονοούνται είναι αυτά που ’κάνουν παιχνίδι’, αυτά κοχλάζουν και δίνουν τον συναισθηματικό παλμό.
«Επίσης, αργώ να γράψω. Το κείμενο είναι ένας τοίχος από τούβλα, που πρέπει να τα βάλεις σωστά στη σειρά. Αλλιώς ο τοίχος θα γέρνει ή θα είναι τρύπιος και θα μπαίνουν νερά και ποντίκια. Το γράψιμο είναι χειρωναξία, κι εμένα μου αρέσει ένα κείμενο να το δουλεύω λίγο λίγο. Μπορεί να γράψω 1000 λέξεις σ’ ένα απόγευμα, αλλά δυο βδομάδες θα τις ‘χτενίζω’. Οι αγγλοσάξονες λένε “writingisre–writing”. Το πιστεύω απολύτως».
«Αυτός ειναι ο τρόπος μου. Μέθοδο δεν έχω – έτσι κι αλλιώς, τα σημαντικά πράγματα έρχονται από μόνα τους, ερήμην μας. Όταν κάτι φεύγει πρόσκαιρα από τη μνήμη αλλά επανέρχεται, ξέρω ότι κάτι θέλει να μου πει. Και ότι μιλάει για μένα με κάποιον τρόπο. Γιατί καθετί που γράφεις είναι, πρωτίστως, χειρονομία εις εαυτόν».
-
Έχει σκοπό το γράψιμό σου; Θέλω να πω, τι προσπαθείς μέσω αυτού;
-
Συνήθως υπάρχει μια υγρασία από μέσα που αρχίζει και αναβλύζει. Ή θα την αφήσεις να πλημμυρίσει ή θα κάνεις όπως οι παλιοί: θα σκάψεις ένα αυλάκι να αρδέψεις το νερό και να ποτιστεί το χωράφι. Αλλιώς αυτή η υγρασία θα σε μουχλιάσει, θα σε πνίξει. Αν λοιπόν διαβάσεις μια ιστορία μου και σου αρέσει, θα χαρώ. Θα πω «ναι, ρε φίλε, αρδεύτηκε, ποτίστηκε κάτι». Κι εγώ έχω γλιτώσει, κι εσύ ξεδίψασες.