«Ο Δαβέλης… είναι βάναυσος αλλ’ ευφυής και φιλόδοξος, έχει ως πρότυπον τα παλαιά καπιτανάτα των κλεφτών και συχνά ερωτά αν τον έβγαλαν τραγούδι», σημειώνει ο Γεώργιος Λασσάνης στην «Εκθεσι περί Ληστείας» που συνέταξε το 1856 ως νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας. Ο Χρήστος Νταβέλης ήταν ο πιο γνωστός από τους λήσταρχους που μάστιζαν την περιοχή έως και την πρωτεύουσα. «Για μεγάλο διάστημα ήταν βοσκός σε κοπάδια της Μονής Νταού Πεντέλης και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη, πέρα από τη δράση του, και λόγω των ερωτικών σχέσεων που ανέπτυξε με τη Δούκισσα της Πλακεντίας», γράφει ο Στάθης Κουτρουβίδης, στις σημειώσεις της έκδοσης της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (2018). Εάν προσθέσουμε σε αυτό το πλούσιο βιογραφικό και την απαγωγή Γάλλου αξιωματικού το 1855, στη διάρκεια του αποκλεισμού του Πειραιά (προκειμένου η Ελλάδα να μη συνταχθεί με τη Ρωσία στον Πόλεμο της Κριμαίας), φυσικό ήταν ο Νταβέλης να αξιώνει τιμές λαϊκού ήρωα. Φερόταν να υπερασπίζεται όχι μόνο τους κατατρεγμένους και τους φτωχούς αλλά και την εθνική υπερηφάνεια. Φυσικό ήταν, επίσης, να γραφτεί τουλάχιστον ένα δημοτικό τραγούδι γι’ αυτόν.
Εάν ο Νταβέλης αποτελεί κλασική φιγούρα στον λαϊκό πολιτισμό, ο Λασσάνης είναι σπάνιο είδος αξιωματούχου του ελληνικού κράτους, λειτουργός που συνδύαζε τη δράση με την αναλυτική ικανότητα, τη συνέπεια και τη λογιοσύνη. Με καταγωγή από την Κοζάνη, έζησε και σπούδασε στη Βουδαπέστη, στη Λειψία, στη Μόσχα και στην Οδησσό. Στην έναρξη της Επανάστασης υπηρέτησε ως υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ως χιλίαρχος του Ιερού Λόχου. Ως νομάρχης, περιόδευσε στην περιοχή της ευθύνης του για να διερευνήσει όλες τις παραμέτρους της ληστείας και να προτείνει λύσεις. Εμπειρος και αξιόπιστος, ούτε υπερτιμούσε τους ληστές ούτε υποτιμούσε τον κίνδυνο που παρουσίαζαν, την έλξη που ασκούσαν σε νέους. Οι παρατηρήσεις του για την εικόνα τους ως συνεχιστών των προεπαναστατικών κλεφτών ισχύουν και στη δική μας εποχή. Καίρια είναι η παρατήρησή του ότι στην πρωτεύουσα κάποιοι θεωρούσαν «ως συμφέρουσαν εις τους σκοπούς των την ύπαρξιν της ληστείας και δεν αμελούσι να ενεργώσιν παν ό,τι συντείνει προς διάρκειαν της υπάρξεως αυτής». (Το κείμενο της έκδοσης είναι πολυτονικό.)
Ο διψασμένος για δόξα Νταβέλης μάλλον δεν πρόλαβε να ακούσει το τραγούδι του. Λίγες ημέρες αφότου ο Λασσάνης κατέθεσε την έκθεσή του στο υπουργείο Εσωτερικών, τον Ιούλιο του 1856, ο λήσταρχος έπεσε νεκρός σε μάχη με απόσπασμα της χωροφυλακής στον Παρνασσό, μαζί με αρχηγούς και μέλη άλλων ομάδων. Η ληστρική δράση περιορίστηκε αλλά δεν σταμάτησε, όπως απέδειξε η απαγωγή και δολοφονία Βρετανών αριστοκρατών (και ενός Ιταλού) στο Δήλεσι το 1870: πέρα από τα τραγούδια, η ληστεία είναι επάγγελμα. Το όνομα του Νταβέλη, όμως, επέζησε, κρίκος μιας μακράς αλυσίδας ανθρώπων που δικαιολόγησαν την παρανομία τους ως αντίσταση στην αδικία. Πόλεμοι και εισβολές, καθεστώτα ξένης στρατιωτικής κατοχής ή οικονομικής επιτήρησης, εσωτερικές τριβές, η απαξίωση των θεσμών πάντα τροφοδοτούν διχασμούς και αδικία, προκαλούν πράξεις αντίστασης, αυτονομίας και αυτοδικίας. Από τους ορεσίβιους κυνηγημένους του ’21 έως τη σημερινή καρικατούρα τους –το «αντάρτικο πόλης» και οι κουκουλοφόροι που καίνε τρόλεϊ στην Πατησίων–, η «βία στη βία» επιστρατεύεται, δικαίως ή αδίκως, ως αφορμή για αντίσταση. Η τιμημένη παράδοση της εθνικής αντίστασης «ιδιωτικοποιείται», «επιτάσσεται» για τις ανάγκες του καθενός. Ο κατά συρροήν δολοφόνος δακρύζει απαγγέλλοντας πατριωτικό ποίημα σε δικαστήριο του οποίου τη δικαιοδοσία δεν αναγνωρίζει, ο ληστής δηλώνει ότι εκφράζει τον πόθο για ελευθερία εναντίον ενός άδικου και εκδικητικού κράτους. Οπως παρατηρεί ο αγωνιστής του ’21 Γεώργιος Λασσάνης, πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια και τους θρύλους, υπάρχουν και αυτοί που επενδύουν εκ του ασφαλούς στο μπάχαλο. Σε αυτό το πλαίσιο θα δοθεί η δύσκολη μάχη για μια πιο δίκαιη κοινωνία και ένα πιο αξιόπιστο κράτος, όπου οι νόμοι εφαρμόζονται αδιακρίτως.
kathimerini.gr