Θυμάμαι μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί κάποιος που δεν υπάρχει πια. Εχει να κάνει με τη λήξη του ελληνικού Εμφυλίου, τέτοιες ημέρες, πριν από ακριβώς εβδομήντα χρόνια.
Τέλη Αυγούστου του 1949, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έληξαν, ωστόσο δεν έπαψαν εντελώς. Αποκομμένες μονάδες ανταρτών ενεργούσαν ακόμα εντός ελληνικού εδάφους για κάμποσο καιρό. Ο αφηγητής της ιστορίας που θα παραθέσω ήταν νεαρός ιπτάμενος ανθυποσμηναγός το 1949. Είχε συμμετάσχει στις αποστολές στο Βίτσι και στον Γράμμο εκείνο το δραματικό καλοκαίρι, είχε επιχειρήσει με Σπίτφαϊρ και τον Αύγουστο είχε ρίξει ναπάλμ με τα νεοφερμένα Χελντάιβερ σε οχυρώσεις του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Γράμμος έπεσε 29 Αυγούστου του 1949, λίγες ημέρες μετά όμως, αρχές Σεπτεμβρίου, ο εν λόγω χειριστής έλαβε μια διαταγή.
Οπως μου τα διηγήθηκε ο ίδιος: «Πετούσα με Σπίτφαϊρ. Ημουν “ζευγάρι” με έναν παλαιότερο χειριστή κι επιστρέφαμε Κοζάνη. Κάποια στιγμή, το contact car του αεροδρομίου μάς λέει, σπεύσατε προς Μεγάλη Πρέσπα, αποδρά για Αλβανία ο καπετάν Γιώτης. Πηγαίνουμε χαμηλή πτήση. Οντως, βλέπουμε από το ελληνικό τμήμα της Πρέσπας, τσουφ τσουφ, να τραβάει ένα βαρκάκι προς Βορρά. Ο παλαιότερος δίπλα μου κάνει βύθιση και πολυβολεί. Ακολουθώ κι εγώ, χτυπάω με τα πολυβόλα μου. Αυτοί μας σημάδευαν με λιανοτούφεκα, μα δεν πρόκαμαν να βάλουν. Κάνουμε απαγκίστρωση. Η βάρκα –ένα βενζινάκι ήταν– βουλιαγμένη. Κάτι κεφάλια επέπλεαν.
Προσπαθούσαν να κρατηθούν στο νερό. Περάσαμε από πάνω τους ξανά, ο ένας μετά τον άλλο, με τον αντίχειρα συνεχώς πάνω στο κουμπί της πυροδότησης. Επειτα, ηρεμία στη λίμνη που είχε κοκκινίσει σε σημεία. Κάτι πτώματα επέπλεαν εδώ κι εκεί. Πλήρης ακινησία».
Ως γνωστόν, ο καπετάν Γιώτης ήταν βέβαια ο Χαρίλαος Φλωράκης. Ο οποίος, όπως επίσης ξέρουμε πολύ καλά, δεν ήταν μέσα στο βαρκάκι των Πρεσπών. Η πληροφορία ήταν εν μέρει εσφαλμένη.
«Πολλά χρόνια μετά», μου αφηγήθηκε ο βετεράνος της αεροπορίας, «συνάντησα τον Φλωράκη σε μιαν εκδήλωση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μετά τη χούντα (σημείωση: ο εν λόγω αεροπόρος είχε εναντιωθεί στη δικτατορία, είχε απολυθεί και υποχρεωθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό) και τα είπαμε. Του μίλησα για εκείνη την αποστολή. Κούνησε το κεφάλι του σκεφτικός στην αρχή. Πέσαμε σε περισυλλογή. Λίγα λεπτά αργότερα όμως γελούσαμε και χτυπούσε ο ένας τον άλλο στην πλάτη. Χάρηκα πολύ που δεν ήταν μέσα σ’ εκείνο το βαρκάκι. Τότε όμως, και του το είπα, όταν μάθαμε μετά την αποστολή ότι τελικώς ο καπετάν Γιώτης δεν ήταν μέσα στους σκοτωμένους, είχαμε θυμώσει. Ο χρόνος σε κάνει άνθρωπο, σε κάνει και φονιά».
Δεν υπάρχει περίπτωση σήμερα να κατανοήσουμε τι ακριβώς ήταν αυτό που βίωσαν εκείνες οι γενιές. Φαντάζει απίστευτο το ότι, δεκαετίες μετά, οι πρώην εχθροί γελούσαν με τη φρίκη που τους ένωσε, κι όμως ήταν αλήθεια. Αυτό το γέλιο τους πρέπει να κρατήσουμε για το μέλλον.
Ολες οι άλλες αφηγήσεις του αίματος ας μείνουν εκεί πίσω, στο παρελθόν.
Πηγή kathimerini.gr –