Μικρόβαλτο. Μέσα δεκαετίας του 1950. Εποχή δύσκολη. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία κατακλύζει το Χωριό. Είναι ορατοί ακόμη οι σωροί των ερειπίων και οι λίμνες των δακρύων και του αίματος, που άφησαν πίσω τους τα ναζιστοειδή εκτρώματα της φύσης και ο αδελφοκτόνος εμφύλιος.
Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι πυροπαθείς και συνεχίζουν να διαμένουν σε πρόχειρα κατασκευασμένα και ακατάλληλα για κατοικία ισόγεια πέτρινα σπίτια. Τσουχτερό κρύο το χειμώνα, ανυπόφορη ζέστη το καλοκαίρι. Τη δύσκολη αυτή εποχή όλοι αντιμετωπίζουν δυσεπίλυτα προβλήματα. Τα λιγοστά χωράφια στις πλαγιές, άγονα και άνυδρα, γεμάτα πέτρες και χαμόκλαδα, καλλιεργούνται με το ησιόδειο ξύλινο άροτρο, αποδίδουν ελάχιστο καρπό (σιτάρι, βρίζα, κριθάρι, βρόμη) και δεν επαρκούν για να θρέψουν την οικογένεια μέχρι τη νέα σοδειά του επόμενου χρόνου. Την τροφή συμπληρώνει και το λίγο καλαμπόκι, που σπέρνουν οι κάτοικοι στον κάμπο και στις γύρω πλαγιές του Χωριού. Όλες οι οικογένειες έχουν στα σπίτια τους κότες και μεγαλώνουν για τα Χριστούγεννα από ένα γουρούνι. Το τρέφουν με κολοκύθες από τον κήπο τους, με τυρόγαλο που προμηθεύονται από το τοπικό τυροκομείο του Χωριού και με αντρέκλες(1) , που μαζεύουν από τα καλλιεργημένα με καλαμπόκι χωράφια. Σήμερα οι αντρέκλες λέγονται γλιστρίδες και, μαζί με την ντομάτα, το μαρούλι και τα άλλα λαχανικά, αποτελούν νοστιμότατη σαλάτα!!!. Το οικογενειακό εισόδημα συμπληρώνει η κτηνοτροφία. Οι περισσότεροι διατηρούν κοπάδια προβάτων και γιδιών, τα βόσκουν στα λιβάδια του Μικροβάλτου και τα σταυλίζουνσε πρόχειρα ποιμνιοστάσια.
Οι κάτοικοι είναι φτωχοί σε υλικά αγαθά, αλλά πλούσιοι σε ψυχικό κόσμο. Έχουν πίστη στο Θεό, αλληλεγγύη μεταξύ τους, προστρέχουν σε βοήθεια του πάσχοντος και αδύναμου χωριανού τους, είναι εργατικοί, διαθέτουν επιμονή και υπομονή για επίτευξη των στόχων τους. Ζουν από την καλλιέργεια της άγονης γης και την κτηνοτροφία. Όποιος έχει δυο βόδια για το όργωμα και την καλλιέργεια των χωραφιών, διαθέτει βρίζινο ψωμί για την οικογένειά του και τρέφει γουρούνι για τα Χριστούγεννα, θεωρείται «πλούσιος και ευτυχής». Το βρίζινο είναι κατάλληλο για «πιτυράδια»(2), για τροφή των σκύλων, αλλά το τρώνε και οι άνθρωποι, προκειμένου να επιβιώσουν. Σήμερα οι άνθρωποι είναι χορτάτοι, το βρίζινο ψωμί το λένε πιτυρούχο και θεωρείται είδος πολυτελείας. Το ψωμί, το γάλα, το τυρί και τα αυγά αποτελούν τη βασική διατροφή των κατοίκων.
Τη δύσκολη αυτή εποχή πλεονάζει η πείνα, ο πόνος και η δυστυχία. Ο μπάρμπα Βασίλης, όμως, είναι αχτύπητος. Είναι ο πρύτανης της φτώχειας και της δυστυχίας. Είναι ο Φτωχούλης του Θεού. Από τα τέσσερα παιδιά του- δύο αγόρια και δυο κορίτσια- τα δύο είναι ασθενικής κράσεως. Οικονομική δυνατότητα να τα βοηθήσει δεν έχει. Τα άλλα δύο υγιή παιδιά είναι ανήλικα και αδυνατούν να βοηθήσουν. Μόνο άγρια χόρτα για πίτα μπορούν να μαζεύουν από τα λιβάδια και αντρέκλες για το γουρούνι από τα καλλιεργημένα με καλαμπόκι χωράφια. Κοινωνική πρόνοια δεν υπάρχει. Τα παιδιά – όπως και τα άλλα του Χωριού – υποσιτίζονται, κατατρώγει τα σωθικά τους η φυματίωση, η αποβιταμίνωση, ο βρυκόλακας της πείνας. Δεν διαθέτει ούτε τα στοιχειώδη και απαραίτητα για τη συντήρηση της οικογένειας. Σκελετωμένοι, με χλωμά πρόσωπα και βαθουλωμένα μάτια, κάθονται γύρω από το τραπέζι. Από τις ασθένειες και τις κακουχίες έφυγαν από την παρούσα ζωή τα δύο ασθενή παιδιά του, η κόρη του και ο γιός του.
Η πείνα, ο πόνος, οι αρρώστιες και οι θάνατοι τον έχουν καταβάλλει, αλλά ο μπάρμπα Βασίλης δεν γονατίζει. Στον δύσκολο αγώνα του έχει στήριγμα και βράχο ακλόνητο την γλυκύτατη γυναίκα του, την Θειά Λένω, με την οποία μαζί αγωνίζονται με τις πενιχρές τους δυνάμεις και αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες με καρτερία και υπομονή. Εκτός από τη φτώχεια και την ανέχεια, ο μπάρμπα Βασίλης έχει μόνιμη συντροφιά του και το στραβό κέδρινο μπαστούνι του, στο οποίο στηρίζεται σε κάθε του βήμα. Με βλέμμα απλανές και με τη σκέψη στη φαμίλια του – τη γυναίκα του και τα παιδιά του – κάθε ημέρα, από την αχυρένια καλύβα δίπλα στο σπίτι του, οδηγεί τα μανάρια – πέντε έξι πρόβατα και άλλες τόσες κατσίκες- για βοσκή προς τα «Γεφύρια», την «Αγία Παρασκευή», «του Τσιλιμάν του Κθάρ», τις «Μπιστιρές», «του Τσάγκαρη», τα «Παλιάμπελα». Το γάλα, το τυρί και τα αυγά αποτελούν καθημερινή τροφή για την οικογένεια και την κρατάνε ζωντανή. Ευτυχώς υπάρχει και λίγο βρίζινο ψωμί. Είναι κατάμαυρο, συνήθως λασπωμένο, για τη δεκαετία, όμως, του 1950 αποτελεί «μάνα εξ ουρανού» για όποιον έχει στα αμπάρια του βρίζα. Το σιταρένιο ψωμί είναι είδος «εν ανεπαρκεία»..
Κάθε ημέρα συναντάς τον μπάρμπα Βασίλη στο δρόμο, κοντά στα Γεφύρια. Είτε το πρωί που οδηγεί το μικρό κοπάδι του για βοσκή στη γύρω περιοχή είτε το βράδυ που επιστρέφει στο σπίτι, παρέα με τα ζωντανά και φορτωμένος με λίγα κλαδιά βελανιδιάς για βραδινή τροφή τους. Πάντοτε κάνει το σταυρό του στο εικονοστάσι, που έκτισε παλαιά στα Γεφύρια ο συγχωριανός του Αθανάσιος Γιαννόπουλος (Καρανάτσιος) και το κατέστρεψαν σήμερα οι αρμόδιοι με την κατασκευή του νέου αμαξιτού δρόμου και τη διαμόρφωση του χώρου για κατασκευή θεάτρου και για στάθμευση αυτοκινήτων!!!. Μία λεπτή, μικρόσωμη, αδύνατη, ασκητική σιλουέτα προβάλλει, ημέρα και νύχτα, στο δρόμο, κάνοντας συνέχεια το ίδιο δρομολόγιο. Κοντούλης, ξερακιανός, αποσκελετωμένος, φτωχικά ντυμένος, με τσαρούχια στα πόδια, με χιλιομπαλωμένο, αλλά καθαρό παντελόνι. Με κόπο σέρνει τα πόδια του από το βάρος της πείνας και το άγχος για την οικογένειά του, αντικρίζοντας τόση δυστυχία γύρω του. Μάτια βαθουλωμένα από την πείνα και χείλη στεγνά από τον αγώνα και την αγωνία για τη ζωή τους. Η φτώχεια όμως κρατά ενωμένη την οικογένεια.
Ο μπάρμπα Βασίλης μπορεί να είναι φτωχός, τα παπούτσια του σκισμένα, αλλά η καρδιά του είναι ένα παλάτι. Μέσα του κρύβει μια τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή. Μικρός, αδύνατος, φαίνεται ασήμαντος. Μόλις, όμως, συνομιλήσεις μαζί του και τον γνωρίσεις, είναι αδύνατο να μη διαπιστώσεις πόσο σπουδαίος άνθρωπος είναι και να μη θαυμάσεις το μεγαλείο της ψυχής του. Μόλις τον ακούσεις, θαυμάζεις την ηρεμία του, την μειλίχια φωνή του, την ιώβεια υπομονή του, την «αγιοσύνη» που εκπέμπει. Στην ερώτηση «τί κάνεις μπάρμπα Βασίλη;», απαντά με σιγανή, σταθερή φωνή, «Καλά είμιστι, πιδί μ. Δόξα τουν. Έχουμι λίγου κθάρ, λίγ’ βρίζα, τα ζουντανά, θα τα καταφέρουμι. Η Θειός είναι μεγάλους!!!». Φτωχός και απένταρος, πεινασμένος και ρακένδυτος, νιώθει ήρεμος και πορεύεται… Όλα τα θλιβερά περιστατικά της ζωής του τα υπομένει αγόγγυστα, χωρίς διαμαρτυρίες. Στέκεται όρθιος και αντέχει μέσα σε όλες τις θύελλες της ζωής. Μέσα του κρύβεται πόνος και ελπίδα για καλυτέρευση.
Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα, την ημέρα που τα παιδιά γυρίζουν στο Χωριό τα κόλιαντρα (3), ο μπάρμπα Βασίλης έσφαξε το γουρούνι και νοιώθει χαρούμενος και ευτυχισμένος. Πλησιάζει τις εκατό οκάδες. Η οικογένεια θα γιορτάσει τα Χριστούγεννα σε ζεστό οικογενειακό περιβάλλον και με πλούσιο τραπέζι. Θα απολαύσουν νοστιμότατα φαγητά, μαγειρεμένα από την κολώνα του σπιτιού, τη Θειά Λένω. Κρέας χοιρινό ψημένο στη γάστρα, πρασοτηγανιά, σούπα από κοτόπουλο, ξυνοτήρι, τυρί φέτα. Η χαρά των παιδιών τους είναι και δική τους χαρά. Τα παιδιά τους είναι ο πλούτος τους. Η θειά Λένω, που παρακολουθεί την τελετή σφαγής του γουρουνιού, υπενθυμίζει στον άνδρα της την ομιλία του Παπανικόλα την Κυριακή στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με την οποία, ενόψει της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, προέτρεψε τους συγχωριανούς του να βοηθήσουν, όπως ο καθένας μπορούσε, όσους αδύναμους αδελφούς τους είχαν μεγάλη ανάγκη, λέγοντας σε άπταιστη τοπική – μικροβαλτινή διάλεκτο, «Τν’ άλλ’ βδουμάδα, χουριανοί, έχουμι Χριστούγιννα. Όσ’ μπουρείτι, να βουηθήστι τσ’ χωριανοί μας που έχν μεγάλ’ ανάγκη, για να κάνουμι όλ’ καλά Χριστούγιννα. Έχουμι υπουχρέουσ’ να βουηθήσουμι. ΄Έτς θα φχαριστήσουμι και τουν νεογέννητου Χριστό μας κι’ μεις θα νιώσουμι χαρά. Ου καθένας να δώσ’ μι την καρδιά τ’ ό,τι έχ’. Να ξέρτι, όταν παίρνουμι, τα χέρια μας γιμίζν. Όταν δίνουμι, η καρδιά μας γιμίζ. Η αγάπ’ μαλακών’ γκαρδιά και ενών’ τσ’ ανθρώποι. Καλά κι’ Ευτυχισμένα Χριστούγιννα». Ο μπάρμπα Βασίλης ξέρει από φτώχεια και δυστυχία. Από προσωπική του εμπειρία γνωρίζει ότι η φτώχεια φέρνει δυστυχία και προκαλεί πόνο. Ο πόνος φεύγει με την αγάπη που δίνεις και τη βοήθεια που προσφέρεις στον διπλανό σου. Στον φτωχό γείτονά του προσφεύγει για βοήθεια, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι είναι ο μόνος που θα τον καταλάβει και θα τον βοηθήσει. Γι’ αυτό, σήμερα που έσφαξε το γουρούνι και νοιώθει πλούσιος, αμέσως σκέφτηκε τον χωριανό του, τον Κώτσιο, ο οποίος τον συναγωνίζεται στη φτώχεια. Έτσι, χωρίς χρονοτριβή, κόβει ένα κομμάτι κρέας από το μπούτι του χοίρου, γύρω στις πέντε οκάδες, το δίνει στη θειά Λένω και αυτή κατευθύνεται στο σπίτι του Κώτσιου, που ευρίσκεται λίγο πιο κάτω από το δικό του, κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Χτυπά την πόρτα του σπιτιού, φωνάζοντας παράλληλα «Κώτσιου, Κώτσιου». Από μέσα ακούγεται βραχνή και αδύναμη η φωνή του νοικοκύρη, ο οποίος ανοίγει σιγά- σιγά την πόρτα, βλέπει την Βασίλαινα να κρατάει στα χέρια της μία μπλάνα χοιρινό κρέας και του λέγει «Χρόνια πουλά Κώτσιου. Έσφαξάμι σήμιρα του γουρούν, είνι 100 ουκάδις. Η Βασίλτς μ’ έστειλι να σι δώσου λίγου κριάς για τα Χριστούγιννα. Έχουμι μιγάλου γουρούν φέτους, φτάν για όλους μας». Ο μπάρπα Κώτσιος, σκελετωμένος από την ασιτία και αργοσέρνοντας τα πόδια του, ευχαρίστησε την θειά Λένω για την ευγενική της χειρονομία και ένα δάκρυ ικανοποίησης και χαράς κύλησε από τα μάτια και των δύο. Αγκαλιάστηκαν, ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα» και η θειά Λένω γύρισε στο σπίτι της γεμάτη ικανοποίηση, που μπόρεσε να εκδηλώσει την αγάπη της, να δώσει χαρά στον φτωχό γείτονά της και να διώξει τον πόνο από την ψυχή του τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων. Η μικρή βοήθεια ήταν το πιο όμορφο δώρο που μπορούσε να κάνει και η χαρά που έδωσε και πήρε από την πράξη αυτή ήταν μοναδική. Γύρισε σπίτι της τρέχοντας από τη χαρά της. Όλη η οικογένεια ένιωθε χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί μπόρεσαν να βοηθήσουν από το υστέρημά τους , να προσφέρουν αγάπη και να ζεστάνουν την καρδιά του ανήμπορου γείτονά τους. Τα Χριστούγεννα αυτή τη φορά ήταν τα πιο λαμπρά που περάσανε τα τελευταία χρόνια. Ο Χριστός γεννήθηκε πραγματικά στις καρδιές τους και αγκάλιασε με αγάπη όλον τον κόσμο.-
1.Αντρέκλες= γλιστρίδες
2. Πιτυράδια=καρβέλια για σκύλους
3. Κόλιαντρα= κάλαντα
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Κωνσταντίνος Θωμά Γιαννόπουλος
μπράβο σας κ. Γιαννόπουλε!!
Οτι καλυτερο εχω διαβασει αυτα τα Χριστουγγενα .
υπεροχο κειμενο ενα πολυ δυνατο μηνυμα για τα χριστουγεννα
Συγκινητικό. Πραγματικά χαρούμενος και περήφανος για τους ανθρώπους του Μικροβάλτου, του μακρινού χωριού μου
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΈΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΙΝΟΥΣ
Εικονες απο μια αλλη Ελλαδα.Εικονες του Παπαδιαμαντη.Επικαιρο και συγκινητικο.