Μες στους ένθεους τώρα κι εσύ.
Τους σαλούς και τα παιδιά, αγαπημένη Μαρία.
“Να γράψεις τη βιογραφία μου” μου’ λεγες και γελούσαμε. Και τα’ χαμε λύσει όλα τα μεταθανάτια σε στιγμές χαράς και κρασιού, όταν δεν μας άγγιζε ο θάνατος.
Μας άγγιξε όμως. Κι έφυγες εσύ, η πιο ζωντανή, η πιο πλήρης από ζωή. Το΄λεγες από καιρό τώρα “Είμαι γεμάτη από τα πάντα. Και τώρα, τώρα, φεύγω. Δεν έχω κακία για κανένα”. Και έτσι ήταν. Συγχωρούσες γρήγορα και ολοκληρωτικά. Πώς να φωλιάσει η κακία σε σένα. Πώς να φωλιάσει η μιζέρια, η στεναχώρια. Φύσαγες και τα’ διωχνες. Σα να’ ταν σκόνη τα σκόρπαγες στον αέρα.
“Όταν φτάνω σε αδιέξοδο δεν τρελαίνομαι, απλά το απολαμβάνω” μου’ γραφες. Ο δρόμος σου ήταν γεμάτος δάκρυα. Ελάχιστοι όμως ανθίζουν τα δάκρυά τους με το χαμόγελο. Ελάχιστοι μπορούν να πουν μέσα από μαρτύρια πόνου, σωματικού τώρα, απώλεια δύο παιδιών νωρίτερα, μαρτύρια -αυτά που εσύ γεύτηκες- πως
“Καλημέρα βγήκε ο ήλιος σήμερα για όλους μας”.
Τούτο το κέφι για τη ζωή μέσα σε συσπάσεις φρικτών πόνων ήταν σαν προσευχή. Γιατί προσευχή αλλιώτικη είναι η τόση αγάπη για τη ζωή, η τόση αισιοδοξία. Ευλογία της προσευχής. Και δεν ξέρω πόσοι θα αντέχαμε να βιώσουμε έτσι τη δοκιμασία, δίχως μιζέρια, δίχως να φτάσουμε στην απελπισία. Η Μαρία κυμάτιζε ψηλά σα σημαία, είχε μια βαθιά, ζηλευτή αξιοπρέπεια στα πιο ακραία κύματα.
Χαιρόταν τη ζωή. Την όποια ζωή. Δεν περίμενε να γίνει καλύτερη, την έφτιαχνε η ίδια την επόμενη στιγμή. Σηκωνόταν για ένα τίποτα, μονάχα επειδή το’ θελε, και ακολουθούσε τον ειρμό της επιθυμίας, που ποτέ δεν ήταν μονάχα αυτό που φαινόταν. “Θα πάω στην Αθήνα, για μια μέρα, και θα κάτσω σ’ ένα παγκάκι στο Σύνταγμα και θα βλέπω τον κόσμο να πάει και να έρχεται. Άγνωστη μέσα σε αγνώστους” Και το’ κανε. Νοτιάς, όπου τη φύσαγε, πήγαινε. Άπιαστη πάντα.
Δρασκελούσε τον πόνο με απίστευτη δύναμη. Μονάχα μέσα της και μόνη της είχε τη μνήμη του. Έξω δεν άφηνε σημάδι του ραγίσματος. Η χαραγματιά ήταν ολόδική της.
“Μένει η Αγία μνήμη που θέλει να ξεχνά κάθε πίκρα κάθε ώρα κακία”
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα μπήκες στην τελευταία στροφή του αγώνα. “Εδώ λύπη πόνος και στεναγμός” μου’ γραψες, “Της αλυπίας η χώρα 428 δωμάτιο”.
“Σπασμένο καράβι είμαι” είπες σε μια άλλη στιγμή, “σου αφιερώνω το τραγούδι”, μα αρμένιζες ήδη εσύ -και το’ ξερες- σε πέλαγο άγριο, που μόνο παλιοί καπετάνιοι το πλησιάζουν, ελάχιστοι το περνούν. Και το’ κανες γελώντας πάντα. Ένα γέλιο που ήταν ευφυές και σπιρτόζικο. Μα τούτο ήταν και κάτι παραπάνω. Το γέλιο στον πόνο είναι ηρωισμός και λεβεντιά. Εσύ τα είχες πάντα αυτά. Τώρα το τελειοποιούσες.
Ένα μεράκι για τη ζωή σε έκανε να τη δέχεσαι όρθια και εντελώς αμοντάριστα, δίχως ετικέτες απάνω σου, δίχω πρόβα, ενστικτωδώς και ολόκληρη τη ρουφούσες, άλλοτε γουλιά-γουλιά, άλλοτε μονορούφι.
Αγνάντευες και αφουγκραζόσουν.
Αγνάντευες χρόνια ολόκληρα τη θάλασσα, την περιείχες, θάλασσα του Αιγαίου, της Αλεξανδρούπολης, ώσπου έγινες θάλασσα και η ίδια.
Αφουγκραζόσουν ώρες ατελείωτες τους ποταμούς σε σκέψεις μυστικές που δεν τις διαπέρασε ποτέ κανείς.
“Είμαι στις πηγές κάτω από ένα δέντρο και βλέπω τα ψάρια και ακούω τον ήχο του ποταμού. Σου στέλνω τον ήχο του ποταμού και την αγάπη μου”
Ποιητικά διεξήλθες το έλεος της ζωής που σου χαρίστηκε.
“Σήμερα έχει πανσέληνο από διάφορες πόλεις θα τη χαρούμε” μου έγραφες. Τη στιγμή που τα μαρτύρια είχαν λαβώσει όλο το σώμα σου μα όχι την ψυχή σου. Τη στιγμή που ήμουν ήδη μακριά, όμως εσύ με ένα λόγο και μόνο ερχόσουν κοντά.
Είχες τα χέρια πάντα ανοιχτά. Πάντα σκεφτόσουν τους άλλους, πάντα έδινες. Έδινες, έδινες μυστικά και απλόχερα. Με ξεπερνούσε πάντα το πόσο σκεφτόσουν τους άλλους. Σε στιγμές ανύποπτες, απρογραμμάτιστες, γέμιζες τα χέρια μου δώρα, “ένα σάλι για τις κρύες νύχτες εκεί που θα πας, μια κρέμα για τα χέρια, κάτι για τα μαλλιά”, τώρα στο τελευταίο κρεβάτι του πόνου που σε πήρε κιόλας, ακόμα και τώρα πώς κατάφερνες να αφήνεις στα χέρια μου δώρα. Σα να’ μασταν μόνο σώμα, όμως όλα τούτα έβγαζαν ψυχή. Και ένα χαμόγελο σπινθηροβόλο “το είδα και σε σκέφτηκα, αγάπη μου”. Πάντα έτσι. Το είδα και σε σκέφτηκα. Με τον δικό της απλό και ανεπιτήδευτο τρόπο. Όπως αναπνέει κανείς. Δίχως να υποχρεώνει. Δίχως να θέλει να το λογαριάσεις για να το ανταποδώσεις. Απλά έτσι.
Δε δενόταν με πράγματα. Μονάχα με ανθρώπους. Με την ευκολία που αποκτούσε κάτι, με την ίδια και περισσότερη το χάριζε. Δεν έθρεψε τέτοιου είδους βαρίδια. Βαρίδιο ήταν μονάχα ό,τι είχε μέσα του ζωή. Ό,τι άξιζε τη ζωή που είχε μέσα του.
Τα είχε λύσει όλα τα άλυτα εντός της, απλώς βάζοντας στην άκρη τον άλυτο κόμπο. Δίχως λέπια στα μάτια, δίχως κοινωνικά ή άλλα χάμουρα, δίχως υποκρισίες. Ένα καλούπι ανεπανάληπτο η Μαρία μας, και κάτι παραπάνω.
Μια ψυχή αυθεντική, βαθιά ειλικρινής με τους άλλους και συμφιλιωμένη με αυτό που πραγματικά είναι. Δε δίσταζε να ομολογήσει την όποια αλήθεια. Κατέλυε διαρκώς την όποια εικόνα μπορούσε να σχηματίσει ο άλλος γι’ αυτήν. Δεν την ενδιέφεραν οι εικόνες των άλλων. Είχε το θάρρος να είναι πάντα αληθινή με όλο το κόστος.
Ζούσε με τρόπο σχεδόν πάντα ανακόλουθο. Ισορροπώντας ανάμεσα στην επιδοκιμασία και την καταδίκη του κόσμου. Δίχως και να την ενδιαφέρει ούτε το ένα ούτε και το άλλο. Ήταν πάντα ο εαυτός της. Αυτό θαύμαζα, αυτό και καμάρωνα σε αυτήν. Και επιπλέον τον τρόπο που διέσχιζε την αρένα του κόσμου δίχως να ξεσκιστεί, δίχως να την αγκυλώσει κανείς. Πάντα κατάφερνε και αναδυόταν ζωντανή και χαρούμενη. Το πάλευε έως του τέλους. Μια ανεμώνη ήταν. Μέσα σε πέτρες, σε αγκάθια, να σκορπίζει ζωντάνια, ομορφιά, την έγνοιά της, την κρυφή καλοσύνη. Το φωτοβόλο βλέμμα της.
Είχε ανθρώπους που την αγάπησαν πολύ και ανθρώπους που την έκριναν μέσα από τον καθωσπρεπισμό και τη μυωπική οπτική τους. Η Μαρία τα τίναζε όλα αυτά στον αέρα. Και τούτο ήταν μια αυθεντική ποιητική πράξη. Ένα ποίημα άγραφο. Ασυμβίβαστο όπως η ίδια. Όπως μας θέλει αληθινούς μέσα στα τραύματά μας ο Θεός. Γιατί ο τρόπος της να κοιτά, να υπάρχει μέσα σε Αυτόν ήταν ξεχωριστός. Και αυτό ήταν που τον έκανε και τόσο πολύτιμο.
Κατόρθωνε πάντα με ένα μαγικό τρόπο να τα βάζει με τα σκοτάδια των άλλων και να βγαίνει νικητής. Άπειρες φορές κατέλυσε τη θλίψη και έφερε τη χαρά, την ανάταση, το γέλιο. Έβγαζε τη γλώσσα στη στεναχώρια, χωρίς να την υποτιμά.
“Ο άνθρωπος όταν θέλει είναι ευτυχισμένος και σε μια φυλακή όταν θέλει. Προσπάθησε να ευτυχήσεις στη δικιά σου φυλακή να νιώσεις ελεύθερη για αρχή”
Ήταν ένα αερικό. Μια νεράιδα που σηκωνόταν από το κρεβάτι και σε κερνούσε, ένα λικέρ, τι θες, ένα τσάι, έχω τυρόπιτα και ωραίο γλυκό που φέρανε, να σου βάλω, τώρα, όταν το σώμα της είχε απάνω του κρυμμένες όλες τις λαβωματιές του Ιώβ, σωληνάκια και τρυπήματα και βελόνες που μόνο η ίδια γνώριζε. Και με αυτά πορευόταν, σηκωνόταν ως το τέλος να βγει έξω στη ζωή, να βγει για καφέ, να πάμε όλοι μαζί στη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία, να πεις στα παιδιά να έρθουν να τα δώ, να τους αγκαλιάσει όλους, κι ύστερα να φύγει. Στεκόμουν και την κοιτούσα αμήχανη. Πόσο μεγαλείο είχε αυτή η διαδρομή της από τη σύσπαση του πόνου ως το ποτηράκι του λικέρ. Πόση αγιότητα. Πόσο περήφανος θα’ ταν ο Θεός για το πλάσμα Του.
Δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Αν και τον αγάπησε πολύ. Δεν τη χωρούσε όμως κιόλας. Η Μαρία ήταν των Ουρανών. Νέα και όμορφη, έτσι αναλήφθηκε και έτσι μένει στην ψυχή μας, όπως θα το’ θελε πάντα να τη θυμόμαστε.
Δεν ήταν των γηρατειών. Η ψυχή της αγέρινη ήταν και έμεινε. Τόσο αγέρινη που τριγυρίζει διαρκώς -και δε θα πάψει- εδώ κοντά μας. Μια πνοή δροσιστική που θα μας σηκώνει από όλα τα ασήκωτα.
Ψυχή αγέρινη, όπως και του αγαπημένου μας παπά Αχιλλέα, που έφυγε κι εκείνος νέος, ζωντανός, γεμάτος αγάπη, αντισυμβατικός επίσης, σαλός και ένθεος. Έφυγε πρώτος, χρόνια πριν, για να’ ναι η Μαρία δεύτερη.
Ο Θεός αγαπά τους ένθεους. Και τους τραβά ψηλά στον ουρανό, όπως οι χαρταετοί πετούν μονάχα μέσα στο φύσημά του. Ένας χαρταετός και η Μαρία που πέταξε ψηλά πριν τη Σαρακοστή, ελκυόμενος από μια αέναη Ανάσταση, πορφυρός όμως και τραγουδώντας ένα τραγούδι αγαπημένο και εκ του κόσμου τούτου “Κι έχει ένα φεγγάρι απόψε”, αναστατώνοντας τα ουράνια, σκορπώντας και εκεί την απροσποίητη ευθυμία της ψυχής της. “Μου δώσανε λαδάκια από όλους σας” σα να την ακούω να λέει στους Αγίους“μα καλά, τίποτα να μην κάνετε;” Κι εκείνοι να ξαφνιάζονται και να γελούν και να την αγκαλιάζουν όπως τα παιδιά που λένε πάντα και αφοπλιστικά την αλήθεια. Κι εκείνη να κάθεται και να τους κοιτά έναν-έναν: “Α, ώστε εσύ είσαι ο Ζαχαρίας. Δεν σε ήξερα. Αλλά προσευχόμουν σε σένα. Και για κείνη που είναι στην αυλή σου. Άντε ελάτε. Έφερα πίτσες και κρασί. Πού είπαμε πως είναι το Κέντρο;”
Ευτύχησε να’ χει δίπλα της έναν σύντροφο που στάθηκε μια μεγάλη αγκαλιά. Ένα αλεξικέραυνο -ό,τι και να ερχόταν, όποιος κεραυνός, με ατέλειωτη υπομονή και σιωπή μέτραγε την αγάπη του. Ευτύχησε να έχει υπέροχα παιδιά, γεμάτα χαρίσματα, απλές ψυχές, είδαν με μεγαλείο σιωπής εκείνη να φεύγει και το άντεξαν -όπως είδαν νωρίτερα δυο από τα αδέλφια τους να φεύγουν για τον Ουρανό. Η έγνοιά της ήταν πάντα για αυτά τα παιδιά και το έδειχνε με φανερούς και αφανέρωτους τρόπους. Τη μοιραζόμασταν σε στιγμές που οι ψυχές ανοίγουν για τα πιο δύσκολα και τα πιο σκοτεινά. Τώρα θα έχουν από αυτήν πολλά γραμμένα μέσα τους ανεξίτηλα και ίσως περισσότερο από όλα, αυτό το σφίξιμο των δοντιών απέναντι στο επίγειο σκοτάδι, αυτή την πάλη για τη ζωή με όλες και παρ’ όλες τις πληγές.
“Σου γράφω καθηλωμένη στο κρεβάτι εδώ και ενάμιση μήνα, ανήμπορη να σηκωθώ να κάνω οτιδήποτε. Μόνο παρακαλώ
Πρέπει να υπάρχεις, Κύριε
γιατί δεν ξέρω κανέναν άλλο
ν’ απευθυνθώ, να επικαλεσθώ
κανένα άλλο να προσφύγω
Απ’ τη διατριβή σου. Κώστας Μόντης.
[…] Η ζωή είναι σύντομη, γέλα ασταμάτητα, χαμογέλα, αγάπα αληθινά, συγχώρα γρήγορα
Σ’ αγαπώ
Μαρία
Θεοφάνεια 2020”
Αν ήθελα να συμπυκνώσω τη Μαρία σε μια εικόνα, θα ήταν αυτή, να κατεβαίνει στο -1 του Διαβαλκανικού, “πάω να κάψω τα μηχανήματα” να λέει γελώντας, “δεν θ’ αντέξουν τη λάμψη μου”, αφού πρώτα έχει φέρει γλυκά και καφέδες σε γιατρούς και προσωπικό, αφού έχει εισβάλει μέσα στην αίθουσα αναμονής, στα θλιμμένα και σκυμμένα πρόσωπα των υπόλοιπων ασθενών, σα να πρόκειται να παρευρεθεί σε αίθουσα χορού, σε συνεστίαση, σε δείπνο, στην τρίχα, εξωτερικά και εσωτερικά, με γόβα και μόλις από το κομμωτήριο, με ελπίδα άσβηστη και χαμογέλιο. Εκτυφλωτική και απαστράπτουσα. “Πάω κι έρχομαι, κορίτσια” λέει, “μετά για καφέ. Πάμε και για ψώνια”. Και δεν ξέρεις αν συνοδεύεις μια μελλοθάνατη ή ποιος είναι εντέλει πιο μελλοθάνατος, αυτός που έχει καρκίνο ή αυτός που αφήνει την ψυχή του σε αυτόν. Έτσι προχώρησε στον θάνατο. Αψηφώντας τον. Ως το τέλος.
“Ένιωσα λίγο καλά και βγήκα”. Ως το τέλος.
“Καλό ταξίδι. Υπέροχη μέρα για βόλτα”. Ως το τέλος.
“Πωπω φεγγάρι, είμαι στο μπαλκόνι και το θαυμάζω”. Ως το τέλος.
Και το’ δε το τέλος ένα χρόνο νωρίτερα, 21 Μαρτίου 2019, ποίημα που δε διαβάστηκε σε καμιά ημέρα της ποίησης, χωρά όμως τώρα στην αιωνιότητα των αφανών στιγμών των ακόμα πιο αφανών ανθρώπων:
“Θέλω να ανέβω στο φεγγάρι να σας κοιτώ από ψηλά και να μην πονώ πια”.
Το είπες και το έκανες, αγαπημένη.
Ό,τι και να γράψω για σένα είναι λίγο, Μαρία.
Όλγα Ντέλλα
Χίος, 4 Μαρτίου
Υπέροχος ποιητικός κι αιθέριος επίλογος για μια υπέροχη ψυχή! Βαθειά συγκλονισμένοι όλοι μας όχι μόνο απ το γεγονός αλλά κι απ την οικογένεια του σπάνιου πατρός. Καλό Παράδεισο και καλή δύναμη στην λατρευτή οικογένεια παράδειγμα. Οι προσευχές μας και η σκέψη μας κοντά σας! Σας ευχαριστούμε για τα υψηλά ποιοτικά μηνύματα ζωής. Αισθανόμαστε ελάχιστοι δίπλα σας.
Λυπάμαι! πραγματικά λυπάμαι!
υποκλίνομαι …
καλό παράδεισο
Καλό παράδεισο! Στην Ανάσταση….
Τα λογια σου με συγκλονισαν γιατι αποκαλυψες με τον πιο υπεροχο τροπο την παντοτινη και πολυαγαπημενη φιλη μας την δικη μου “Μαιρουλα”,νιωθω βαθια την ορφανια απ την απουσια της,τα λογια σου ηταν βαλσαμο στην ψυχη μου!