Η πανάρχαια τέχνη της υφαντικής είναι το νήμα που δένει γυναίκες από διαφορετικές γωνιές της Γης. Ιστορίες τους αφηγούνται δύο ντοκιμαντέρ, που μας ταξιδεύουν, εκτός από το Μεξικό, στην ορεινή Δυτική Μακεδονία όπου η παραδοσιακή χειροποίητη κλωστοϋφαντουργία κράτησε ζωντανή τη Βλάστη Κοζάνης τη δεκαετία του ’60, όταν η ελληνική ύπαιθρος άδειαζε από τη μετανάστευση και την αστυφιλία. Το πρότυπο κέντρο υφαντικής που ίδρυσαν Σουηδοί μηδένισε την ανεργία, εξασφάλισε εργασία στις γυναίκες, μα πάνω απ’ όλα άνοιξε τους ορίζοντες της κλειστής ορεινής κοινωνίας. Τσάντες, φορέματα, φούστες μίνι και μάξι, γιλέκα με τα οποία φιγουράριζαν μοντέλα στα πρωτοσέλιδα σουηδικών περιοδικών κατέκτησαν την αγορά της Σουηδίας και της Ευρώπης. Τα ρούχα της Βλάστης είχαν γίνει μόδα.
Το άγνωστο στο ευρύ κοινό ευεργέτημα των Σουηδών στους Μπλατσιώτες αποκαλύπτει η νέα ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου «Υφάντρες» (παραγωγή Κτήματος Γεροβασιλείου). Ο σκηνοθέτης, αξιοποιώντας στο σενάριό του πλάνα ενός ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε στη Βλάστη από σουηδικό συνεργείο στην ακμή της παραγωγικής διαδικασίας (1970), ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, μεσήλικων πια και γερόντων. Το «Σουηδικό», όπως αποκαλούν το κέντρο υφαντικής, ιδρύθηκε το 1963 από την ενεργή έως τώρα σουηδική φιλανθρωπική οργάνωση ΙΜ (Individuell Manniskohjalp) ως μέσον αυτοβοήθειας με στόχο να εκπαιδεύσει τις γυναίκες του χωριού ώστε να αξιοποιήσουν την αυτοδίδακτη γνώση τους στην υφαντική (πλύσιμο των μαλλιών, γνέσιμο, βαφή, ύφανση) με πρώτη ύλη το μαλλί από την πλούσια κτηνοτροφική παραγωγή τους. Ηταν ένας τρόπος να τονώσουν οικονομικά τη ζωή της κοινότητας και να περιορίσουν την αυξανόμενη εγκατάλειψη.
«Η ΙΜ προσφέρει υλικά αγαθά μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Κανόνας μας είναι η προσφορά εργασίας και όχι από τη φιλανθρωπία», εξηγούσε στους Μπλατσιώτες η πρώτη διευθύντριά τους Μαρία (Ranghild Angren). Οι υφάντρες τη θυμούνται με ευγνωμοσύνη και αγάπη. Μιλούν για το ιδιόκτητο ξύλινο κτίριο που κατασκευάστηκε στα σουηδικά πρότυπα με οικοδομικά υλικά και εργατικό δυναμικό από τη Σουηδία, για το πρωτόγνωρο εργασιακό καθεστώς, την οργάνωση και τη στελέχωσή του με Γερμανίδα σχεδιάστρια, τον παχυλό για την εποχή μισθό των γυναικών, τη φιλανθρωπική διάσταση αυτού του εγχειρήματος, «όποια ήθελε δουλειά, είχε. Αλλες στο εργοστάσιο, άλλες στο σπίτι». Οι υφάντρες της Βλάστης είχαν το δικό τους πορτοφόλι, ταξίδευαν για να επιδείξουν τα προϊόντα τους, είδαν όπερα στην Αθήνα στο πλαίσιο ψυχαγωγίας των εργαζομένων.
Υφαντά φορέματα Βλάστης σε σελίδες σουηδικών περιοδικών. Το πρότυπο κέντρο υφαντικής, που ίδρυσαν Σουηδοί, μηδένισε την ανεργία, εξασφάλισε εργασία στις γυναίκες, μα πάνω απ’ όλα άνοιξε τους ορίζοντες της κλειστής ορεινής κοινωνίας.
Οι Σουηδοί παρέδωσαν το κέντρο υφαντικής στην κοινότητα το 1988 σε πλήρη λειτουργία, με την ευχή να το συνεχίσει και να το επεκτείνει. «Η Βλάστη δεν έχει ανάγκη πλέον από βοήθεια, σε άλλα μέρη του κόσμου μάς χρειάζονται περισσότερο», εξηγούσε η Μαρία. Ηταν η αρχή του τέλους. Μια προσπάθεια να λειτουργήσει σε συνεταιριστική βάση δεν καρποφόρησε. Εκλεισε. Ηταν αναπόφευκτο. Οι προσλήψεις ανειδίκευτων εργατών στα εργοστάσια της ΔΕΗ, ο πόθος των κοριτσιών να εξασφαλίσουν μια καλή προίκα για να παντρευτούν και να ζήσουν στα αστικά κέντρα, μείωσε τον πληθυσμό. Δεν υπήρχαν πια υφάντρες. Το κέντρο στέκει κλειστό, αναξιοποίητο, σιωπηλό εδώ και 32 χρόνια. Η κάμερα του Κουτσιαμπασάκου μπαίνει στους χώρους του μαζί με τις υφάντρες. Το κοντράστ με τα χρόνια της νιότης, οι αργαλειοί, τα νήματα στην ανεμώνη, τα πολύχρωμα κουβάρια, η σουηδική σημαία δίπλα στην ελληνική, αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση για την ελληνική ύπαιθρο.
Προ-ισπανική τεχνική
Αν στη Βλάστη ο αργαλειός αποτελεί ανάμνηση, στο Μεξικό παραμένει διασκέδαση και μέσον που τους απαλλάσσει από τα δεσμά του γάμου και την εργασιακή καταπίεση. Την προ-ισπανική τεχνική της υφαντουργίας, που συνεχίζεται εδώ και αιώνες από αυτόχθονες γυναίκες στην Κεντρική Αμερική και τους δεσμούς της με την ελευθερία, καταγράφει η κάμερα της Γαλλοκολομβιανής Λάουρα Ουέρτας Μιγιάν. Στη μικρού μήκους ταινία (2017) «La Libertad», η σκηνοθέτις της «εθνογραφικής μυθοπλασίας», όπως χαρακτηρίζει τη φιλμογραφία της, ζουμάρει στα επιδέξια χέρια γυναικών και ανδρών που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα πάνω στους αυτοσχέδιους ντόπιους αργαλειούς. Ενα από τα υφαντά τους είναι μια κορδέλα με 100 μοτίβα, μεταξύ αυτών τα «ελληνικά κλειδιά», σύμβολα που διασταυρώθηκαν προ αιώνων και περνούν από γενιά σε γενιά.
Τα δύο ντοκιμαντέρ θα προβληθούν στο 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο, μετά την αναβολή του λόγω κορωνοϊού, θα διεξαχθεί τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου.
kathimerini,gr
Να προβληθούν στον κινηματογράφο Ολύμπιο της Κοζανης και στην Πτολεμαιδα