Ξεφυλλίζοντας πρόσφατα τα γραπτά του παππού μου Θεόδωρου Θεοδουλίδη, έπεσα πάνω σε ένα τεύχος της Ποντιακής Εστίας του 1986 όπου αφηγείται ως προσωπικός μάρτυρας την επίθεση από τους Τσέτες στο χωριό Λερί, επαρχία Αργυρουπόλεως, το θάνατο 13 κατοίκων, τον αναγκαστικό εσωτερικό ξενιτεμό στην Ίμερα 700 ανθρώπων για προστασία και την επιστροφή τους στο Λερί και την πείνα που τράβηξαν τότε καθώς οι Τσέτες είχαν λεηλατήσει ζώα και προμήθειες.
Μεγαλώσαμε με παρόμοιες ιστορίες, άλλες ευχάριστες άλλες δυσάρεστες, κάθε βράδυ θυμάμαι μαζεύονταν παππούδες/γιαγιάδες και μιλούσαν συνεχώς για την πατρίδα. Μου έκανε εντύπωση που πολλές φορές ακούγαμε την ίδια και την ίδια ιστορία και ως παιδί αναρωτιόμουν “καλά δεν βαριούνται”;
Και μετά διάβασα στον Ευριπίδη, ότι “η μεγαλύτερη πίκρα του ανθρώπου είναι ο ξεριζωμός, δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος σ’ αυτή τη γη από το χαμό της πατρίδας”, και τότε τους κατάλαβα…
Δεν γνωριζόμαστε κύριε αλλά μου έφερες τις μνήμες των παππούδων μου με τις ιστορίες για τον βίαιο ξεριζωμό . Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει
κ. Πρύτανη, μας συγκινήσατε. Πολλοί έχουμε μεγαλώσει με τις αφηγήσεις από τον ξεριζωμό των παππούδων μας. Πράγματι τότε, όταν ήμασταν παιδιά δεν κατανοούσαμε τον καημό που δήλωναν μέσα από αυτές. Τώρα όμως, ενήλικες πια, οφείλουμε να τις διατηρήσουμε και να τις μεταδώσουμε και στα δικά μας παιδιά. Όχι με πνεύμα μίσους, αλλά με διάθεση μετάδοσης της πίκρας που ακολουθεί τον κάθε ξεριζωμό, όπου και όποτε αυτός συμβαίνει. Το οφείλουμε στη μνήμη αυτών που μας μεγάλωσαν και όσων χάθηκαν
Θυμάμαι τον πατέρα μου να διηγείται πως ο ιερέας παππούς του πέθανε από ανακοπή όταν μπήκαν στο σπίτι του τσέτες για να τον σφαγιάσουν. Δεν πρόλαβαν. Πέθανε μπροστά τους.