Ήταν 1960.Ήταν 31 Δεκέμβρη. Ήταν και Δευτέρα. Κι επειδή ήταν Δευτέρα τα Σέρβια είχαν, όπως συνήθως, παζάρι. Από τα χαράματα ο πατέρας έφυγε με φορτηγό για τα Σέρβια. Μέχρι τότε οι συγκοινωνία γινόταν με τα «πράματα», μουλάρια και άλογα. Αυτό ήταν και πολύ καλό και πολύ κακό, γιατί τα ζώα ποτέ μα ποτέ δεν βάλτωναν αλλά οι ευλογημένες ώρες να πας- να ρθείς ήταν πολλές κι η κούραση μεγάλη. Έτσι τα μουλάρια παρέδωσαν την σκυτάλη στα «επιβατικά» φορτηγά. Ένα τέτοιο είχε κι ο «Γκουραός», που στα χαρτιά τον έλεγαν Θόδωρο Γεωργανάκη. Την προηγούμενη μέρα είχε πάρει το αυτί μου, πως την μέρα εκείνη ο πατέρας θα αγόραζε από το παζάρι κι ένα ράδιο, είδος πολυτελείας τότε στο χωριό. Ζήτημα αν κυκλοφορούσαν τότε 5-6 ραδιόφωνα. Από αυτά τα μεγάλα ξέρεις, που κάθε τόσο βλέπουμε στις ελληνικές ταινίες, με μεγάλη κεραία, μεγάλη μπαταρία και πάντα καφέ χρώμα.
Ο δρόμος είχε την δική του ιστορία, που έλεγε και κι ο Μάνος Λοΐζος. Ήταν χωματόδρομος γενικώς, με κάποιες πέτρες πεταμένες, εκεί όπου οι λάσπες του περίσσευαν. Ξεκινούσε από το καφενείο του «Τσιαμτσού»,Αγοραστού Βασίλη, ανέβαινε στο παλιό σπίτι του παπά, συνέχιζε και περνούσε από το Κονοστάσι της Βαγγιλής, μετά στις Τρείς Γκουρτσιές ,στο σύνορο Λιβαδερού-Τριγωνικού-Μεταξά και εκείθεν κατέληγε στην διακλάδωση τσ Μιταξάς όπως λέγαμε τότε. Η πιο μεγάλη ώρα, κατά το λαϊκό τραγούδι, για το αμάξι ήταν όταν ξεκινούσε την ανηφόρα για το σπίτι του Παπαγιάννη που είπαμε πρωτύτερα. Έπαιρνε φόρα για να μην κολλήσει στις λάσπες ,αλλά αυτό σπάνια συνέβαινε. Κολλούσε, το τρακτέρ έφθανε, το τράβαγε με ριμούργκα (συρματόσχοινο) και η κάθε αρχή και δύσκολη έφθανε στο τέλος της. Όχι, ότι στην συνέχεια της διαδρομής το φορτηγό καλοπερνούσε. Οι λάσπες ήταν πολλές, πολλές κι οι ανηφόρες. Και δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι επιβάτες κατέβαιναν και έσπρωχναν όλοι μαζί για να ξεκολλήσει και να ξελασπώσει το φορτηγό.
Κι έφτασε το βράδυ στο χωριό. Δεν νύχτωσε μόνο μα κι η ώρα πέρασε και κανείς από το παζάρι δεν είχε φανεί. Πήγε η ώρα εννιά κι ακόμα να φανεί ο πατέρας με το ράδιο παραμάσχαλα. Δεν κοιμήθηκα και περίμενα. Όχι γιατί θα κάναμε ρεβεγιόν το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Τέτοιο πράμα ήταν σ’ εμάς παντελώς άγνωστο. Εγώ είχα όμως τον καημό μου, τον μεγάλο. Για το ράδιο που αργούσε κι η ώρα που περνούσε. Κείνη την μέρα είχε ρίξει χιονόνερο πολύ, κι η μάνα με παρηγορούσε, πως ίσως το φορτηγό βάλτωσε ,ίσως θα περνούσε και από τον Μεταξά να αφήσει πράγματα, γι’ αυτό και αργούσε τόσο πολύ να φανεί.
Απ’ την πολλή παρηγοριά τελικά αποκοιμήθηκα, χωρίς να το καταλάβω.Και ξάφνου μες τον ύπνο μου ακούω μουσική ,πρώτη φορά από ράδιο. Σαν σε όνειρο. Μα το τραγούδι ήταν ξένο και η μουσική από ακορντεόν. Όπως και να ήταν όμως το ράδιο έπαιζε κι εγώ στον ύπνο μου πετούσα στους ουρανούς. Συνέχισα να κοιμάμαι και το ράδιο συνέχισε κι εκείνο να παίζει πάντα μουσική με ακορντεόν. Μόνο τις επόμενες μέρες κατάλαβα γιατί τόσο πολύ ακορντεόν, βρε παιδί μου. Όπως συνέβαινε τότε, τις νύχτες δύσκολα έπιανες ελληνικό σταθμό. Ο πατέρας έπιασε λοιπόν έναν βουλγάρικο σταθμό με παραδοσιακή μουσική. Το μυστήριο λύθηκε. Το χούϊ μου όμως έμεινε. Από κείνη την βραδιά αγάπησα τόσο πολύ και το ακορντεόν και τα βουλγάρικα τραγούδια, κι ακόμα δεν με πέρασε. Πολύ φυσικό θα μου πεις, ήταν τα πρώτα ακούσματα από το δικό σου ράδιο και έτσι εξηγείται το πράμα.
Το ράδιο ήταν μακρόστενο, είχε τέσσερα κουμπωτά κουμπιά και τέσσερις μπαταρίες. Το χρώμα του ανοιχτό πράσινο. Είχε και μια κεραία βιδωτή και πτυσσόμενη, που η ζωή της έμελλε να είναι πολύ μικρή. Ο αδελφός μου την έκανε σύριγγα για τον «άρρωστο» άλλο αδελφό μου. Κι εκεί που ένα βράδυ του έκανε την «ένεση», η κεραία στράβωσε, έσπασε κι έμεινε σχεδόν η μισή.
Αυτό το ράδιο, που αργότερα το είπαν τρανζίστορ και τελικά πέρασε στην ιστορία ως ραδιόφωνο έγινε αποκλειστικό μέσο ψυχαγωγίας για αρκετό καιρό του θείου μου του Τσέλλιου (του Αστέριου Παπαστέργιου).Τα μεσημέρια μα και νωρίς τα βράδια το έπαιρνε αγκαζέ στο τραπέζι μας και έψαχνε σταθμούς εδώ κι εκεί συνέχεια, πηγαίνοντας το δείκτη πέρα -δώθε ψάχνοντας δημοτικά τραγούδια. Εγώ πάλι απ’ την μεριά μου σημείωνα κάθε τόσο το τραγούδι που «λαλούσε» κάθε στιγμή στο ράδιο, για να τ’ ακούσω και την άλλη μέρα, την ίδια ώρα. Τόσο ενημερωμένος ήμουνα για τα προγράμματα τρομάρα μου. Η αδελφή μου απ’ την άλλη, μ’ αυτό το ράδιο έμαθε απέξω κι ανακατωτά όλα τα επεισόδια από το Σπίτι των Ανέμων με τον Λαμπίρη και την Τζοβάνα.
Κοντά στο 1980 το ράδιο τάπαιξε, κατά το κοινώς λεγόμενο. «Παρέδωσε» και το πνεύμα και την λαλιά του. Ήταν καιρός. Μια ασπρόμαυρη τηλεόραση μπήκε στην θέση του.Ήταν πάρα πολύ καλή. Όλα τα έδειχνε χιονισμένα και πολύ όμορφα. Από τα περίσσια παράσιτα που είχε το ορεινό χωριό.
Κώστας Φαρμάκης
Ξάνθη