Μέρις τώρα του κλώθου, του φέρνου απού δώ του φέρνου απού κεί, δεν λιέου ν΄αρχινίσου. Είνι σαν ΄ν αγκαστρουμέν΄ τ ΄γυναίκα, όλ΄ χαίρουντι μι του μκρό που τα γιννήσ΄ αλλά καένας δεν σκέφτητι τ΄ς πόν΄ απ΄τ΄γέννα. Αυτάϊα τα κασμέρια κι μι μένα.
Άϊντι κάτσι τώρα να θυμθείς κι να τα γράψς. Δεν έχω καντίπουτα γραμμένου, τα πρέπ΄ να τα θυμθώ.
Κι τι αρχίντσις να γράφς τα μι πεί καένας κι σταμάτσις σ΄μέσ΄αφού δεν ήσαν έτοιμους;
Όλου του δίκιου θκό τ΄, αλλά κι γώ δεν έχου ιντιλώς άδικου, έγραψα κάνα δυό κείμινα ινδιάμισα, του ιένα ήταν για ΄ν ιπέτειου για τα παλληκάρια που σκότουσαν οι Γιρμανοί σ΄ν Κατοχή κι ιένα ακόμα.
Ιδώια απ΄ τα λιέμι ούτι κάνα αρχείου έχου, ούτι καένας μπουρεί να μι βουηθήσ΄, τα πρέπ΄ ιγώ να τα θυμθώ. Λιέν οι πουλλές κουβέντις είνι φτώχια, αλλά καμιάφρας σι βουηθούν για να πάρς, γκζότ΄*
Τα γράψου λίγα λόια ακόμα για τουν Χρηστάκ΄, ου Χρηστάκς ήταν ιένας ιδιαίτιρους χαρακτήρας, ήταν όπους λιέν οι θιατρίν΄ απού γιρή στόφα. Είχιν έντουνα μέσα τ΄ του στοιχείου του κουμικού, μπουρούσιν μι ιέναν μουρφασμό κι μόνον να ξικλιαστείς στα γέλια. Ήταν ιφιβριτικός κι σκάρουνιν σκιτσάκια στου πι κι φι. Λίγ΄ τα θυμούντι τουν Κουζιανιώτ΄κουν γάμου μι νύφ΄ τ΄Γίτσα κι πιθιρά τ΄Λιένκου μι του γκαργκούλ΄*,ουπάν στου κάρου μι τα προικιά απλουμένα κι τα μκρά γύρου-γύρου. Πουλύ προχουριμέν΄ η σκέψ΄, πιδιά πριν απού του γάμου κι όλα αυτάια σ΄δικαϊτία του πινήντα ή του άλλου ΄ν πίτα απού χιών΄.
Θέλου να π΄στέβου, όχ΄ ιπειδή ήταν πρώτους ξάδιρφους τ΄ς μάνας μ΄, αλλά ιάν ου Χρηστάκς βρίσκουνταν σ΄ν Ανθήνα κι πάειν σι καμιά σχουλή τα ήταν ιένας πολύ καλός θιατρίνος.
Βρέθκιν όμους σην Κόζιαν κι σι συνθήκις γινικά άσχημις για όλουν τουν κόσμου βέβια, κι έτσια, χάθκιν ιένα ακόμα ταλέντου στα τόσα πουλλά!
Άφκιν όμους παρακαταθήκ΄ τα πιδιά τ΄, τουν αμψιό τ΄ απού αδιρφή, τα πιδιά απού πιδί τ΄ αδιρφούτ΄, όπους κι του πιδί απού πιδί τ΄ς άλλης αδιρφής τ΄. Άλλ΄ αχουλήθκαν μι του φανό κι άλλ΄ μι τ΄μουζική. Λόζγιους κι ανακατουσιά*, άμα μπλέξ΄μι σόια. Τα πρέπ΄ να σώισ΄ κάνα τμήμα μαθηματικό για να ξιλουζγιάισ΄ τα λουζγιασμένα μτάργια*.
Του δρόμου μπρουστά απού τουν κινηματόγραφου δεν θυμούμι πώς τουν ίλιγαν. Αλλά κανουνικά αφού ήταν συνέχεια απού τ΄ ουδό τ΄ Παύλ΄τ΄Χαρίσ΄ έτσ΄ τα τουν ίλιγαν κι αυτόν.
Ου κόσμους πάεινιν στου σινιμά, αν ίφιρναν κι κάνα καλό έργου, γιόμουζιν ου δρόμους απού τ΄ν ουδό Ειρήνης( αργότιρα πιζόδρουμους),μέχρι ΄ν ουδό Μπουσίου, ήταν σαν παστές σαρδέλις, που να πειράσ΄ αυτουκίντου, αριά κι πού πιρνούσιν, αλλά γίνουνταν χαμός. Άλλ΄έμπιναν στου καρβουνιάρκου που ήταν απέναντι, μι φαίνητι ήταν τ΄Ντανταμόγια κι γίνουνταν μαύρα τα παπούτσια τ΄ς απού ΄ν καρβουνόσκουν΄ κι άλλ΄στου μαγαζί μι κρασιά τ΄Σπάτα, αν θυμούμι κι δώ καλά του όνουμα.
Έργα μι τουν Σαρλώ όπους του “Χαμίνι”, “τα Φώτα της πόλης”, “ Μοντέρνοι καιροί ”, “ Ο Μεγάλος Δικτάτωρ”, τα ελληνικά “Οι Γερμανοί ξανάρχονται” , “ Ο Μεθύστακας” έργα μι τουν Χουντρό κι τουν λιγνό όπους στου έργου “ Ο Χοντρός και ο Λιγνός στην Λεγεώνα των ξένων”, έργα πουλιμικά, καουμπόικα, γκανγκστιρικά, χουριφτικά, ανάλουγα. Ανάλουγα ήταν κι τα συνισθήματα τουν θιατών. Του κλιάμα του είχαν ψουμουτύρ΄.
Κι πώς να μην το ΄χν, λίγα απέρασαν όλα αυτάια τα χρόνια, ιξόν απού τ΄φτώχεια κι τουν πόλιμου κάθι οικουγένεια τα είχιν κι έναν λιγότιρον, μα τα ήταν πατέρας, πιδί, θειός, συνγκινής, για να μην απουμείν΄ καμνιάν οικουγένεια παραπουνειμέν΄!
Ου συνιμάς ήταν ιένα μέσουν για να ξιχαστεί κι να ξιχάσ΄, έστου κι προυσουρινά. Ιένα άλλου μέσουν ήταν κι του ράδιου, όσ΄είχαν ή πάειναν κι άκουγαν σι συνγκινείς που είχαν ή απ΄τα μιγάφουνα σι ουρισμένις γειτουνιές.
Να τι έγραφα τ΄ς 3 τ΄Φλιβάρ΄του ΄15:
“ Καλοκαίρι 1948. Από μεγάλα μεγάφωνα (χωνιά), μόνιμα εγκατεστημένα, ακουγόταν στη διαπασών σε όλη την περιοχή του Αγίου Αθανασίου, Αγίου Κων/νου έως και το Κιρμαργιό το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, Συννεφιασμένη Κυριακή.Τι είχε συμβεί. Εκείνη την εποχή έγινε η εγκατάσταση δίπλα από την ανατολική μάντρα του Αγ. Αθανασίου ο πομπός του ραδιοφωνικού σταθμού της Κοζάνης, με πολλές και ψηλές κεραίες γύρω από το κτίριο. Ο σταθμός, στρατιωτικός φυσικά. Το δε στούντιο βρισκόταν στο στρατιωτικό καλοκαιρινό κινηματοθέατρο “ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ όπου σήμερα βρίσκεται η στρατιωτική λέσχη αξιωματικών και το κινηματοθέατρο ΦΙΛΙΠΠΟΣ. “
Και συνέχιζα
“Καλοκαίρι 1949. Επιτέλους ο εμφύλιος τελείωσε. Ο κόσμος προσπαθεί να ξεφύγει μακριά από τη φτώχεια και τη δυστυχία. Ως πρώτο μέσο και καταφύγιο για να απαλύνει την ψυχή του βρίσκει το σινεμά που για δύο ώρες τον μεταφέρει σε κόσμους άγνωστους, εξωτικούς, σε κόσμους που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσε. Το σινεμά που τον κάνει να ξεχαστεί και για λίγο να ταυτιστεί με τους ήρωες της ταινίας. Τον Έρολ Φλίν στην παληά ταινία του ΄36, Επέλαση ελαφράς ταξιαρχίας (Τhe Charge of the light brigade). Τον Όρσον Γουέλς στον Τρίτο Άνθρωπο (The Third Man), το καλύτερο φίλμ νουάρ, 1949. Τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην ταινία Καζαμπλάνκα, 1942. …και τόσους και τόσους άλλους.Από τα μεγάφωνα της αίθουσας ακούγονται τα σουξέ της εποχής “Βίρα τις άγκυρες”, ” Αντιός πάμπα μία”, για να γλυκάνουν λίγο την προσμονή της έναρξης.Το σινεμά πράγματι, ήταν χώρος φυγής και ονείρου, χώρος νοσταλγίας ακόμη και χώρος όπου οι μουσικοχορευτικές ταινίες μας γνώριζαν καινούργια τραγούδια και χορούς εκτός από γνωστά τανγκό και βάλς. Γνωρίσαμε το μάμπο, το σουίνγκ, τη σάμπα, τη ρούμπα.”
Πριν αρχινήσ΄ του έργου έβαναν κι ιλαφρά τραγούδια, ιπιτυχίις τ΄ς ιπουχής που μόλις είχαν κυκλουφουρήσ΄ όπους του “Βίρα τ΄ς Άγκυρις” μι τ΄ Σμαρούλα Γιούλη κι του Τρίο Κιτάρα. Η Γιούλη ήταν κι ηθουποιός. Ο κινηματόγραφους “ ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ”, ικείνου του καλουκαίρ΄έβανιν του ίδιου τραγούδ΄αλλά μι τουν Τζίμυ Μακούλη.
“ Μες τη φτώχεια και την απονιά
έχω ζήσει τα πιο όμορφα μου χρόνια
Γι΄αυτό άνοιξε ναύτη τα πανιά
για να φύγω απ΄αυτόν το ντουνιά
Βίρα τις άγκυρες για ξένους τόπους
να δούν τα μάτια μας άλλους ανθρώπους
Σ΄άλλα λιμάνια σε ξένα μέρη
μας πάει πρίμα μακριά τ΄αγέριτα
Βίρα τις άγκυρες και βάλε πλώρη
μακριά απ΄το έρημο το φτωχοχώρι “
Πέρασαν όμους δυό-τρία χρόνια κι αντάμα μι τ΄ς γιουμάτις αίθουσις του σινιμά ήταν κι κάπχις άλλις αίθουσις που ιξήταζαν νέα πιδιά για να μπουρέσν να φύβγν μιτανάστις σ΄ν Αυστράλια κι στου Βέλγιου τ΄ς στουές.
Τα χραστεί ακόμα ιένα κείμινου, τα λιέμι αδέφτιρου
* Γκαργκούλ΄ = Μαντήλι για το κεφάλι, συνήθως μαύρο, τσεμπέρι. Εκτός αυτών που φορούνται από μόδα (μαντήλες) οπότε είναι πολύχρωμα
*Γκζότ΄= απορρυπαντικό πιάτων, υγρό πιάτων. Στην περίπτωση μας, παίρνω μπροστά. “Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια και δεν τα βλέπεις όπως λένε με το πρώτο”, λέει ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία. Το Κοζανίτικο ιδίωμα είναι δύσκολο να το καταλάβεις εάν πρώτα δεν μπείς στην νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης των Κοζανιτών.
* Λόσγιους κι ανακατουσιά = Μπερδεμένα και ανακατωμένα
* Λουζγιασμένα μτάργια = Μπερδεμένα τα δύο όμοια εξαρτήματα του αργαλιού με τα οποία μετακινούνται τα νήματα του στημονιού για να περνάει η σαίτα.
Μήκας Ελίμειος
4 Φεβρουαρίου 2021