Ο δρόμος περνάει από μέσα του (του Δημήτρη Βούρκα)

12 Φεβρουαρίου 2021
22:26

Δεν πρόκειται για το εξαιρετικό νεοελληνικό δραματικό θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη “Ο δρόμος περνά από μέσα”, που γράφτηκε το 1990 και ανέβηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά από το “Πειραματικό Θέατρο της Πόλης”, της Μαριέτας Ριάλδη.
Χάθηκε η ευκαιρία όμως, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου, να γίνει το δεύτερο θέατρο που θα ανέβαζε αυτό το αξιόλογο έργο. Τι έγινε όμως και δεν ανέβηκε; Ως μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής πρότεινα να ανεβάσουμε το συγκεκριμένο έργο. Έφερε ο καλλιτεχνικός διευθυντής το έργο σε φωτοτυπίες, το διαβάσαμε έκαστος χωριστά, έγινε συζήτηση αλλά τα δύο άλλα μέλη της επιτροπής δεν συμφώνησαν να ανεβεί ο καθένας για τους δικούς του λόγους, δεν θεωρώ σκόπιμο να αναφερθούν εδώ. Έμεινα μόνος που επέμενα να το ανεβάσουμε. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, αναγκαστικά πήρε τη θέση των δύο μελών. Άλλωστε, ήταν μέλη από την ίδρυση του θεάτρου το 1982.
Έτσι χάθηκε η ευκαιρία, να γίνει το δεύτερο θέατρο που θα ανέβαζε το εξαιρετικό αυτό έργο και πρώτο στην περιφέρεια εκτός Αθήνας. Ο δρόμος τελικά δεν πέρασε από μέσα για να συνεχίσει αυτό που είχε αρχίσει να γίνεται με το έργο “Το Σακάκι που Βελάζει” και το “ Ecu- ecu στη B’ Εθνική”.
Αν και στο θεατρικό έργο, ο δρόμος δεν είναι κανονικός δρόμος, αλλά εσωτερικός, μέσα μας. Στη γενέτειρα υπήρξε και υπάρχει ένας δρόμος, μόνο που τώρα είναι κλειστός για τους διαβάτες και τους εποχούμενους.
Μέχρι στ΄μέσ΄ τ΄ς δικαϊτίας του ΄40, η συγκινουνία απού ΄ν Κόζιαν μι του Βόιου, του Γριβινό κι ΄ν Καστουργιά γίνουνταν απού τουν δρόμου που πιρνούσιν μέσα απού του στρατόπιδου.
Όταν μπήκαν οι Γιρμανοί σην πόλη μας πάλι απού ικεί πιρνούσαμι. Δεν τουν έκουψαν γιατί δεν υπήρχιν άλλους δρόμους. Του δρόμου απού του καμίν΄ μέχρι του πηγαδούλ΄ τουν έφκιασαν όταν είχαν φύβγ΄ οι Γιρμανοί. Τουν έφκιασαν μιτά του σαρανταπέντι κι έτσια για να βγούμι στου πηγαδούλ΄ έφκιανάμι τ΄φούρλα απ΄τουν κάτ΄ του δρόμου. Αν δεν κάμου αλάθουν, τουν έφκιασιν η Amag. Τουν δρόμου που πιρνούσιν απού μέσα απ΄του στρατόπιδου τουν σφάλτσαν, μούνγκι ου στρατός τουν χρησιμουποιούσιν.
Τα πρέπ΄ όμους, να ξικαθαρίσου ουρισμένα πράγματα για τουν Γιρμανό (Αυστριακό) γιατρό που σκότουσαν οι αντάρτις*.
Ου Μπάρμπας μ΄ ου Κώστας, νέους, γύρου στα τριάντα, ικείν΄ ντηλ μέρα πάεινιν στα πρόβατα, απού τουν χουματόδρουμου για του Κουτσιούκ Ματλί, για να αλλάξ΄ μι τουν τζιουμπάνου τουν Αντών΄ που ξυνίχτσιν, φλάγουντάς τα. Δεν υπήρχιν ου σημιρνός δρόμους Γκουτζιά Ματλί-Κουτσιούκ Ματλί. Στου δρόμου, λίγου όξου απ΄του χουριό, τ΄ς πρόπουδις τ΄Αρίνταγα, τουν τσάκουσιν μια μιγάλ΄πιρίπουλους κι αντάμα μι 17 παλληκάρια τ΄ς πήγαν σι μια ριματιά τ΄Αρίνταγα κι τ΄ς σκότουσαν. Ήταν έντικα μι δώδικα, μέρα Διφτέρα τ΄ς 24 τ΄ Γινάρ΄. Άλλ΄πιρίπουλους τσάκουσιν άλνους πινήντα απ΄του Γκουτζιά Ματλί.
Τι γίνγκιν όμους κι δεν τ΄ς σκότουσαν κι αφνούς; Ου γιατρός έζησιν έξ΄ πιρίπου ώρις κι είπιν ότι δεν φταίγν αφτοί απ του Γκουτζιά Ματλί, ήταν αντάρτις αυτοί που τουν πυροβόλτσαν κι έτσ΄ τ΄ς άφκαν ιλέφτιρ. Η διαταγή φαίνητι δεν έφτασιν σ΄ν άλλ΄ πιρίπουλου κι΄έτσ΄ πήγαν άδικα τα 18 παλληκάρια.
Έγραψα σι προυηγούμινου κείμενου για 17. Όπως μι ίλιγιν κι η θειά μ΄ η Βηθλιέμ, ήταν 18. Ιγώ όμως,μέτρησα 17 φέριτρα μπρουστά απού του σπίτ΄. Δεν έκαμα αλάθουν, ου ιένας ήταν απού άλλου χουριό κι ΄δεν τουν έθαψαν στουν Άγιου Βαρθουλουμαίου.
Τώρα, δεν ξέρου αν τα σκότουναν τ΄ς σαράντα πέντι στα Μαντέμια, αν ζούσιν ου Γιρμανός γιατρός, γιατί είχαν σκουτώσ΄ άδικα τ΄ς 18 στουν Αρίνταγα.
Η φίλη μ΄ η Τάσα η Σιόμου, έγραψιν σχιτικά ιένα κείμινου για τ΄ μνήμ΄ τουν σαράντα πέντι που σκότουσαν οι Γιρμανοί στα Μαντέμια, μι τίτλουν “ Σκουτών΄ οι Γιρμανοί σαν τσ΄λαγοί” κι σι ιένα συμπληρουματικό αναφέρν΄ ότι ιγώ απουσύνδισα του γιγονός αυτό μι τουν σκουτουμό τ΄γιατρού. Του απουσύνδισα για δυό λόγ΄, ου ιένας ήταν αυτός που έγραψα στου κείμινου κι ου άλλους είνι ότ΄ ου Μήτσιους ήταν κι αυτός στου γιγουνός που πιριγράφ΄ η Τάσα. Κι όταν άκσιν κι αυτός ότ΄ σκουτών΄οι Γιρμανού όποιον βρούν, κατηφόρσιν κι χάθκιν μι άλνους, μπουρεί κι μι τουν μπαμπά τ΄ς Τάσας αντάμα, για τ΄ν άλλ΄ μιρά προς του ρέμα τ΄ς γαλαζιόπιτρας.
Η γαλαζιόπιτρα, είνι μια πιριουχή ικατονμπινήντα πιρίπου μέτρα μακρύτιρα από του σημιρνό γηρουκουμείου στου δρόμου για ΄ν Καστουργιά, διξιά σι μια πλαγιά μι δύο ρέματα. Ικεί, είχιν χουράφ΄ ου θειός μ΄ ου Μήτσιους. Όταν πάειναμι μι τ΄γιαγιά τ΄Γουγώ στου χουριό, έκουβάμι δρόμουν κι απού του μουνουπάτ΄ τ΄ς γαλαζιόπιτρας έβγινάμι στου εικουνουστάσ΄ , στουν Άγιου Χαράλαμπου.
Λίγα μέτρα παραπάν απ΄του εικουνουστάσ΄, είχιν άλλου ιένα χουράφ΄ κι αυτό του ίλιγάμι, του χουράφ΄ στ΄ Συκιά, γιατί είχιν μια συκιά κι ιένα πηγάδ΄ όχ αρβανίκουν, είχιν κι μια μκρή πουτίστρα. Ικεί ήταν ου Μήτσιους. Αυτός είνι ου λόγους που δεν συνδέουντι τα δυό γιγουνότα. Δεν μπουρεί να ήταν ικείν΄τηλ μέρα κι στα δυό.
Πάντα φλαγουμάσταν να μην ΄ρθούμι απέναντι από πιριπουλίις τουν Γιρμανών σι τέτχιους δρόμους, Γκουτζιά Ματλί κι ανάπουδα, μαναχοί μας. Κάπουτι που γυρνούσαμι απού του χουριό σην Κόζιαν, αφτήν τ΄ χρουνιά μι τα γιγουνότα, πάλι μι του γαιδουράκ΄ φουρτουμένου στ΄τιάρ για άλισμα στ΄ Χασάπ΄ του μύλου, λίγου πριν του σημιρνό γηρουκουμείου, γλέπουμι στου βάθους μια πιρίπουλου απού τέσσιαρς Γιρμανούς μι τα αυτόματα στουν όμου κι ικείν΄ τ΄στιγμή στρίβ΄ ου Μήτσιους του γαϊδουράκ΄ σι ιέναν χουματόδρομου που ήταν ζικ-ζακ, διξιά κι αριστιρά αμπέλια μι τρανές μπαλαμιές. Ικεί ήταν κι τ΄αμπέλ΄ τ΄ Θανάσ΄τ΄Σιάσιου μι του μπακάλ΄κου στου κιραμαργιό, σούπιρ μάρκιτ ικείνης τ΄ς ιπουχής, που μας έκρυβαν κι δεν φαίνουμάσταν απ΄τουν δρόμου. Μπουρεί κι να μας είιδαν στου δρόμου, αλλά δεν ήταν φαίνητι μέρα σκουτουμού.
Ιένα άλλου γιγουνός, γίνγκιν τ΄ς τέσσιαρς του Ιούλ΄ του ΄44, μι δώδικα πιρίπου άτουμα απού τ΄ς φυλακές τουν Γιρμανών στου στρατόπιδου τ΄ς Κόζιαντς.
Οι φυλακές ήταν το τιλιφταίου διόρουφου κτίριου όπως αφήνουμι τα κτίρια απ΄του στρατόπιδου αριστιρά, κάθιτα απού τουν δρόμου για ΄ν Καστουργιά. Κάνα μήνα απού του σκουτουμό τ΄Γιρμανού, ξιαπουλήθκαν κι μάζουξαν πάρα πολύ κόσμουν για αφτές τ΄ς φυλακές. Ου κόσμους ξιαπουλήθκιν κι πήγιν στ΄ς φυλακές να ψάξ΄ για τουν θκότ΄άνθρουπου. Πήγαμι ιγώ η μάνα μ΄ κι ου ξάδιρφός μ΄ ου Μιχαλάκς, πέντι- έξ΄ χρόνια τρανύτιαρους, για να δούμι τι γίνητι, γιατί με όλον αυτόν τουν κόσμου είχαν τσακώσ΄ κι τουν Μήτσιου. Ύστιρα από πουλλές ώρες, πολύν κόσμου τον αφκαν ιλέφτιρουν, κράτσαν όμους πουλλούς.
Απ αφνούς πήραν τα άτουμα που γράφου παραπάν κι τ΄ς πήγαν κι τ΄ς σκότουσαν στ΄Μπάρα, σ΄διαστάβρουσ΄ για τ΄ Σιάτστα.Τι γίνκιν όμους; Η γιαγιά μ΄ η Γουγώ πάεινιν να γιουμόσ΄ τα γκιούμνα απού τ΄βρύσ΄ του Γκουτζιά Ματλί, που βρίσκουνταν λίγα μέτρα μέσα απ΄του δρόμου για τ΄Σιάτστα κι ΄ν Καστουργιά κι ακούει μια φουνή απ΄του γιρμανικό αυτοκίντου: Γουγώ, Γουγώ, γυρνάει κι γλέπ΄ τουν Κώστα τουν Σιάτρα.
Ου Κώστας ου Σιάτρας, ήταν ράφτς κι καλός ράφτς, είχιν παέν΄ κι σην Πόλ΄ κάνα δυό χρόνια, του τριανταένα μι του τριανταδυό, κι ου μπαμπάς τ΄ ου Γιώρς κι αφτός ράφτς, έραβαν ικείνα τα χρόνια τσιούλια κι κάπις, για όσ΄ χάλιβαν απ΄ όλ΄ ΄ν πιριφέρεια, τουν Γριβινών, τ΄Σιάτστας κι απ΄του Τσουτύλ΄ κι του Ζιουπάν΄.
Ου Γιώργους ου Σιάτρας ήταν πρώτους αξάδιρφους μι τουν Κουκόλα τουν Σιάτρα, αδιρφό τ΄ς Γουγώς. Ου Μήτσιους, η μάνα μ΄ κι τ΄ άλλα δυό αδέρφια πρώτα ξαδέρφια μι τουν Κώστα τουν Σιάτρα.
Τουν Κώστα τουν Σιάτρα, τουν σκότουσαν στ΄ Μπάρα, αντάμα μι τουν Βέλλιου κι τουν Παπαγεωργίου, μπουρεί κι καέναν άλλουν Κουζιανιώτ΄ . Υπάρχ ΄ μνημείου πιριφραγμένου. Ιγώ δεν πήγα να του δώ, κι όπως λιέν στουν τόπου που σκοτώθκαν δεν φύτρουσιν χουρτάρ΄.
Ου Βέλλιους , τ΄ς γνουστής οικουγένειας κι ου Παπαγεωργίου, που κάθουνταν στου λάκκου στου Κιρμαργιό κι είχαν του καφινείου κι χουριφτικό κέντρου στ΄ν Παύλου Μιλά.
Αξίζ΄ ιδώια ν΄ αναφέρου γι΄αφτό που έγραψιν κάποιους στου “ Κοζάνη: Μνήμες, Αναμνήσεις & Εικόνες-Kozani “, απ΄του Γριβινό κι χάλιβιν να μάθ΄ τουν ράφτ΄ που έραψιν ιένα κουστούμ΄ για τουν γάμου τ΄ πάππου τ’ κι μι΄αυτό παντρέφκαν όλ΄ στου χουριό τ΄. Κάπ΄ έγραψιν βέβια του ιπίθιτου Σιάτρας. Ναι, ήταν ου Κώστας ου Σιάτρας αλλά είχιν μούνγκι ιένα κουρίτσ΄.
Όταν τουν τσάκουσαν τουν Κώστα, στου σπίτ΄τ΄ κάτ΄απ΄τουν Άγιου Νικάνουρα, άκσαν οι γυναίκις απού μέσα, μια φουνή: ιδώια είνι!
Αυτή ήταν η μαύρ΄ κατουχή κι τα παραπάν είνι λίγα απού αυτά που γίνγκαν και μι συμμιτουχή “λίγουν;” συμπατριουτών μας που έπιξαν τουν ρόλου που έπιζιν σι τινίις ο συμπαθέστατος και σπουδαίος ηθοποιός, Δήμος Σταρένιος.
Σας κούρασα λίγου αλλά έπριπιν να τα πώ.
Μήκας Ελίμειος
12 Φεβρουαρίου 2021

2 σχόλια

  • Μπράβο και πάλι κύριε Βουρκα για τον ακριβή τρόπο αφήγησης σπουδαίων γεγονότων και ανθρώπων εκείνης της περιόδου της φασιστικής κατοχης . Αξίζει όμως νομιζω να τα εκδόσεις σε απλή Ελληνική γιατί είναι ιστορία για να μπορεί να διαβαστεί απ όλους… Το Γκουτζιαμ Ματλι ξέρουμε ότι είναι το Βαρερο αλλά το Κουτσιουκ Ματλι ποιο είναι ..;

Αφήστε μία απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

Προσοχή!!! Για να δημοσιεύονται, από 'δω και στο εξής, τα σχόλιά σας, θα πρέπει να επιλέγετε, την παρακάτω επιλογή  "Διάβασα και αποδέχομαι τους Πολιτική απορρήτου  " που σημαίνει ότι διαβάσατε κι αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου του kozan.gr. Αν, κάποια φορά, ξεχάσετε να το κάνετε θα λάβετε μια ειδοποίηση ότι δεν το πατήσατε (αρα δεν αποδεχτήκατε την πολιτική απορρήτου). Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χαθεί το σχόλιο σας, πατήστε να γυρίσετε πίσω  και ξαναπατήστε "δημοσίευση", τσεκάροντας, προηγουμένως, την προαναφερόμενη επιλογή. Η συμπλήρωση των πεδίων όνομα, Ηλ. διεύθυνση και ιστότοπος, της παραπάνω φόρμας, δεν είναι υποχρεωτική.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Μείνετε συντονισμένοι