Χωρίς ανέμους, τα αιολικά πάρκα δεν παράγουν ηλεκτρική ενέργεια. Όταν πάλι οι άνεμοι είναι πολύ ισχυροί, θέτονται εκτός λειτουργίας για λόγους ασφαλείας. Αν παράλληλα χιονίζει, τα φωτοβολταϊκά που έχουν καλυφθεί από τα χιόνια, επίσης δεν παράγουν Ενέργεια. Και όταν συνυπάρχουν οι παραπάνω συνθήκες, συνήθως αυτό σημαίνει και περισσότερο κρύο, που με τη σειρά του ανεβάζει τη ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως συμβαίνει τις τελευταίες μέρες με την κακοκαιρία «Μήδεια».
Για να αντιμετωπιστεί λοιπόν η εκτιμώμενη αύξηση της ζήτησης, από τις παραμονές της κακοκαιρίας μπήκαν σε λειτουργία οι λεγόμενες «Μονάδες Βάσης». Τέτοιες μονάδες χαρακτηρίζονται όσες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να είναι σε λειτουργία 24 ώρες το 24ωρο, από τις οποίες μόνο οι λιγνιτικές λειτουργούν με καύσιμο που δεν είναι εισαγόμενο, όπως το φυσικό αέριο και το ντίζελ.
Και έτσι, η μονάδα 2 του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου και ο ΑΗΣ Μελίτης, «μπήκαν» στο σύστημα πλάι στις μονάδες 3,4 του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου και στις 3,4 του ΑΗΣ Καρδιάς, ώστε να μην αντιμετωπίσει η χώρα ένα γενικευμένο «μπλακ άουτ», μονάδες που σύμφωνα με το σχέδιο «απολιγνιτοποίησης» θα έχουν κλείσει οριστικά το αργότερο το 2023, προκειμένου να «αδειάσουν τη γωνιά» της αγοράς Ενέργειας στους επιχειρηματικούς ομίλους της «πράσινης ανάπτυξης», με οδυνηρές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τον λαό της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης.
Οι τωρινές συνθήκες είναι λοιπόν και «εικόνα απ’ το μέλλον»: Δείχνουν τι θα γίνεται στις κακοκαιρίες αν σε λίγα χρόνια ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός της απολιγνιτοποίησης και ο φτηνός εγχώριος λιγνίτης μείνει εντελώς αναξιοποίητος, με τον λαό να είναι έρμαιο των πανάκριβων εισαγωγών στο πλαίσιο και της ενιαίας αγοράς Ενέργειας της ΕΕ, αντί για την οργανωμένη αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πηγών Ενέργειας.