«Θρηνήσαμε δικούς μας ανθρώπους. Μπήκαμε, πρώτοι εμείς, τρεις φορές σε καραντίνα, το χτύπημα ήταν σκληρό, μέχρι και το καφενείο μας μάς έκλεισε ο κορωνοϊός», λέει στην «Κ» ο Παύλος Τζάνας, πρόεδρος της κοινότητας Δαμασκηνιάς, στο Βόιο της Κοζάνης, του πρώτου χωριού που μπήκε σε καραντίνα λόγω COVID-19. «Αυτό που ζήσαμε εμείς εδώ στο χωριό να μην το ζήσει κανένας άλλος, μας έριξε μεγάλη κατάρα ο Θεός», προσθέτει συγχωριανή του, η Αγνή Κατσίρη, που βίωσε με δραματικό τρόπο το χτύπημα του ιού.
Τούτες τις μέρες ο κ. Τζάνας έφερε μηχάνημα του δήμου από το Τσοτύλι για να κρατήσει ανοικτό το χωριό από τον χιονιά. Σε ύψος 1.050 μέτρων, το ξακουστό για τα κάστανα χωριό της Δαμασκηνιάς και ο γειτονικός οικισμός της Δραγασιάς σπάνια αποκλείονται τον χειμώνα από τα χιόνια. Οπως σε όλη την ορεινή Ελλάδα, οι κάτοικοι διαθέτουν εμπειρία, οργανώνονται εγκαίρως για τη έλευση του «λευκού εχθρού», ξέρουν τι πρέπει να κάνουν όταν «πλακώσει ο χιονιάς» και, αν χρειαστεί, ζητούν τη συνδρομή των Αρχών.
Την περασμένη άνοιξη όμως, αρχές Μαρτίου, ένας άλλος εχθρός, αόρατος και ύπουλος, εμφανίστηκε στο χωριό τους και τους βρήκε ανοχύρωτους, όπως όλον τον πλανήτη – ακόμη και τους επιστήμονες. Η καθημερινότητα από εκείνη την ημέρα, των εξήντα ψυχών, συνταξιούχων στη συντριπτική τους πλειονότητα και λιγοστών κτηνοτρόφων, άλλαξε δραματικά. Σε μια μικρή κοινωνία, όπου τα μέλη της απολάμβαναν έως τότε την ελευθερία, «ανάσαινε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου», ακολούθησαν αδιανόητα πράγματα, που τρόμαξαν τους ανθρώπους.
Αρχισαν να πεθαίνουν, από μια άγνωστη έως τότε αιτία, συγγενείς, γείτονες, που δεν είχαν, εμφανή τουλάχιστον, προβλήματα υγείας. «Δεν το περιμέναμε, δεν γνωρίζαμε τίποτα, ήταν στην αρχή το πράγμα, δεν ήξεραν ούτε οι επιστήμονες, πόσο μάλλον εμείς στα χωριά», λέει στην «Κ» ο κ. Τζάνας.
Στις 16 Μαρτίου το απόγευμα, με απόφαση της Πολιτικής Προστασίας, η Δαμασκηνιά και η Δραγασιά αποκλείστηκαν από τον «έξω κόσμο». Στην ιστορία τους θα καταγραφεί η θλιβερή πρωτιά της καραντίνας στην εποχή του κορωνοϊού. Στις εισόδους και στις εξόδους των δύο χωριών περιπολικά της αστυνομίας εμπόδιζαν το μπες – βγες και οι κάτοικοι διατάχθηκαν να παραμείνουν στα σπίτια τους, κάτι που ουδέποτε θυμούνται οι παλαιότεροι να είχε ξανασυμβεί, «ούτε την εποχή των Γερμανών και των ανταρτών».
Ενας υπάλληλος του Δήμου Βοΐου απαντούσε στις κλήσεις για παραγγελίες σε φάρμακα και τρόφιμα των ηλικιωμένων και οι προμήθειες έφταναν στο χωριό με πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας. Ενας άλλος υπάλληλος, φορώντας ειδική προστατευτική στολή, άφηνε τη σακούλα με τις προμήθειες στην εξώπορτα του σπιτιού όπου νωρίτερα ο ιδιοκτήτης είχε τοποθετήσει στο ίδιο σημείο το αντίτιμο. Μία φορά την ημέρα γινόταν το δρομολόγιο και με το τέλος της απολυμαίνονταν σχολαστικά ο υπάλληλος και το αυτοκίνητο. Πρωτόγνωρες καταστάσεις για ανθρώπους δεμένους με τη φύση, που επιβάρυναν την ψυχολογία τους, την οποία προσπαθούσαν να ανυψώσουν τηλεφωνικά γιατροί και κοινωνικοί λειτουργοί.
Ακόμη πιο δύσκολο ήταν να κηδέψουν του νεκρούς τους. Ο ιερέας της Δραγασιάς, Σιλουανός Μεσελίδης, αφηγείται το πώς έθαψε έναν ηλικιωμένο, τον δεύτερο νεκρό στην Ελλάδα. «Δεν είχα φανταστεί ότι θα κάνω κηδεία και θα είμαι μόνος στο νεκροταφείο, με το φέρετρο. Να είναι το φέρετρο δίπλα στον λάκκο και εγώ μαζί, και να κάνω τη νεκρώσιμη ακολουθία πάνω από τον τάφο αντί για την εκκλησία. Το πιο τραγικό ήταν ότι, εκείνες τις στιγμές, ενώ τελούσα την ακολουθία από απόσταση, άκουγα τη χήρα σύζυγό του να τον μοιρολογεί χωρίς να μπορεί να πλησιάσει το σφραγισμένο από το νοσοκομείο φέρετρο και να αποχαιρετίσει για ύστατη φορά τον υπερήλικο σύζυγό της. Ηταν φοβερά αυτά που ζήσαμε, ο κόσμος ήταν φοβισμένος, ακόμα και οι παππούδες δεν είχαν ζήσει τέτοια ατμόσφαιρα, ούτε στον Εμφύλιο, να φοβάται να πλησιάσει ο ένας τον άλλον».
Ο κορωνοϊός έπληξε σκληρά το σπίτι της Αγνής Κατσίρη. «Ο άντρας μου έμεινε δύο μήνες στην Εντατική σε κακό χάλι. Οταν μπόρεσα να τον δω κάποια στιγμή που είχε συνέλθει, είπα στον γιο μου “αυτός είναι άλλος ασθενής, δεν είναι ο πατέρας σου”· είχε μείνει σαράντα κιλά. Δόξα τω Θεώ, σώθηκε».
Η κ. Κατσίρη δοξάζει επιπλέον τον Θεό και γιατί ενώ κοιμόταν με τον σύζυγό της στο ίδιο κρεβάτι, καθώς στην αρχή δεν ήξερε ότι είχε τον ιό, δεν κόλλησε και η ίδια. «Πέρυσι μας “έφυγαν” πολλοί άνθρωποι. Τώρα το χωριό ηρέμησε, δεν έχουμε ιό, αλλά χάσαμε πολλούς ανθρώπους», λέει και δείχνει γύρω της σπίτια που πενθούν.
Πώς ξεκίνησε το κακό
Το πώς εκπόρθησε ο ιός τα φυσικά τείχη των κοινωνιών τους, στις κοινότητες της Δαμασκηνιάς και της Δραγασιάς, δεν είναι ξεκάθαρο. Οι εκδοχές που κυκλοφορούν επ’ αυτού ποικίλλουν και ο κάθε ένας έχει να καταθέσει τη δική του. Ο κ. Τζάνας θεωρεί ότι το κακό ξεκίνησε όταν κάποιος από τη Δαμασκηνιά, που νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο Καστοριάς, επέστρεψε από εκεί μολυσμένος και τον μετέδωσε και στους άλλους. Η κ. Κατσίρη υποστηρίζει ότι ο ιός έφτασε από γουναράδες της Καστοριάς και μάλιστα λέει ότι ο σύζυγός της κόλλησε στο Αργος Ορεστικό, όπου πήγε ψάλτης σε μνημόσυνο και εκεί συμμετείχαν γουνοποιοί, οι οποίοι νωρίτερα είχαν ταξιδέψει στην Ιταλία και στην Ισπανία.
«Πώς κυλάει η ζωή σας, μαζεύεστε οι συνταξιούχοι στο καφενείο; Μάσκες φοράτε;» τον ρωτάμε.
«Δυστυχώς, το καφενείο δεν υπάρχει πια, το σκότωσε και αυτό ο ιός. Αυτός που το είχε, μοναδικό στο χωριό, πέθανε από κορωνοϊό, όπως και ο πατέρας του, και έκτοτε δεν το άνοιξε κανείς, ούτε η οικογένειά του. Αυτή τη στιγμή έχουμε πρόβλημα, δεν έχουμε πού να πιούμε έναν καφέ. Στην επαρχία, χωριό χωρίς καφενείο δεν είναι χωριό. Ο κάθε ένας στο σπίτι του και ο ένας στο σπίτι του άλλου, για να περνάει η ώρα. Κρατάμε τις αποστάσεις, φοράμε μάσκες, και αν συναντήσουμε στον δρόμο κάποιον δικό μας, που παλιά θα τον αγκαλιάζαμε ή θα του δίναμε το χέρι, τώρα εξ αντιδράσεως αναμεράμε, απομακρυνόμαστε ενστικτωδώς».
Καθώς με την έλευση των εμβολίων έχει αρχίσει ο ορίζοντας να «γλυκοχαράζει» για την ανθρωπότητα, τα πληγωμένα χωριά του Βοΐου ελπίζουν ότι οσονούπω πλησιάζει η ώρα της απαλλαγής τους από τη «μακριά νύχτα» της απομόνωσης.
Το αποτύπωμα στην ψυχή
Εδώ και καιρό η Δαμασκηνιά και η Δραγασιά είναι πλέον «καθαρές» από τον ιό, οι φοβισμένοι υπερήλικοι κάτοικοί τους τηρούν τα μέτρα και άρχισαν σιγά σιγά να εμβολιάζονται. Το ψυχολογικό αποτύπωμα, ωστόσο, δύσκολα θα εξαλειφθεί. «Μας πλήγωσαν οι θάνατοι, είμαστε ένα μικρό χωριό όπου λίγο-πολύ είμαστε όλοι συγγενείς και όταν χάνουμε έναν άνθρωπο δικό μας, έναν συγχωριανό μας, τον θρηνούμε όλοι», λέει ο πρόεδρος της κοινότητας Δαμασκηνιάς. «Από την άλλη, όμως, αυτή η περιπέτεια μας έφερε πιο κοντά τον έναν στον άλλον. Δεθήκαμε περισσότερο, αφήσαμε στην άκρη τις όποιες αντιπαλότητες», τονίζει και, γυρίζοντας στην έναρξη της περιπέτειας, παραδέχεται: «Στην αρχή δεν το πήραμε στα σοβαρά. Δεν ξέραμε. Οταν όμως άρχισαν να πεθαίνουν δίπλα μας άνθρωποι, σοκαριστήκαμε. Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει και πρέπει να γίνουν όλα όσα μας λένε οι επιστήμονες και οι Αρχές». Οπως οι πιο πολλοί συνάνθρωποί μας, δηλαδή.