Απέρασαν καμόσις μέρις απού ιτότι που έθαψιν τουν Πιρικλή, η Αφρατή. Απουφάσισιν να βγεί λίγου όξου, τριάντα μίνις απέρασαν γι΄αυτήν απού ιτότις που πέθανιν ου Πιρικλής, για τουν κόσμουν ήταν λίγις μέρις. Έζησιν πουλύ καλά κι αγαπημένα μι τουν άνδρα τ΄ς , βέβια είχαν καμιά δικαπινταρά χρόνια διαφουρά, αλλά αυτό δεν τ΄ς ιμπότζιν να ζούν καλά. Ου Πιρικλής είχιν καλήν θέσ΄ σ΄ Διή, καλές παράδες έπιρνιν, γλιντζές ήταν, τα ταξίδια τ΄αγαπούσιν κι δεν τ ΄ς έλειπιν καντίπουτα, μούνγκι πιδιά δεν είχαν αλλά αυτό του ξιπέρασαν νουρίς κι δεν τ΄ς γίνγκιν κι τρανός γκαϊλές για να χαλάσν τ΄ζουή τ΄ς. Απουφάσισαν να μην πχιαλούν για τίπουτα τεχνιτές γουνιμουποιήσεις κι κασμέρια. Αφού ου Θός δεν τ΄ς έδουκιν, τι να κάμν, έτσια ήταν του γραφτό τ΄ς.
Απ΄ν΄άλλ΄μιρά η Αφρατούλα, μουρφουμένου κουρίτσ΄, έσουσιν μι άριστα ΄ν οικουνουμική Σχουλή, πήγιν κι δυό χρόνια στου Παρίσ΄ για μιταπτυχιακό, είδιν κι τ΄ Παριζιάνικ΄μόδα, πάντα τ΄ν άριζιν να ντύνιτι καλά, δυό μέτρα κουρίτσαρους κι όμουρφ΄, τι στο καλό ιδώ οι κουντουστούπις κι ντύνουντι καλά αυτήν τα υστιρούσιν!
Δούλιβιν απ΄του σπίτ΄ σαν οικουνουμικός σύμβουλους διάφουρουν ιπιχειρήσιουν, είχιν φκιάσ΄ καλό όνουμα όχ΄μούνγκι σην Κόζιαν κι σ΄Δυτική Μακιδουνία αλλά κι μακρύτιρα, μέχρι ν΄Ανθήνα έφτασιν η χάρη τ΄ς κι έβγανιν κι καλές παράδις. Πρόβλημα για του ζιβγάρ΄ απού άπουψ΄ παράδουν δεν ύπαρχιν, ούδι η Αφρουδίτ΄ ξόδιβιν παραπανίσια, ότ΄χράζουνταν για να τουνίσ΄ του μπόι τ΄ς κι τ΄ν ουμουρφιά τ΄ς.
Απουφάσισιν απ΄λιέτι να βγεί λίγου όξου αφ΄ινός να ξισκάσ΄ κι αφ ιτέρου να παέν΄κι στου Δημαρχείου να πλιαρώσ΄ για τουν τάφου τ΄Πιρικλή.
Όπους κατέβινιν απού ν΄Παύλου Μιλά, κουνιστή κι λυγιστή, δεν τ΄ν είχαν πάρ΄ κι τα χρόνια, γύρου στα σαράντα πέντι ήταν, ικεί μπρουστά στο Mickel να ου αξάδιρφους ου Μάκης τ΄ς Λέντσιους* Τσικώτινας. Τρίτους αξάδιρφους αφτός απ του σόι τ΄ς μάνας στ΄ς, συνουμήλικους κι συμμαθητές στου Δημοτικό τ΄Αη-Δημήτρ΄ κι στου κατόπ΄κι στου Βαλταδώρειου. Αφτός έσωσιν τ΄ Βιουμηχανική στ΄Σαλουνίκ΄ μι άριστα κι όταν έσουσιν τουν έχουσαν μι λίγου σμπρώξιμου σ΄ν Ιφουρεία, όχ΄ ότ΄δεν άξιζιν, άξιζιν κι παραάξιζιν αλλά πόσα πιδιά καρτιρούν να μπούν σι καμιά θέσ΄!
Πού μαρ μη κίντσις χαραϊάτ΄κα, κουνιστή κι λυγιστή;
Έ μπρε κι σι, κουνιστή κι λυγιστή; μια χαρά παένου, δεν μι πήραν κι τα χρόνια, νέα γυναίκα είμαι δεν τα ΄φαγα τα ψουμιά μ’. Τα παένου λίγου στου Δημαρχείου να τακτουποιήσου τα χαρτιά για τουν τάφου τ΄Παντιλή κι τα πιράσου κι λίγου απ΄τ΄Μαργαρίτα να ιδώ αν ίφιριν καντίπουτα τώρα που μπαίν΄η άνοιξ΄ γιατί δεν πρόκειτι να κρατήσου τα μάβρα μια ζουή, όπους έφκιαναν οι μανάδις μας. Αν πέθινιν ου πάππους τα κρατούσαν τρία χρόνια αν ακλουθούσιν η μπάμπου άλλα τρία, κάνας πιθιρός άλλα τρία, καμιά πιθιρά άλλα τρία, λουγάριασι ισύ τώρα πόσα χρόνια μας κάμν. Μια ζουή μάβρα, τουν άνθρουπου δεν τουν πινθάς μι τα μάβρα αλλά όταν τουν θυμάσι μι αγάπ΄, τουν έχς μέσα σ΄ κι δεν τουν αστουχνάς. Τουν ανάβς κι κάνα κιρί πότι-πότι.
Ου Μάρ, δεν σ΄είπα κι καλόν μήνα, να προυσέχς ικεί στου Δημαρχείου που τα παέντς, είνι κάτ΄ κασμηρτζήδις να σι φλάει ου Θός, μι σι γιλάσν κι σι πούν Μάρτ΄ Μαρτ΄!
Μη σκάιζισι μπρέ έχου τουν νού μ΄.
Έλα κουντά μ΄ να σι πώ κατ΄μαρ ξαδέρφ΄. Άκσα ιπρουχτές ΄ν Παρασκιβή απ΄τουν προυϊστάμινου ικεί σ΄ν Υπερεσία να λιέι στουν υπουδιιφθυντή ότι τα σι κάμν΄έλιγχουν για τα οικουνουμικά σ΄. Πιτάθκιν σιαπάν η Αφρατή. Γιατί μπρέ, δεν θκιάνουμι κάθι χρόνου δήλουσ΄; Δεν πλιαρώνουμι αυτά που μας βγάν΄ η δηλουσ΄ τι άλλου χαλέβν δεν έχουμι να κρύψουμι καντίπουτας. Σταμάτα μαρ μη φουνάιζ μι γίνουμι μύθους, κάθουντι τόσ΄ κατσιάκδις στου μαγαζί απέναντι ουρθοί κι ταχατιά πίν΄ καφέν κι αφτοί πίν΄ ματιούκις άλλ΄ χουρίς μάσκα κι άλλ΄ τ΄ν έχν για να μην κρυών τα λιμά τ΄ς, κι ύστιρας καρτιρούμι να πει ρασ΄ ου κουρουνοιός. Κάτσι μαρ λίγου να σι ιξηγήσου! Ήρθιν σν Υπερεσία μια ανυπόγραφ΄ καταγγιλία για σας αλλά δεν άκσα κι καλά του γιατί κι συζητούσαν τι να τ΄φιάξν, να διατάξν έλιγχουν ή να τ΄βάλν στου αρχείου; Συζητούσαν πουλύ ώρα αλλά στουν πάτου λιέει κι ου υπουδιιφθυντής να τ΄βάλν στου αρχείου γιατί η οικουγένεια είνι άνου κάθι υπουψίας.
Έμ δεν στα ΄πα μπρέ, δεν έχουμι καντίπουτας να κρύψουμι! Άιντι τράβα ισύ τώρα, που μήπις μαρ τα παέντς; Στου Δημαρχείου μπρέ ψιέκα*, αλλά όταν ουμιλώ φέρν του μπγιαλό σ΄ φούρλις, τι φκιάν΄μπρέ η Μπούντιου*; Πότι μπρέ έχτι σκουπόν να παντριφτίτι, να φκιάστι κι κάνα μκρό τώρα που κρατιέσι ακόμα; Ι, δεν ξέρς μαρ απού τι χουιλούθκου* σόι είνι η μάνα τ΄ς η Μαλίνα*, τα ΄ν πάρ΄ στου λιμό τ΄ς ΄ν κουπέλα, αϊ μαρ΄φέβγα τώρα δεν σώνουντι τα μασλάτια. Αυτό έκαμιν κι η Αφρατούλα.
Σημ. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο κείμενο είναι εντελώς τυχαία και φανταστικά.
*
Λέντσιου = Ελένη
Ψέκας = ελαφρός στα μυαλά, στο κείμενο χαιδευτικά
Χουιλούθκου = αυτοί που έχουν ιδιοτροπίες, χούγια
Μπούντιου = Θεανώ
Μαλίνα = Μαρίνα
Μήκας Ελίμειος
1 Μαρτίου 2021
Συγγνώμη, δεν πρόλαβα να διορθώσω μερικά λάθη, λόγω βιασύνης για το…τυπογραφείο.
όπου αναφέρεται Περικλής να διαβαστεί Παντελής.
Καλημέρα κ. Βούρκα!
Θα με κάνετε να αγαπήσω στο τέλος τα Κοζανίτικα
Ένα Καϊλαριώτης
Αγαπητέ φίλε δεν νουμίιζ ότ΄ είνι κιρός να ξιχάσουμι ΄ν παλιά έχτρα μη αφουρμή τ΄ μπάλα για το κοινό καλό;
Γιατί να μην αγαπήισ΄ τα Κουζιανιώτ΄κα κι τ΄ς Κουζιανιώτις όπους κι ιμείς ισάς τ΄ς Καϊλιαριώτις; Κιρός δεν είνι!!
κ. Βούρκα, στην γλώσσα αναφέρομαι, όχι στην πόλη και τους κατοίκους της. Μάκρυα από εμένα οι τοπικισμοί, ποτέ δεν είχα τέτοιο θέμα.