Μι πήριν η Ξιάνγκλια* τηλέφουνου, πότι ήταν να ιδείς, Τι μέρα έχουμι σήμιρα μαρ, Πέφτ΄; φουνάζου δυνατά τ΄γυναίκα μ΄ που είντιν στου άλλουν τουν νουντά. Τι Πέφτ΄ μπρέ, σήμιρα είνι Τιτράδ΄ κι ιχτές ήταν Τρίτ΄, αστόισις; πρόσιξι φουκαρά μ΄ μην αστουχίις γιατί ΄ν Παρασκιβή του μισμέρ΄ έχς ραντιβού στου πρώην ΙΚΑ για να φκιάισ΄ τ΄δέφτιρ΄ δόσ΄ απ΄του ιμβόλιου. Πώς τ΄αστουχήσου μαρ. Όπους αστόισις κι τι μέρα έχουμι σήμιρα. Ι, άι μαρ.
Απ΄ λιέτι μι πήριν τηλέφουνου ΄ν Κυριακή του βράδ΄, όπους σας είπα, η Ξιάνγκλια, στου βίπερ, είνι κι λίγου σόι μας απού ΄ν πλιβρά τ΄ς γιαγιάς μ΄ τ΄ς Γουγώς, για να μη πεί πως αστόισιν ποιά μέρα ήταν του μνημόσυνου για τα σαράντα τ΄ς Βιλίκους* τ΄ς Κουμπουβάλινας απ΄ κάθουνταν στου Κιρμαργιό. -Τ΄θυμάσι μπρέ; Ποιά μαρ, αυτήν που είχιν δυό κουρίτσια κι κάθουνταν παραπάν΄ απού του σπίτ΄ τ΄ς Αρτιμισίας, δίπλα απ΄του σπίτ΄ τ΄ Μπάρμπα; -Τι Μπάρμπα μπρέ μι λιές, Μπάρκα τουν λιέν ! Α, ναι μαρ, Μπάρκα, αστουχνώ κιόλαντς! ίγλιπα τουν Νίκου στου ΒΟ, όταν ανέβινα σην Κόζιαν΄, – Ε, αυτήν. Καλά μαρ ζούσιν ακόμα, πόσα χρόνια είχιν; -Ικατόν δέκα! Ω μπώ, τόχουμι γιρά χαμένου, απέρασαν τόσα χρόνια μαρ΄; -Έμ τι θαρρείς Μήκα, σαν του νιρό απιρνούν. Έχς δίκιου, κουντέβου τα ιξήντα που έφυγα απ΄ ΄ν Κόζιαν. Καλά κι που ήταν του μνημόσυνου; -Στουν Άη Δημήτρ΄.
Κι τι δλειά είχαν αυτές στουν Αη-Δημήτρ΄; Αφού είχαν τρανό σπίτ΄ μι νουβρόν, στου Κιρμαργιό.
-Ιτότις μι τουν σεισμόν το ΄δουκαν αντιπαρουχή κι αγόρασαν διαμέρισμα δίπλα απού τουν Αη-Δημήτρ΄, διξιά στα πεύκα για να έχν κι ψίχα καθαρόν αέρα.
Να ξέρς, αυτά τα πεύκα, απού τουν Αη Δημήτρ΄ μέχρι του σπίτ΄ τ Χαλβατζή, απέναντι απού τουν Αη Γιώρ΄, ιμείς οι πρόσκουπ΄ τα φύτιψάμι κι τώρα γίνγκαν θηρία, όλ΄ αυτήν ‘ν πλαγιά τ΄Αη Σαράντ΄. –Πήγαν αφτού για να έχν λίγου καθαρόν αέρα να γλέπ΄ κι η Βιλίκου τουν Αη Γιώρ΄.
Ιφτιχώς έχουμι κι του βίπιρ κι τα λιέμι λίγου. Κι τι έπαθις κι δεν πήγις;
Τι μαρ΄ μι κάμς νόημα; Για τ΄ αφτά απ΄λιές. Τι λιέουν; Βίπερ είνι τα βιβλία τζέπης, αυτό του λιέν βάιμπερ, καλά μαρ, ουλόκληρους υπουργός ίλιγιν κόπυ πάστε κι του θκό μ΄του λάθους βρήκις;
-Δεν καταλαβαίνω τι μι λιές, σι μένα τα λιές;
Όχι μαρ Ξιάνγκλια, άκσιν η γυναίκα μ΄ αυτά που λιέμι κι βρήκιν ιένα λάθους
-Ε μπρέ και σύ όλ΄ κάμν΄ αλάθουν, αστόισις τουν άλλουν που ήταν στου νουμό Λέσβου κι αραδούσιν τουν νουμό Μυτιλήνης για να βρεί που ήταν τα σύνουρα τ΄ς θάλασσας κι δεν τά ΄βρισκιν, συμβαίν΄αυτάια κι τ΄ς καλύτιρις οικουγένειις! -Απ΄λιές, σ΄κώθκα προυί ντύθκα κι κίντσα για τουν Αη Δημήτρ΄, σην πλατέα μι φάνγκιν να κρύουνα λίγου.
Καλά μαρ, δεν ντύθκις καλά;
-Είιδα τουν ήλιουν κι ξιγιλάσ΄κα, θαρρούσα τα φκιάν΄ ζέστα, αλλά πού; Βαρέθκα να γυρίσου σπίτ΄ να βάλου κάνα χουντρότυρου ρούχου αλλά λέουν άιντι λίγου ακόμα είνι τα΄ανιβεί κι ου ήλιους κι τα ζιστάν΄, αλλά που; του κρύου όπους ανηφόρζα γίνουνταν ακόμα τσουχτιρότιρου. Έφτασα στου Αη-Δημήτρ΄, σφαλτστές οι πόρτις, σμπρώχνου ν΄ανοίξν που αυτές, ήταν κλειδουμένις. Απού μέσα ακούγονταν ψαλτσίματα αλλά φαίνιτι τα ήταν ου παπάς κι κάνας ψάλτς΄, απού κόσμουν ψχή.
Ξιπαϊασμέν΄ κι τρέμουντας απού του κρύου, κατηφόρσα για τουν Αη-Γιώρ΄ μην τυχόν του φκιάν΄ικεί του μνημόσινου. Φτάνου, μπαίνου μέσα, ψχή δεν υπήρχιν. Ήταν μούνγκι κάνα δύο μπάμπις κι που μι είιδαν έτσια τσιτσιουργιασμέν΄, μαζουμέν΄ κι μιλανιασμέν΄ απ΄του κρύου μι λιέν τράβα λίγου μαρ κουριμάδα ικεί στ΄ σόμπα να ζισταθείς λίγου μι σι τσακώσ΄ κι καμιά θέρμ΄*, έχουμι κι κουρουνοιό κι τα πχιαλάς κι δεν τα φτάντς΄. Αντρουπιάσ΄κα λίγου αλλά τι να πώ , είχαν δίκιου μι τ΄ θκίμ βλακεία.
Κι του μνημόσιου δεν ήταν ικεί;
-Αντράπκα να ρουτήσου, αφού δεν ήταν ψχή απού κόσμουν. Ζιστάθκα λίγου, πήρα τουν ανήφουρου για τ΄ν Αη-Ανάργιαρ΄ να παένου στου σπίτ΄ τ΄ς αξαδέρφις μ΄ τ΄ς Τσιτσιώνας*, κουρίτσ΄ τ΄ς Σουτήρους*, πρώτ΄αξαδέρφ΄ τ΄ς μάνας μ΄.
Πού μαρ μι κίντσις σινάμιν κι κουνάμιν μι τέτοιου κρύου ψόψουν; Κι σι γλέπου κι ντυμέν΄ ανοιξιάτ΄κα; Μι λιέι η Τσιτσιώνα.
Τ΄λιέου , ξικήντσα για του μνημόσυνου τ΄ς Βιλίκους, στουν Αη Δημήτρ΄, αλλά δεν το ΄φκιασαν φαίνητι, μπουρεί για τουν κουρουνοιό.
Ποιόν κουρουνοιό μαρ σιούρδα κι κασμέρια, ντίπ χαμένου το ΄χς. Του μνημόσυνου ήταν ιχτές Σαββάτου. Σ΄μάζουξι λίγου του μπγιαλό σ΄ γιατί μι φαίνητι το ΄χς από ΄ξου απ΄του κιφάλ΄, κάτσι να ζισταθείς πρώτα να σι φκιάσου κι ιέναν καιφέν, να σι δώσου κι καμιάν ζιακέτα κι φέβγς.
Αν έχς τίπουτας τσιάι τα ήταν καλύτιρα. Εμ, πως δεν έχουμι, μαζών΄ου Μάκης απού όλα τα τσιασίτια, τσιάι, φλαμούρ΄*, καντιλίνα*, τσιμπρίτσα*, μουλόχα*, βουζιλάνθ΄* βάν΄ κι λίγου χαμουμίλ΄ κι γίνιτι του καλύτιρου φάρμακου για του κρύου. Γλέπς είνι κυνηγός κι πουλλές φουρές δεν φέρν΄κυνήγ΄ αλλά δεν μας αφήν΄πουτές απ΄αφτό του φάρμακου. Άμα χαλέβς να σι βάλου κι λίγου κουνιάκ΄ μέσα.
Όχ , όχ΄ του προυτιμώ χουρίς κουνιάκ΄.
Έκατσις ώρα ικεί;
-Όχ΄μπρέ, μόλις του έσουσα, σ΄κώθκα κι έφυγα. Μ΄έδουσιν κι μια ζακέτα κι έβαλιν κι λίγου σι μια πλαστική σακκούλα απού αφτό του μίγμα για να πιώ στου σπίτ΄ κι έφυγα. Αλλά μι πείραξιν αυτό που ψυθίρσιν στουν πάτου κι θάρσιν δεν τ΄ν άκσα.
Τι μαρ σ΄είπιν.
-Εμ δεν σ΄είπαν σ΄τύχ΄ , Ξιάνγκλια!!
Κάμι πως δεν ακούς, δεν χρουστάει ου κόσμους καλήν κουβέντα.
-Αυτό έκαμα κι γώ.
-Του άλλου του κασμέρ΄του είδις;
Ποιό μάρ;
-Του γουμάρ΄ μι του φόρτουμα.
Α, α του είδα σι μια φουτουγραφία που ανέβασιν η Λένα Ζ. κι ίλιγιν είνι απαράδικτου, έγραψα κι γώ του παρακάτ΄ σχόλιου “Χαμηλού επιπέδου επινόηση όταν βρίσκεται στατικά σε είσοδο της πόλης. Κατεβάζει το πνεύμα της Κοζανίτικης αποκριάς σε επίπεδο Τυρνάβου. Δεν με ενοχλεί όταν συνδυάζεται με δρώμενα (παρέλαση, φανοί). Η μόνη καλή υπηρεσία θα ήταν να απομακρυνθεί, άποψή μου“. Καμιά βδουμάδα πριν αυτό.
Mι φαίνιτι στο ΄στειλα μέσα απού τουν μισάζουντα, του μέσιντζιρ.
-Ε, κι μένα μι φάνγκιν λίγου χουντρό.
Έλα όμους που δεν ήξιρα σι ποιά είσουδου του ΄χαν βάλ΄;
-Κι τι σχέσ΄ η είσουδους; Τι αλλάζ΄;
Έχ΄κι παραέχ΄ γιατί μόλις έμαθα άλλαξα ΄ν άπουψ΄ κι γι αυτόν που είχιν ΄ν έμπνιφσ΄ κι για του πιριιχόμινου. Για να βγάνουμι συμπιράσματα τα πρέπ΄ να γλέπουμι τα πράγματα απού όλις τ΄ς όψεις, να κάμουμι κι ΄ν άλλ΄ ανάγνουσ΄ αφτήν απ΄δεν φαίνιτι.
-Για πέμι τώρα ισύ που έκαμις τ΄ν άλλ΄ ΄ν ανάγνουσ΄ για να μάθου κι γώ.
Αυτήν τα είνι η εικόνα απού του κλείσιμου τουν ιργουστασίουν τ΄ς Διής κι του απουτέλισμα τ΄ς δίκιας ανάπτυξις της πιριουχής.
-Δεν καταλαβαίνου μπρέ τι λιές.
Θα του καταλάβς αργότιρα. Μούνγκι τα έπριπιν να βάλν κι ιένα σ΄ν είσουδου τ΄ς πόλης απ΄ ΄ν Ανθήνα, γιατί απού ικεί στέλν όλις τ΄ς απουφάσεις.
Ξέρς πως ίλιγάμι μικροί; Κάνγκις, κάνγκις…πάστις Αμιρικάνγκις.
*
Ξιάνγκλια = Αλεξάνδρα
Βιλίκου = Γλύκα
Τσιτσιώνα = Βασιλική
Σουτήρου = Σωτηρία
Θέρμ΄ = πυρετός
Φλαμούρ΄= τίλιο
Καντιλίνα = Φασκόμηλο
Τσιμπρίτσα = Θυμάρι
Μουλόχα = Mαλάχη η άγρια
Βουζιλάνθ΄ = Το άνθος της αφροξυλιάς (κουφοξυλιά)
Μήκας Ελίμειος
3 Μαρτίου 2021