Η Ξιάνγκλια κι του…μνημόσυνου – Κάνγκις, κάνγκις…πάστις Αμιρικάνγκις (του Δημήτρη Βούρκα)

5 Μαρτίου 2021
10:02
Κανένα σχόλιο
Μι πήριν η Ξιάνγκλια* τηλέφουνου, πότι ήταν να ιδείς, Τι μέρα έχουμι σήμιρα μαρ, Πέφτ΄; φουνάζου δυνατά τ΄γυναίκα μ΄ που είντιν στου άλλουν τουν νουντά. Τι Πέφτ΄ μπρέ, σήμιρα είνι Τιτράδ΄ κι ιχτές ήταν Τρίτ΄, αστόισις; πρόσιξι φουκαρά μ΄ μην αστουχίις γιατί ΄ν Παρασκιβή του μισμέρ΄ έχς ραντιβού στου πρώην ΙΚΑ για να φκιάισ΄ τ΄δέφτιρ΄ δόσ΄ απ΄του ιμβόλιου. Πώς τ΄αστουχήσου μαρ. Όπους αστόισις κι τι μέρα έχουμι σήμιρα. Ι, άι μαρ.
Απ΄ λιέτι μι πήριν τηλέφουνου ΄ν Κυριακή του βράδ΄, όπους σας είπα, η Ξιάνγκλια, στου βίπερ, είνι κι λίγου σόι μας απού ΄ν πλιβρά τ΄ς γιαγιάς μ΄ τ΄ς Γουγώς, για να μη πεί πως αστόισιν ποιά μέρα ήταν του μνημόσυνου για τα σαράντα τ΄ς Βιλίκους* τ΄ς Κουμπουβάλινας απ΄ κάθουνταν στου Κιρμαργιό. -Τ΄θυμάσι μπρέ; Ποιά μαρ, αυτήν που είχιν δυό κουρίτσια κι κάθουνταν παραπάν΄ απού του σπίτ΄ τ΄ς Αρτιμισίας, δίπλα απ΄του σπίτ΄ τ΄ Μπάρμπα; -Τι Μπάρμπα μπρέ μι λιές, Μπάρκα τουν λιέν ! Α, ναι μαρ, Μπάρκα, αστουχνώ κιόλαντς! ίγλιπα τουν Νίκου στου ΒΟ, όταν ανέβινα σην Κόζιαν΄, – Ε, αυτήν. Καλά μαρ ζούσιν ακόμα, πόσα χρόνια είχιν; -Ικατόν δέκα! Ω μπώ, τόχουμι γιρά χαμένου, απέρασαν τόσα χρόνια μαρ΄; -Έμ τι θαρρείς Μήκα, σαν του νιρό απιρνούν. Έχς δίκιου, κουντέβου τα ιξήντα που έφυγα απ΄ ΄ν Κόζιαν. Καλά κι που ήταν του μνημόσυνου; -Στουν Άη Δημήτρ΄.
Κι τι δλειά είχαν αυτές στουν Αη-Δημήτρ΄; Αφού είχαν τρανό σπίτ΄ μι νουβρόν, στου Κιρμαργιό.
-Ιτότις μι τουν σεισμόν το ΄δουκαν αντιπαρουχή κι αγόρασαν διαμέρισμα δίπλα απού τουν Αη-Δημήτρ΄, διξιά στα πεύκα για να έχν κι ψίχα καθαρόν αέρα.
Να ξέρς, αυτά τα πεύκα, απού τουν Αη Δημήτρ΄ μέχρι του σπίτ΄ τ Χαλβατζή, απέναντι απού τουν Αη Γιώρ΄, ιμείς οι πρόσκουπ΄ τα φύτιψάμι κι τώρα γίνγκαν θηρία, όλ΄ αυτήν ‘ν πλαγιά τ΄Αη Σαράντ΄. –Πήγαν αφτού για να έχν λίγου καθαρόν αέρα να γλέπ΄ κι η Βιλίκου τουν Αη Γιώρ΄.
Ιφτιχώς έχουμι κι του βίπιρ κι τα λιέμι λίγου. Κι τι έπαθις κι δεν πήγις;
Τι μαρ΄ μι κάμς νόημα; Για τ΄ αφτά απ΄λιές. Τι λιέουν; Βίπερ είνι τα βιβλία τζέπης, αυτό του λιέν βάιμπερ, καλά μαρ, ουλόκληρους υπουργός ίλιγιν κόπυ πάστε κι του θκό μ΄του λάθους βρήκις;
-Δεν καταλαβαίνω τι μι λιές, σι μένα τα λιές;
Όχι μαρ Ξιάνγκλια, άκσιν η γυναίκα μ΄ αυτά που λιέμι κι βρήκιν ιένα λάθους
-Ε μπρέ και σύ όλ΄ κάμν΄ αλάθουν, αστόισις τουν άλλουν που ήταν στου νουμό Λέσβου κι αραδούσιν τουν νουμό Μυτιλήνης για να βρεί που ήταν τα σύνουρα τ΄ς θάλασσας κι δεν τά ΄βρισκιν, συμβαίν΄αυτάια κι τ΄ς καλύτιρις οικουγένειις! -Απ΄λιές, σ΄κώθκα προυί ντύθκα κι κίντσα για τουν Αη Δημήτρ΄, σην πλατέα μι φάνγκιν να κρύουνα λίγου.
Καλά μαρ, δεν ντύθκις καλά;
-Είιδα τουν ήλιουν κι ξιγιλάσ΄κα, θαρρούσα τα φκιάν΄ ζέστα, αλλά πού; Βαρέθκα να γυρίσου σπίτ΄ να βάλου κάνα χουντρότυρου ρούχου αλλά λέουν άιντι λίγου ακόμα είνι τα΄ανιβεί κι ου ήλιους κι τα ζιστάν΄, αλλά που; του κρύου όπους ανηφόρζα γίνουνταν ακόμα τσουχτιρότιρου. Έφτασα στου Αη-Δημήτρ΄, σφαλτστές οι πόρτις, σμπρώχνου ν΄ανοίξν που αυτές, ήταν κλειδουμένις. Απού μέσα ακούγονταν ψαλτσίματα αλλά φαίνιτι τα ήταν ου παπάς κι κάνας ψάλτς΄, απού κόσμουν ψχή.
Ξιπαϊασμέν΄ κι τρέμουντας απού του κρύου, κατηφόρσα για τουν Αη-Γιώρ΄ μην τυχόν του φκιάν΄ικεί του μνημόσινου. Φτάνου, μπαίνου μέσα, ψχή δεν υπήρχιν. Ήταν μούνγκι κάνα δύο μπάμπις κι που μι είιδαν έτσια τσιτσιουργιασμέν΄, μαζουμέν΄ κι μιλανιασμέν΄ απ΄του κρύου μι λιέν τράβα λίγου μαρ κουριμάδα ικεί στ΄ σόμπα να ζισταθείς λίγου μι σι τσακώσ΄ κι καμιά θέρμ΄*, έχουμι κι κουρουνοιό κι τα πχιαλάς κι δεν τα φτάντς΄. Αντρουπιάσ΄κα λίγου αλλά τι να πώ , είχαν δίκιου μι τ΄ θκίμ βλακεία.
Κι του μνημόσιου δεν ήταν ικεί;
-Αντράπκα να ρουτήσου, αφού δεν ήταν ψχή απού κόσμουν. Ζιστάθκα λίγου, πήρα τουν ανήφουρου για τ΄ν Αη-Ανάργιαρ΄ να παένου στου σπίτ΄ τ΄ς αξαδέρφις μ΄ τ΄ς Τσιτσιώνας*, κουρίτσ΄ τ΄ς Σουτήρους*, πρώτ΄αξαδέρφ΄ τ΄ς μάνας μ΄.
Πού μαρ μι κίντσις σινάμιν κι κουνάμιν μι τέτοιου κρύου ψόψουν; Κι σι γλέπου κι ντυμέν΄ ανοιξιάτ΄κα; Μι λιέι η Τσιτσιώνα.
Τ΄λιέου , ξικήντσα για του μνημόσυνου τ΄ς Βιλίκους, στουν Αη Δημήτρ΄, αλλά δεν το ΄φκιασαν φαίνητι, μπουρεί για τουν κουρουνοιό.
Ποιόν κουρουνοιό μαρ σιούρδα κι κασμέρια, ντίπ χαμένου το ΄χς. Του μνημόσυνου ήταν ιχτές Σαββάτου. Σ΄μάζουξι λίγου του μπγιαλό σ΄ γιατί μι φαίνητι το ΄χς από ΄ξου απ΄του κιφάλ΄, κάτσι να ζισταθείς πρώτα να σι φκιάσου κι ιέναν καιφέν, να σι δώσου κι καμιάν ζιακέτα κι φέβγς.
Αν έχς τίπουτας τσιάι τα ήταν καλύτιρα. Εμ, πως δεν έχουμι, μαζών΄ου Μάκης απού όλα τα τσιασίτια, τσιάι, φλαμούρ΄*, καντιλίνα*, τσιμπρίτσα*, μουλόχα*, βουζιλάνθ΄* βάν΄ κι λίγου χαμουμίλ΄ κι γίνιτι του καλύτιρου φάρμακου για του κρύου. Γλέπς είνι κυνηγός κι πουλλές φουρές δεν φέρν΄κυνήγ΄ αλλά δεν μας αφήν΄πουτές απ΄αφτό του φάρμακου. Άμα χαλέβς να σι βάλου κι λίγου κουνιάκ΄ μέσα.
Όχ , όχ΄ του προυτιμώ χουρίς κουνιάκ΄.
Έκατσις ώρα ικεί;
-Όχ΄μπρέ, μόλις του έσουσα, σ΄κώθκα κι έφυγα. Μ΄έδουσιν κι μια ζακέτα κι έβαλιν κι λίγου σι μια πλαστική σακκούλα απού αφτό του μίγμα για να πιώ στου σπίτ΄ κι έφυγα. Αλλά μι πείραξιν αυτό που ψυθίρσιν στουν πάτου κι θάρσιν δεν τ΄ν άκσα.
Τι μαρ σ΄είπιν.
-Εμ δεν σ΄είπαν σ΄τύχ΄ , Ξιάνγκλια!!
Κάμι πως δεν ακούς, δεν χρουστάει ου κόσμους καλήν κουβέντα.
-Αυτό έκαμα κι γώ.
-Του άλλου του κασμέρ΄του είδις;
Ποιό μάρ;
-Του γουμάρ΄ μι του φόρτουμα.
Α, α του είδα σι μια φουτουγραφία που ανέβασιν η Λένα Ζ. κι ίλιγιν είνι απαράδικτου, έγραψα κι γώ του παρακάτ΄ σχόλιου “Χαμηλού επιπέδου επινόηση όταν βρίσκεται στατικά σε είσοδο της πόλης. Κατεβάζει το πνεύμα της Κοζανίτικης αποκριάς σε επίπεδο Τυρνάβου. Δεν με ενοχλεί όταν συνδυάζεται με δρώμενα (παρέλαση, φανοί). Η μόνη καλή υπηρεσία θα ήταν να απομακρυνθεί, άποψή μου“. Καμιά βδουμάδα πριν αυτό.
Mι φαίνιτι στο ΄στειλα μέσα απού τουν μισάζουντα, του μέσιντζιρ.
-Ε, κι μένα μι φάνγκιν λίγου χουντρό.
Έλα όμους που δεν ήξιρα σι ποιά είσουδου του ΄χαν βάλ΄;
-Κι τι σχέσ΄ η είσουδους; Τι αλλάζ΄;
Έχ΄κι παραέχ΄ γιατί μόλις έμαθα άλλαξα ΄ν άπουψ΄ κι γι αυτόν που είχιν ΄ν έμπνιφσ΄ κι για του πιριιχόμινου. Για να βγάνουμι συμπιράσματα τα πρέπ΄ να γλέπουμι τα πράγματα απού όλις τ΄ς όψεις, να κάμουμι κι ΄ν άλλ΄ ανάγνουσ΄ αφτήν απ΄δεν φαίνιτι.
-Για πέμι τώρα ισύ που έκαμις τ΄ν άλλ΄ ΄ν ανάγνουσ΄ για να μάθου κι γώ.
Αυτήν τα είνι η εικόνα απού του κλείσιμου τουν ιργουστασίουν τ΄ς Διής κι του απουτέλισμα τ΄ς δίκιας ανάπτυξις της πιριουχής.
-Δεν καταλαβαίνου μπρέ τι λιές.
Θα του καταλάβς αργότιρα. Μούνγκι τα έπριπιν να βάλν κι ιένα σ΄ν είσουδου τ΄ς πόλης απ΄ ΄ν Ανθήνα, γιατί απού ικεί στέλν όλις τ΄ς απουφάσεις.
Ξέρς πως ίλιγάμι μικροί; Κάνγκις, κάνγκις…πάστις Αμιρικάνγκις.
*
Ξιάνγκλια = Αλεξάνδρα
Βιλίκου = Γλύκα
Τσιτσιώνα = Βασιλική
Σουτήρου = Σωτηρία
Θέρμ΄ = πυρετός
Φλαμούρ΄= τίλιο
Καντιλίνα = Φασκόμηλο
Τσιμπρίτσα = Θυμάρι
Μουλόχα = Mαλάχη η άγρια
Βουζιλάνθ΄ = Το άνθος της αφροξυλιάς (κουφοξυλιά)
Μήκας Ελίμειος
3 Μαρτίου 2021

Αφήστε μία απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

Προσοχή!!! Για να δημοσιεύονται, από 'δω και στο εξής, τα σχόλιά σας, θα πρέπει να επιλέγετε, την παρακάτω επιλογή  "Διάβασα και αποδέχομαι τους Πολιτική απορρήτου  " που σημαίνει ότι διαβάσατε κι αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου του kozan.gr. Αν, κάποια φορά, ξεχάσετε να το κάνετε θα λάβετε μια ειδοποίηση ότι δεν το πατήσατε (αρα δεν αποδεχτήκατε την πολιτική απορρήτου). Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χαθεί το σχόλιο σας, πατήστε να γυρίσετε πίσω  και ξαναπατήστε "δημοσίευση", τσεκάροντας, προηγουμένως, την προαναφερόμενη επιλογή. Η συμπλήρωση των πεδίων όνομα, Ηλ. διεύθυνση και ιστότοπος, της παραπάνω φόρμας, δεν είναι υποχρεωτική.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.