Σήκου μπρέ, φτάν΄ τουν έβρασις!
Τι μάρ, τι έπαθις χαραϊάτ΄κα;
Τι χαραϊάτ΄κα μπρέ; Ιννιά η ώρα!
Σήκου, σι χαλέβν στου τηλέφουνου, τόσ΄ ώρα χπάει δεν τ΄ακούς, ντίπ τίκφα είσι;
Ποιός μαρ είνι;
Δεν τουν είιδα, που να ξέρου!
Ιμπρός, ποιός είνι;
-Ιγώ ρά , τι ποιός είνι;
Καλά ισύ είσι, αλλά ποιός είσι;
– Ου Γιώργους τ΄ς Λένκους αρά, δεν μι κατάλαβις;
Έλα ρα Γιώργου, ουμιλούμι μιάν τ΄ς τόσις κι μόλις ξύπνησα που να σι καταλάβου; Τι φκιάντς αρά καλά είσι; Φέτους πάλι δεν τα φκιάστι απουκρές μι τι αφτόν τουν κουλουκουρουνοιό, τι κακό κι αφτό ρα που σας βρήκιν;
-Μια χαρά είμι, δόξα τουν Θό.
Πώς κι έτσια μι του καλό μι θυμήθκις;
-Τι ήταν να γράψ΄ για τα πιριστέργια;
Γιατί ρα τι γίνγκιν, τα βάρισιν ου κουρουνοιός ή γίνγκαν βιράλ;
-Τι βιράλ αρά; Διάβασα κι του άλλου που έγραψις κι κατουρήθκα απ΄τα γέλια.
Ποιό ρά Γιώργου κι γιατί;
-Του Βίπερ. Λιές κι τώρα βιράλ, μια χαρά είμιστι.
Ιγώ τα σ΄ίλιγα κι δυό τρουμάρις.
-Βάιραλ κι βάιμπερ τα λιέν, αρά;
Καλά ρα γι αυτόια μι ξύπνησις χαραϊάτ΄κα;
-Ε όχ΄ κι χαραϊάτ΄κα , ξέρς τι ώρα είνι;
Εμ πώς δεν ξέρου, δεν τα νάνι ιννιά κι μσί; Αλλά τι γίνγκιν μι τα πιριστέργια; Ιγώ τωραϊά ξύπνησα, ακόμα δεν νίφκα, αλλά τι έπαθέτι όλ΄ όπους κι σύ τώραϊά αλλά κι η γυναίκα μ΄ απ΄ ΄ν άλλ΄μιρά κι μι του κουπανάτι έναν ντόνα; Σάματ ξέρου κι Ινγκλέζ΄κα. Ιδώ ουλόκληρους ιπιστήμουνας κι υπουργός κι ίλιγιν κόπι-πάστε, ιμένα κατηγουράτι;
-Ακριβώς, ιννιά κι μσί κι γι αφτό σι πήρα να σι πώ. Τώρα τα θυμήθκαν όλ΄ κι τα βάν σι αφτά απ΄γράφν, όπους στου προτιλιφταίου ZOOMι, αναφέρν΄για πιριστέργια σην ταράτσα κι κουτσουλιές.
Εμ κι τι γίνγκιν, μουνουπώλειου το ΄χου;
-Όχ΄ αλλά σύμπτουσ΄ που ιπαναλαμβάνητι δεν είνι σύμπτουσ΄. Πρίν μι κόψ άκσι κι τ΄άλλου, αυτό μι τού ΄πειν ου Τσιώμους ου Αντάρας, τουν θυμάσι; Σκαρκιώτ΄ς.
Κάτ΄ μι λιέι του ιπίθιτου, μην είμασταν συμμαθητές στου Α΄ Δημουτικό, στου Δισπουτ΄κό;
-Αυτός είνι νέους αρά, τι συμμαθητές μ΄αραδιάζ΄.
Μι τουν μπαμπά τ΄ αρά, όχ΄ μι του πιδί.
-Α, μπουρεί.
Τι σ΄είπιν αρά;
-Ήταν στ΄αμπέλι τ΄ όλ΄ τηλ μέρα κι άλλαζιν καμόσα κούτσουρα που στέγνουσαν κι έβανιν κινούργια. Απ τι κεί ίγλιπιν στουν δρόμου για του Σιόπουτου. Ίγλιπιν ιένα μκρό αφτουκίνητου να σταματάει να ξικινάει κι δώστου ξανά, τουν έκαμιν τρανή ιντύπουσ΄ ΄κι για να ξαπουστάσ΄ κι λίγου έκατσιν κι κοίταζιν του αφτουκίντου να ιδεί τι τα φκιάσ΄ τιλικά, σκέφκιν τα ήταν η μηχανή που φκιάν΄ διακουπές ή κάνα φίδ΄ τα είνι μπρουστά, δεν ίγλιπιν αν είνι κι άντρας ή γυναίκα. Είιδιν όταν κατέφκιν, ήταν γυναίκα που κατέφκιν έσκυψιν κάτ΄πήριν κι του έβαλιν στουν όχτου, φαίνητι κάνα πλί τα ήταν κι το ΄βαλιν ικεί για να μην του πατήσ΄ κάνας βιαστικός. Τόσα γλέπουμι πατμένα στου δρόμου, αλ΄πές, σκαντζόχοιρ΄, γκαχειλώνις, πλιά κι δεν σ΄μαζώνιτι. Ανέφκιν στου ατουκίνητου κι έφυγιν για του Σιόπουτου.
Τα ήταν φιλόζουη.
-Ποιος ξέρ΄. Καμιά ώρα προυτού βασιλέψ΄ ου ήλιους τα σ΄μαζών΄ ου Τσιώμους ανιβαίν΄ στου άλουγου κι μαρς΄ τουν κατήφουρου για του σπίτ΄, αρκιτά δούλιψιν σήμιρα. Φτάνουντας στου σημείου που είχιν σταματήσ΄ του αυτουκίντου, γλέπ΄ στουν όχτου δυό γάτις να προυσπαθούν να φάν του πιριστέρ΄, αλλά αφτό κνούσιν τα φτιρά πάεινιν ιδώ κι κεί κι οι γάτις δεν του πλησίαζαν. Ικείν΄ τ΄στιγμή που κυνηγούσιν τ΄ς γάτις να κι του αφτουκήντου που γυρνούσιν απ΄τ΄μιρά του Σιόπουτου. Σταματάει κι γλέπ΄ τ΄γυναίκα που ίγλιπιν απού μακρά κι έπιασαν συζήτησ΄. Τουν λιέει σι κάποια στιγμή, έχς ν΄καλουσύν΄ να βάλτς του πιριστέρ΄ στου μπουφάν μ΄. Ο Τσιώμους του τσάκουσιν κι του έβαλιν στου μπουφάν που κρατούσιν μι τ΄ς παλάμις στ΄ς, τι τα του φκιάσ΄ κι του παίρς; Τ΄ρώτσιν. Πάν απ΄του Σιόπουτου, απού κάτ απ΄τουν Αη Θόδουρου είνι ου αμψιός τ΄Αντών΄ τ΄Γκούντα κι έχ΄κουμάσ΄ μι πιριστέρια, δίπλα απ΄τ΄αμπέλι τ΄, τουν είδα απού μακρά τώρα που πήγα ν΄ανάψου κιρί στου Σιόπουτου. Τα του παένου ικεί, αυτός κάτ΄τα ξέρ΄. Του βάν΄ στ΄αυτουκήντου κι γυρνάει να παέν΄ για τα΄αμπέλ΄. Μόλις φτάν΄ κι του δείχν΄ τ΄λιέει ου πιριστιράης, του χτύπσιν σιαίν΄. Για να δώ μην είνι κι θκόμ. Κοιτάει καλά-καλά του κουμάσ΄ κι απ΄τα ράφια έλλειπιν ιένα. Α, θκόμ είνι. Τ΄ν ιφχαρίστσιν, κι η κουπέλα κατηφόρσιν, αλλά πρόλαβιν να τουν ρουτήσ΄, τα γέν΄καλά; τα γέν΄ τα γέν΄, χράζιτι να ξικουραστεί λίγου κι να του απιράσ΄ ου φόβους κι ου πόνους.
Φαίνητι Τσιώμου, η κουπέλα όπους σι είπα κι ιπιτιόργια τα είνι φιλόζουη κι πουνετικιά!
-Τα γιγουνότα αυτό δείχν΄ , ήθιλα να σι ρουτήσου κι κατ ΄άλλου μι τ΄ν ιφκιρία αλλά σι κρατώ κι τόσ΄ ώρα, κι αν ήθιλις να πάς κι στου αναγκαίου σι καθυστέρησα!
Όχ΄ αρά δεν πειράζ΄, σάματ τα λιέμι κι κάθι τόσου.
-Άστου ρα τα λιέμι άλλ΄ φουρά, χάρ΄κα που τά ‘παμι, καλές απουκρές.
Καλές απουκρές Γιώργου, χωρίς απουκρές!
Μήκας Ελίμειος
12 Μαρτίου 2021