Κορομηλιά. Ή και κουρουμπλιά, για τους τυχερούς, που γεννήθηκαν στο Λιβαδερό και μεγάλωσαν όλοι τους τόσο γρήγορα, τρώγοντας φρούτα, σχεδόν μόνο κορόμηλα. Ένα καημένο δέντρο. Οι απαιτήσεις του μηδέν. Και πολύ σκληραγωγημένο. Να πούμε ,σαν τους χωριανούς; Και πιο πολύ ίσως. Προτιμά τη μοναξιά . Απεχθάνεται την παρέα. Μακριά …κι αγαπημένη, με τ’ άλλα δέντρα πάντα, η κορομηλιά. Βγάζει κορόμηλα. Από πολύ νωρίς. Μόλις κλείσει τα τρία. Οι κορομηλιές όμως του χωριού είχαν ξεχωριστή ειδικότητα. Έκαναν μόνο πράσινα κορόμηλα και σπανίως άλλο χρώμα.
Κατά το τέλος του Μάη κάθε χρόνο η κορομηλιά ήταν σωστή στην ώρα της. Και τα κορόμηλά της πάντα πράσινα, στόλιζαν τα κλωνιά της. Ήταν τα φρούτα των παιδιών. Το καλύτερα φρούτα γι’ αυτά . Και πως να μην είναι άλλωστε τα καλύτερα, αφού άλλα φρούτα δυστυχώς δεν υπήρχαν. Ήταν τα μοναδικά. Μόνο τα άγρια γκόρτσα μπορούσαν να τα βάλουν μαζί τους. Μα τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε. Τα γκόρτσα είχαν πάντα συνήθειο να γίνονται τον Σεπτέμβρη. Έτσι πόλεμος ποτέ δεν έγινε αναμεταξύ τους.
Έλα όμως, που κάθε χρονιά τέτοιο καιρό ένας παιδικός πόλεμος μαίνονταν, σχεδόν εμφύλιος. Πόλεμος για τα κορόμηλα. Ποιος θα κλέψει τα περισσότερα και τα καλύτερα. Γιατί οι κορομηλιές ήταν πολύ λίγες και τα παιδιά πάρα πολλά. Στην προσπάθεια τους οι πιτσιρικάδες να εξασφαλίσουν τα φρούτα της εποχής έκαναν πολλές φορές και «χτυπήματα κάτω από την μέση».
Έτσι όταν μια παρέα έμπαινε στον κήπο να κλέψει, η αντίζηλη ομάδα σαν τους έπαιρνε χαμπάρι φώναζε πάντα ρυθμικά στην τοπική λαλιά:
«Έβγα θειάκου, σι κλεβν τα κουρόμπλα!»
Ήταν το κράξιμο αλλά και κάρφωμα συνάμα, για να αποχωρήσουν οι επίδοξοι κορομηλοκλέφτες. Να αφήσουν τα κορόμηλα στην ησυχία τους και μετά να τα κλέψουν όσοι φώναζαν.
Τα κορόμηλα είχαν μεγάλη ζήτηση στον παιδικό πληθυσμό του χωριού. Έτσι ούτε που προλάβαιναν να ωριμάσουν. Γλίτωναν μόνα όσα ήταν σε ψηλά κλωνάρια, που ήταν δύσκολα να μαζευτούν. Όλα μα όλα που …κυκλοφορούσαν στο χωριό ήταν κλεμμένα. Στο κλέψιμο και στο μάζεμα τυχεροί ήταν αυτοί με τα μεγάλα τζιόπια (τσέπες). Μάζευαν τα περισσότερα. Και όσοι δεν είχαν αυτό το προνόμιο έκαναν τσέπη τους την φανέλα. Εκεί χωρούσαν πολλά.Κι όταν γέμιζαν και οι τσέπες και οι φανέλες ,τότε κόβαμε κλαμπούρες (ολόκληρα κλαδιά γεμάτα κορόμηλα),πράγμα που φτουρούσε πολύ.
Τα άγουρα ήταν σκληρά, πολύ ξινά. Δεν τα χαρίζαμε όμως, τα τρώγαμε με βουλιμία. Η τότε εποχή πολυτέλειες δεν σήκωνε. Ο «παιδικός μύλος» όλα τα άλεθε. Τα ώριμα ήταν γλυκά, ζουμερά και νόστιμα. Ήταν οι «ζιούκες».Κι όποιος μάζευε «ζιούκες» ήταν ο πρώτος του χωριού. Πάντα κορδώνονταν στους άλλους σαν γύφτικο σκεπάρνι.
-Μάζιψα είκοσ(ι) ,αλλά όλα είνι ζιούκις, καυχιόταν στην λαλιά μας.
Πολλές φορές τύχαινε τα κορόμηλα να μαζεύονται συνεταιρικά και μετά να τα μοιράζονται. Στην μοιρασιά όμως οι μεγαλύτεροι έπαιρναν τα μεγαλύτερα. Και τα καλύτερα. Κι άλλοι σαν μικροί έφευγαν με τα μικρά, τα άγουρα, τα σάπια και … το δάκρυ τους κορόμηλο πάντα, για την αδικία.
Η κορομηλιά με τα κορόμηλά της ,έστω και κλεμμένα, μαζί με το λίγο γάλα και τυρί, τον υπέροχο τραχανά και το χοιρινό των Χριστουγέννων που κρατούσε ως τις Απόκριες, κακά τα ψέματα, «ευθύνονται» αποκλειστικά, για την επιβίωση ημών, των «ηρωικών» παιδιών της εποχής του 1960.
Κ.Φαρμάκης
Ξάνθη