Ήταν το πιο φασαρτζίδικο παιδικό παιχνίδι, κι από όνομα, πολύ τιμητικό για την χοιροπαραγωγή του χωριού. Προς θεού, όχι πως τα παιδιά μαλώναμε, μα ούτε και πολλές φωνές βγάζαμε. Η όλη φασαρία ήταν μεγάλη, κι ήταν αποκλειστικά απ’ την γκουρλίτσα. Μα τι ήταν τέλος πάντων αυτή η γκουρλίτσα. Ήταν ένας σκέτος στραπατσαρισμένος τενεκές, ένας τενεκές ξεγάνωτος. Ένα κονσερβοκούτι τσαλακωμένο και πολύ ταλαιπωρημένο. Όλοι το κτυπούσαν. Το κτυπούσαν κι εκείνο διαμαρτύρονταν.Πάντα γκούρλιζε δυνατά. Όπως γκουρλίζει (φωνάζει) η σκρόφα.Γι αυτό είτε για γκουρλίτσα λέγαμε είτε για σκρόφα ομιλούσαμε, την γουρούνα πάντα εννοούσαμε.Και από ό,τι φαίνεται οι Αμερικάνοι έκλεψαν την γκουρλίτσα και την είπαν χόκεϋ.
Γιααα να εξηγήσουμε λοιπόν το παιχνίδι και της σκρόφας τα τραγούδια ,όπως λέει κι ο λαός.
Ο γουρνάρης (χοιροβοσκός),που μετά από κουμπανιά (λαχνό) έχανε, αναλάμβανε να φυλάει την γκουρλίτσα μέσα σε μια γούρνα,το κουμάσι.Ήταν πάντα αγόρι («παιδί» δηλαδή) και πάντα κρατούσε στα χέρια του μια ματσούκα. Γιατί χωρίς αυτήν την ματσούκα τι σόϊ γουρνάρης θα ήταν.
Τα γουρναρούλια (μικροί χοιροβοσκοί) ήταν κι αυτά «παιδιά», κι είχαν κι αυτά από μια ματσούκα στο χέρι. Μια ματσούκα σαν αυτή του γουρνάρη, που την ακουμπούσαν συνέχεια μέσα σε μια γούρνα το καθένα και κυκλικά γύρω από τον γουρνάρη.
Την γούρνα τους αυτή την φύλαγαν με νύχια και με δόντια και ήξεραν πολύ καλά το γιατί.
Σαν έφτανε η ώρα που η γκουρλίτσα ( η σκρόφα κατά κόσμον ) …πεινούσε και ήθελε να βοσκήσει ο γουρνάρης την έσπρωχνε με την ματσούκα έξω απ΄την γούρνα.Έξω απ΄ το κουμάσι για να βοσκήσει το ζωντανό.
Έλα όμως που τα μικρά γουρναρούλια είχαν άλλη άποψη. Μόλις έβλεπαν την γκουρλίτσα να ξεμυτάει για βοσκή οι ματσούκες έπαιρναν φωτιά. Όλα μαζί βαρούσαν την γκουρλίτσα. Την βαρούσαν για να γυρίσει αμέσως πίσω στην γούρνα της, στο κουμάσι της. Να μην βοσκήσει καθόλου το ζώο.
Πάνω σ΄ αυτόν τον μεγάλο σαματά, που γουρνάρης και γουρναρούλια βαρούσαν αλύπητα, η γκουρλίτσα γκούρλιζε και συχνά τον δρόμο της τον έχανε. Να βοσκήσει ή στο « μαντρί της» να γυρίσει; Κι αν ο βοσκός της γκουρλίτσας σ΄αυτό τον πανικό ήταν τυχερός, μέσα στην ατυχία του να είναι εσαεί χοιροβοσκός, έβαζε την ματσούκα του στην άδεια γούρνα κάποιου μικρού βοσκού, τότε το πρώτο παιχνίδι γκουρλίτσας έφθανε στο τέλος. Ο χαμένος μικρός βοσκός, αναλάμβανε καθήκοντα γουρνάρη. Να βόσκει κι αυτός καλά την γκουρλίτσα, όσο θα τον άφηναν δηλαδή τα υπόλοιπα γουρναρούλια. Μέχρι ένα από αυτά να χάσει κι αυτό, και να αναλάβει την γκουρλίτσα.
Χιλιοκτυπημένη και τσαλακωμένη η γκουρλίτσα, μα τόσο τυχερή .Ποτέ της δεν έμενε χωρίς βοσκό ,και τα παιδιά ποτέ τους χωρίς παιχνίδι.
Εγώ το θυμάμαι σαν το κτι τ’ Αμερικάνκο.
Το χπούν το κρουν το στουν και το κυνηγούν.