” Μικρό κηπουρίην με νυχτολούλουδα που περιμένουν τη μουσική και τη νύχτα, δύο εντελώς ξεχωριστές καταστάσεις για ν’ ανοίξουν τα σώματά τους και να μοιράσουν δωρεάν της άδολης τους ύπαρξης το είναι. Δυό τρεις γλάστρες με βασιλικό και μέντα. Σπιτικά εντελώς πράγματα χωρίς καμιά ρητορεία πάνω τους. Αυτή την αυλή αγάπησα.
Αλλά γιατί;
Η παμπάλαια έκσταση η ελεγεία, ο πόνος
με κυριεύει όταν σκέφτομαι αυτό το σπίτι
και δεν καταλαβαίνω του καιρού που πάει η κοίτη
ούτε κι εγώ που είμαι αίμα, αγωνία και χρόνος
(Χ.Λ.Μπόρχες)
Την επισκέφτηκα πολλές φορές ακόμα όταν δεν υπήρχε ψυχή εκεί. Τώρα όλο το πρωί στο εσωτερικό του πηγαινοέρχονται και ασχολούνται με ό,τι τους επιτρέπουν οι συνθήκες, κοπέλες, η κ. Μαρία Τσιάπαλη, και ο συντηρητής του.
Το αρχοντικό νομίζω νιώθει, πως είναι παραμελημένο υπέρ των άλλων λίγων της πόλης. Σ’ αυτά κυριαρχεί, στο επίπεδο της ανθρώπινης πολιτισμικής ουσίας τους, κυρίως η ημιμάθεια, το φανταχτερό, το ανούσιον, και παρόλα αυτά μπήκαν σε μια σειρά σωστικής, σωτήριας κτιριακής ύπαρξης. Πέραν τούτων τίποτε άλλο.
Ετσι ορίσαμε σ’ αυτό, τόπο συνάντησης των ευγενικών συμπολιτών να βρεθούμε σε μια ζεστή, βραδινή αγκαλιά, ο χώρος μας προσφερόταν ανέλπιστα ζωντανεμένος για μουσικές και ποιήσεις εξαίσιες. Αυτή η σπονδή στη φθαρμένη αρχοντιά που μυρίζει βασιλικό, θα ήταν και μια σιωπηλή έκκληση, στο μήπως και γίνει κάτι πιο γρήγορο από το φθοροποιό χρόνο που ροκανίζει ηδονικά στα σαγόνια του το ένδον του αρχοντικού.”
ΥΓ. Το αρχοντικό Βούρκα όμως σώθηκε, συντηρήθηκε και δίδεται στη χρήση των πολιτών.
Εύγε σε όσους το κατάφεραν.