Όταν ο συμπάροικος Δημήτρης Παπαδόπουλος στα τέλη του ’40 ξεριζώθηκε λόγω του Εμφύλιου Πολέμου, από τον τόπο του, το χωριό Ψαράδες των Πρεσπών, αρχικά για την Αλβανία και έπειτα στην Πολωνία, παρότι έφηβος ακόμη τότε, μόνο τον έρωτα δεν είχε στο μυαλό του.
Εποχές δύσκολες, με στερήσεις και αγωνία καθημερινά για την επιβίωση εν μέσω βομβαρδισμών και πείνας, θυμάται, ενώ τα μέλη της οικογένειάς του είχαν σκορπίσει ανά την Ευρώπη στο πλαίσιο του «Παιδομαζώματος».
Πρόσφυγας τον Αύγουστο του 1949, βρέθηκε στην Αλβανία και από εκεί στην Πολωνία. Πρώτος σταθμός, το στρατόπεδο ανηλίκων προσφύγων.
Το ίδιο διάστημα, υπό επίσης δύσκολες συνθήκες, το δρόμο της προσφυγιάς, έπαιρνε μία νέα κοπέλα από το χωριό Λαιμός των Πρεσπών, η Βασιλική Γεωργιάδου.
Οι δυο τους συναντήθηκαν πρώτη φορά το 1951, στο Kroscienko, κοντά στα σύνορα της Πολωνίας με την τότε Σοβιετική Ένωση. Η σχολική χρονιά είχε τελειώσει. Το χωριό Nowe Zycie (Νέα Ζωή) ήταν τόπος διακοπών για χιλιάδες προσφυγόπουλα, αγόρια και κορίτσια. Εκεί δημιουργήθηκαν έρωτες που κράτησαν μία ζωή.
Ο νεαρός Δημήτρης ωστόσο θα έπρεπε να περιμένει λίγο καιρό ακόμη μέχρι να «κερδίσει» την καρδιά της νεαρής Βασιλικής και 7 δεκαετίες μετά να είναι ακόμη μαζί και να απολαμβάνουν την πρόοδο της οικογένειας που απέκτησαν όλα αυτά τα χρόνια: Των δύο παιδιών τους, της Πασχαλινής, του Νίκου και των συζύγων τους, των 5 εγγονιών τους και των 3 δισέγγονών τους.
Στις 15 Αυγούστου όμως που γιόρτασαν τα 66 χρόνια γάμου δεν μπόρεσαν να είναι οντά στους δικούς τους ανθρώπους, καθώς λόγω των lockdowns έχουν αποκλειστεί στο Κουίνσλαντ, όπου είχαν πάει για διακοπές όταν ακόμη δεν υπήρχαν περιορισμοί σε ισχύ. Δεν μπορούν να επιστρέψουν στη Μελβούρνη όπου ζουν, ενώ αγωνία τους είναι αν τελικά θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί και ο γάμος του εγγονού τους Δημήτρη II, στις αρχές Οκτωβρίου.
«Η οικογένεια που δημιουργήσαμε είναι ό,τι πιο πολύτιμο και ευχάριστο έχουμε κάνει στη ζωή μας», ανέφερε στον «Νέο Κόσμο» η κ. Βασιλική. «Η χαρά μας είναι μεγάλη. Έχουμε τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τα δισέγγονά μας…Ακόμη και τώρα λέμε ότι περάσαμε δύσκολα, αλλά ήμασταν τυχεροί και ευλογημένοι. Υπήρξαν στιγμές που δεν ξέραμε τι θα ξημερώσει. Άγουρα παιδιά ήμασταν τότε στην Πολωνία. Αλλά φτάσαμε ως εδώ…».
«Στη ζωή κάνει ο καθένας ό,τι καλύτερο μπορεί», είπε ο κ. Δημήτρης. «Και αυτό είναι που μετράει. Μακάρι αυτό που κάνουμε να είναι θετικό».
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Από την πρώτη στιγμή που είδε την κ. Βασιλική το 1951, όπως λέει ο κ. Δημήτρης, «μαγεύτηκα από τα γαλάζια μάτια της». «Αλλά εκείνη με απέφευγε. Εκμυστηρεύτηκα τον έρωτά μου σε ένα φίλο μου, τον Γιώργο που ήταν από το ίδιο χωριό με τη Βασιλική», πρόσθεσε. Ωστόσο, αυτός αντί να βοηθήσει στο «προξενιό», το είπε σε άλλους συγχωριανούς. Το αποτέλεσμα; Δεν άφηναν τον Δημήτρη να την πλησιάσει!
Μετά τις σχολικές διακοπές πήγε για μία εβδομάδα στον πατέρα του, ο οποίος μετά τον Εμφύλιο, πρόσφυγας επίσης, ζούσε στο Zgorzelec της Πολωνίας. Έμενε σε κάτι διαμερίσματα, τα οποία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν στρατώνες του γερμανικού στρατού. Εκεί ήταν πολλοί ακόμη πρόσφυγες από τις Πρέσπες.
Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσε με την οικογένειά της μία γυναίκα από το χωριό Καλλιθέα Πρεσπών με την οποία ο κ. Δημήτρης είχε συνταξιδέψει για την Πολωνία, ενώ πήγαινε και στο ίδιο σχολείο με την κόρη της Τζορντάνα. Συνομιλώντας μπαλκόνι με μπαλκόνι, ρώτησε που είναι η Τζορντάνα. Η «θεία» όπως την αποκαλούσε, απάντησε πως είναι εκεί, μαζί με τη Βασιλική, κόρη του ξάδερφού της Γιώργου.
Ο νεαρός κατάπιε τη γλώσσα του. «Δε θα είναι ειρωνεία να είναι η ίδια Βασιλική που με αποφεύγει;», σκέφτηκε. Η Τζορντάνα βγήκε στο μπαλκόνι. Ακολούθησε η Βασιλική, που κάθισε σε μία καρέκλα στο μπαλκόνι, χωρίς να τον κοιτάει. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει, αλλά ήταν «μετρημένη» στις κουβέντες της.
Για καλή του τύχη, μία ξαδέρφη του, η Αλεξάνδρα από τη Μικρολίμνη Πρεσπών, πήγαινε στο ίδιο σχολείο με τη Βασιλική. Εκείνος ζήτησε από την Αλεξάνδρα να πάρει τη συμμαθήτριά της μαζί στο πάρκο. Την επόμενη το απόγευμα τις περίμενε με ανυπομονησία. «Κάθισαν σε ένα παγκάκι… Τις πλησίασα, χαιρέτησα και κάθισα από τη μεριά της Βασιλικής», θυμάται ο κ. Δημήτρης.
Κάποια στιγμή έμειναν οι δύο τους. Πέρασαν λίγα λεπτά μέχρι να «σπάσει ο πάγος». Αλλά τα «βρήκαν». Μίλησαν για τη ζωή και τις σπουδές τους. Είχαν αποφασίσει και οι δύο να αποκτήσουν δίπλωμα. Εκείνη στην Υφαντουργία, εκείνος ως Μηχανικός Ραδιοεπικοινωνίας.
Είχαν 4 χρόνια μπροστά τους, σε διαφορετικές πόλεις, αλλά κατόπιν και άλλων 2-3 συναντήσεών τους, στα κρυφά στο πάρκο, αποφάσισαν ότι…δε θα χαθούν.
«Υποσχεθήκαμε ότι θα κρατήσουμε επαφή γράφοντας γράμματα όσο πιο συχνά γινόταν», ανέφερε ο κ. Δημήτρης.
Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Αντάμωναν μόνο κατά τις διακοπές των Σχολών τους. Αργότερα, όταν αποφοίτησαν, έπιασαν δουλειά, αλλά σε διαφορετικές σε πόλεις που απείχαν 400 χιλιόμετρα η μία από την άλλη. Αλλά η απόσταση και πάλι δε στάθηκε εμπόδιο στον έρωτά τους. Αποφάσισαν να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί. Ήταν 15 Αυγούστου του 1955 όταν έγινε ο γάμος.
Όσο ζούσαν στην Πολωνία, απέκτησαν δύο παιδιά, την Πασχαλινή-Βαλ και τον Νίκο.
Ο αδερφός του κ. Δημήτρη, ο Μιχάλης, είχε ακολουθήσει την αδερφή τους Χριστίνα και το σύζυγό της, στην Αυστραλία. Απεύθυναν πρόσκληση στον αδερφό τους και την οικογένειά του, ενώ ήδη είχε μεταβεί στη χώρα και ο Ιωσήφ, ο μικρότερος αδερφός της οικογένειας.
Ο κ. Δημήτρης, με την κ. Βασιλική, τον Νίκο (18 μηνών) και την Πασχαλινή-Βαλ (7 ετών), σάλπαραν με το πλοίο Marconi από την Τζένοα της Ιταλίας στις 3 Νοεμβρίου και έφτασαν στη Μελβούρνη στις 24 Νοεμβρίου 1964.
Στην αρχή δεν ήταν εύκολα. Η Αγγλική αποτελούσε εμπόδιο και σκέφτονταν να φύγουν. Και πού να πάνε όμως; Ο κ. Δημήτρης, το σκέφτηκε και πήρε την απόφαση να γραφτεί σε νυχτερινό σχολείο. Έμαθε τη γλώσσα και αυτό του άνοιξε την πόρτα για καλύτερη απασχόληση. Το 1965 βρήκε δουλειά σε κρατική επιχείρηση, την τότε PMG -Telstra, όπου παρέμεινε μέχρι και τη συνταξιοδότησή του, το 1992.
Η ζωή της οικογένειας του κ. Δημήτρη και της κ. Βασιλικής, κάθε χρόνο γινόταν και καλύτερη. Στυλοβάτης ο ένας του άλλου, έφτασαν από προσφυγόπουλα, «άγουρα παιδιά» στην Πολωνία, να γιορτάσουν τα 66 χρόνια γάμου στην «Ιθάκη» τους, όπως αποκαλούν την Αυστραλία.