Χειμωνιάτικα μαντριά και χειμαδιά της Λευκοπηγής (Α’, B’ & Γ’ μέρος)

27 Οκτωβρίου 2021
00:27
Κανένα σχόλιο
Τέτοιο καιρό από τις αρχες Οκτώβρη και μέχρι τ Άι Δημητρού , συνηθως με ψιλόβροχο και φορές με βροχή , καταιγίδες και καταχνιά , κατέβαζαν οι «τρανοί» με τους τζομπάνηδες τα γίδια στα χειμερινά μαντριά ή στα χειμαδιά , από τα καλοκαιρινά βοσκοτόπια όπου τα είχαν ανεβάσει τ Αγιωργιού για να βάλουν τις «στρούγκες»… Η κτηνοτροφική ζωή , χωρίζονταν σε δυο εξάμηνες περιόδους και σημαδεύονταν αναμεσα στις δυό αυτές γιορτές.
Η μιά , η «καλοκαιρινή» απ τον Αιγιώργη μέχρι τον Αιδημητρη περίπου , ήταν η περίοδος παραγωγής των κτηνοτροφικών προϊόντων : Δηλαδή να πουλήσουν τα κατσίκια κοντά στο Πάσχα, να πάρουν το μαλί για να «ντύσουν»τις οικογενειες και τα σπίτια τους με υφαντά και κυρίως να πάρουν το γάλα , να πληρώσουν τα χρέη στο μπακάλη και να βάλουν τα τυροκομικά (φέτα , τουλουμίσιο , Μπάτζιο, βούτυρο, μιτζίθρα-«ούρδα») για να έχουν να ταΐσουν τις φαμίλιες τους κι όσοι μπορούσαν ν αυγατίσουν και το βιός τους…
Η άλλη η «χειμωνιάτικη» απ τον Αι-Δημήτρη μέχρι τον Αϊ-Γιώργη , ήταν για να συντηρήσει ο καθένας το κοπάδι του , να πουλήσει τα παλιά γίδια ,τραγιά και στείρα για κάποιο έσοδο και για την ανανέωση του κοπαδιού.
Κυρίως όμως να τα ταΐσουν και να τα φροντίσουν για να αντέξουν στις δύσκολες συνθήκες ιδιαίτερα σε βαρυχειμωνιές , για να γεννήσουν ξανά κατσίκια για την ανανέωση και για το μεγάλωμα του κοπαδιού τους..!
Ενώ τ Αγιωργιού έσμιγαν τα κοπάδια τους κάποιοι τσελιγκαδες και μικρότεροι νυκοκυραίοι για να γίνουν οι «στρούγκες» , τον Αιδημητρη τα ξεχώριζαν πάλι και τα κατέβαζαν στα χειμερινά μαντριά τους ο καθένας .
Νωρίτερα τα χειμερινά μαντριά και τις καλύβες τα είχαν συντηρήσει καλά ,τις αχυρένιες σκεπές κυρίως , με λίγα καινούργια ξύλα-δοκάρια ή καδρόνια και βρυζίσια χειρόβολα όπου χρειάζονταν , να αντέχουν στο βαρύ χιόνι και νάναι ζεστά. (Θυμάμαι μια χρνιά λίγο πριν το 1960 , από το πολύ βαρύ χιόνι , έπεσε ένα μέρος της σκεπής του μαντριού μας και κατεβάσαμε μιά-δυό μέρες τα γίδια μαζί με τα κατσίκια στο χωριό μέσα στην αυλή στο μαγειριό και στο σπίτι , για να γλιτώσουν από την παγωνιά , ώσπου να διορθωθεί το μαντρί …Όταν έφυγαν τα γίδια οι ασβέστωμενοι χωμάτινοι τοίχοι στις σάλες-μεσιές- πάνω κάτω- έγιναν σαν ζωγραφικοί πίνακες του Πικάσο ή αφηρημένα άναρχα γκράφιτι ..! )
Το κατέβασμα των κοπαδιών στα χειμερινά μαντριά ή στα χειμαδιά , ξεκινούσε από κει που τα είχαν πάει για βοσκή στο «κλαδί»στη μέση του καλοκαιριού στα γειτονικά χωριά των Γρεβενών , σε περιοχές όπου είχε πολλά χαμηλά δάση βελανιδιάς κυρίως και νερά και τις νοίκιαζαν πληρώνοντας ένα ποσό στις κοινότητες ή στη Νομαρχια.
Πρέπει να σημειωθεί οτι αυτό γίνονταν επειδή τα γίδια της Λευκοπηγης ήταν πολλά και κατά τα μέσα Ιουλίου λιγόστευε η βοσκή και πολλες φορές στέρευε το νερό στα καλοκαιρινά βοσκοτόπια γύρω απ το «Ζγκόστι».
Τα χωριά και περιοχές-βοσκότοποι των γιδιών που νοικιάζαμε το καλοκαίρι ήταν στην πίσω-δυτική πλευρά του βουνού Μπούρινου :
-Του Έξαρχου και του «Βοϊδόλακα», σ ένα πολύ μεγαλο ρέμα ,με πολλά νερά μέσα απ τις γαλαριες , όπου λειτουργούσαν ακόμα από τη δεκαετία του 1920 , ίσως και πιο πριν , τα μεταλλεία Χρωμιτη .
-Της Βάρης-«Βάρσιας» πολύ κοντά στο Χρώμιο .
-Της Κνίδης-«Κουπρίβας»και της Ποντινής-«Τόριστας»τα παλιά ονόματα.
-Στο Πυλορί , και σε κάποιες άλλες τοποθεσίες που ήταν σε εγκαταλειμμένους οικισμούς , όπως το «Κολοκθάκι», και το «κουνιβό»…
Από εκεί λοιπόν μετά από 2-3 μηνες περίπου , ξεκινούσαν οι τζομπαναραιοι με τους τσελιγκαδες τα κοπάδια , βάζοντας μπροστά τα «γκισέμνια» , για το μεγάλο δρόμο της επιστροφης στα χειμερινά μαντριά και τα χειμαδιά , με υποζύγια φορτωμένα με τα χρειαζούμενα αγγειά , καρδάρια , γκιούμια , κατσαρολικά , κάπες , ταλαγάνια , γαλοδέρματα , ντραγατσίκες ,με τα ανήσυχα τσοπανόσκυλα, άγρυπνους πιστούς φύλακες ,που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κρατηθεί κοπάδι ούτε μέρα.!
Ανεβαίνοντας στις αποτομες πλαγιές του Μπούρινου και περνώντας από τα «χωραφάκια» κατέβαιναν στις «κοπάνες» και στο «σέλωμα» της κοιλάδας του «μεσιανού» , για να περάσουν σπέναντι στο Ασπροβούνι , για να κατεβούν στη συνέχεια στο «Ζγκόστι» , στο γνώριμο και οικείο πλέον οροπέδιο της Λευκοπηγης …
Εκει ξεχώριζε ο καθένας τα δικά του γίδια που τα γνωριζε όλα ένα ένα ή , σε σπάνια αμφισβήτηση , με τα σημάδια που είχαμε η κάθε οικογένεια χαραγμένα στ αυτιά τους και τα ξεκινούσαν για το χειμερινό μαντρί του ο καθένας ή μια ομάδα συγγενών και φίλων.
Β’ ΜΕΡΟΣ
Σχεδόν όλα τα ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΜΑΝΤΡΙΑ της Λευκοπηγής ήταν σχετικά κοντά στο χωριό και την πηγή της «μάνας» , πάνω από τα μελίσσια-«βακούφι»-ιδιοκτησίας της εκκλησίας κι έπιαναν μια περιοχή απ του «Σταύρου τα δέντρα» μέχρι το «Καμμένο». Ήταν κτισμένα σε απάνεμα- προσήλια μέρη , συνήθως δίπλα σε μεγάλους βράχους-σκέμνια για να προφυλαγονται απ το κρύο και τους λύκους… Η πέτρινη δομή τους συνήθως ήταν κυκλική και χαμηλή ύψους δυό περίπου μέτρων μαζί με την επικλινή στέγη , με ξερολιθιά στη βάση ύψους ενός περίπου μέτρου.
Πάνω στο φαρδύ ξεροντούβαρο πλατους 80-100 εκ. στερεώνονταν με χοντρά δοκάρια και λεπτότερα καδρόνια μαζί με κορφιάτη που τον στήριζαν χοντρά ξύλινα «ντουρέκια» , ένα επικλινές (προς τα μέσα και προς τα έξω) πλέγμα σκεπής , πάνω στο οποίο στερεώνονταν δεμένο , ένα παχύ στρώμα με χειρόβολα απο «σφάλτσες» βρίζας με τρόπο ώστε να χύνονται τα νερά προς τα έξω για να εξασφαλίζουν τη στεγανότητα του εσωτερικού χώρου του μαντριού , πλάτους 1,5-2 μ.περίπου . Θα αναφέρω όσα , όπου και όπως τα θυμάμαι : -Δεξιά απ τα μελίσσια ανηφορίζοντας το «Χαύο» πρωτο ήταν το μαντρί τ Μήτρ τ Λία , πατερας του Ηλία και του Μανώλη. -Αμέσως λίγο πιο πάνω είχε το μαντρί ο Κώτιας τ Κερασιωτη πατέρας του Θανάση , Παντελή και Μανώλη. -200 μέτρα πιο πάνω ήταν το μαντριά τα «Ταλιωλιάθκα» όπου «σταβλίζαμε» κι εμείς τα δικά μας γίδια μαζί με τους «Ζαμπακάδες» Τζηκα, Γιάννη-«Ναϊάννη» και Νικόλα καθώς και τα πολύ λίγα του Παρτωνα Γρ. , Δουγαλη Μαν και Ντούντα Ιω. Ήταν σε μια πλαγιά προσήλια και απάνεμη με πολλά μεγάλα βράχια πάνω στο Χαύο λέξη η οποία είναι ομηρική και σημαίνει ένα βαθύ-χαώδες ρέμα… -Αρκετα πιο πάνω στην ανοιχτωσιά «Τσιμουδιάς» , κάτω απ τη «ξεκομένη πέτρα» είχαν τα μαντριά τους οι Μπομπάδες , Βομβας Κωσταντης κλπ , πιο δεξιά οι Κωτροτσιάδες-«Ντιοντιος τ Βλαχ» κλπ , οι Καναβάδες «Καραγατσιωτης» κλπ , οι Τσιγγινάδες-Λιτσαιοι-Γώγος Τσιντζα κλπ και τέλος στο Καμμένο οι Μηντελάδες -Δουγαλής Αντ. κλπ μαζί με τους Μπαταλάδες . -Αριστερά από τα «Μελίσια» χαμηλά στο «πατμένο», ήταν το μαντρί του Τέγου-Στεργιου Φλωρου. Ακριβως πάνω από τα «Μελίσια» είχαν τα μαντριά τους οι «Κεροστάδες» , οι Λαζαδες , ο Πουτιος κ α. -Ακόμα πιο πάνω απ του «Σταύρου τα δέντρα» δεξιά προς τα «Λευκάδια» ήταν τα μαντριά τα Πασκαδκα , πιο πέρα δεξιά ήταν τα Καρατζιαθκα (αργότερα εκεί ήταν του Απ Γκουτζιωτη) , πιο κάτω είχαν οι Καραϊνάδες , ο Λουης-Βαταλης Λαζ. , Σταθης Βας. που αργότερα τα χρησιμοποίησαν ο Θαν Τσουκνίδας και Οδ Βόμβας.
Κάπου εκεί ήταν και του Τζιαχανοσπύρου-Σπύρου Δουγαλη το μαντρί και άλλα που δεν θυμάμαι τίνος και πού ακριβώς. Όπως καταλαβαίνουμε γινόταν χαμός από τον πολύ συνωστισμό των μαντριών , το σμίξιμο καποιες φορές κ τα βελάσματα των γιδιών , τα γαυγίσματα και τα άγρια μαλώματα των σκυλιών , αλλά εκτος από σπάνιες παρεξηγησεις αποφεύγονταν τα μαλώματα των κτηνοτρόφων , γιατί λόγω των δυσκολιών υπήρχε έντονο το πνεύμα της αλληλεγγύης και συνεργασίας , που είναι αναγκαίο και σήμερα… Σήμερα υπάρχουν μόνο τα πέτρινα εριπεια απ όλα σχεδόν τα μαντριά και τις καλύβες των τζομπαναραίων , όπου ανασκαλεύοντάς τα μπορεί να βρεις κάνα παλιοκούδουνο ή κάνα «κακάβι» όπου έβραζε ο τζιομπάνος το γάλα … Τα πρόβατα που ήταν πολύ λιγότερα σε σχέση με τα γίδια ,εκτός από ελαχιστες εξαιρέσεις , την περίοδο του χειμώνα σταβλίζονταν μέσα ή δίπλα στο χωριό σε «προβάτες» , σπάνια σε αυλές ή σε σταύλους μεγάλων ζώων κι αν τυχόν έριχνε πολύ χιόνι ή έκανε πολύ κρύο , τα παίρναμε μέσα στη χωμάτινη σάλα-«μεσιά», για να μην παγώσουν τα αρνιά… Για να έχουν βοσκή τα γίδια το χειμώνα , η Κοινότητα σε συνεννόηση με τους κτηνοτρόφους απαγόρευε αυστηρά τη βόσκηση, για όλη την εξάμηνη καλοκαιρινή περίοδο, σ όλη την έκταση γύρω από τα χειμερινά μαντριά , ορίζοντας και πρόσθετο «ντραγάτη» για τη φύλαξη του. Οι αγροφύλακες ήταν πολύ αυστηροί κι όταν μας έπιαναν να βόσκουμε τα «βετούλια» και τα «σγούρια» σε απαγορευμένο μερος ή κάναμε καμία αγροζημιά , κάποιοι σκληροί ντραγάτες εμάς τους πιτσιρικαδες μας έριχναν και κάνα ξύλο ή μας έπαιρναν τα λουριά και μας διαπόμπευαν στο χωριό ή σπάνια μας πήγαιναν και στα δικαστήρια . Εκτός αυτού επειδή η βοσκή στο βουνό δεν επαρκούσε ιδιαίτερα στις βαρυχειμωνιές , όλα τα νοικοκυριά το καλοκαίρι φρόντιζαν να μαζέψουν ζωοτροφές-«ζαχιρέδια» για να βγάλουν το.χειμώνα .! Μαζί με το καλαμπόκι κυρίως , τις καλαμποκιές και το κριθάρι , φρόντιζαν να μεγαλώνουν κοντά στα χωράφια και τ αμπέλια τους δέντρα και κλαδαριές (βελανιδιες ,καραγάτσια ,λεύκες κ α ) τα οποία «κλάριζαν»-κλάδευαν χρονιά παρά χρονιά από τον πάτο μέχρι την κορφή , κι αφού τα στέγνωναν πράσινα τα αποθήκευαν στις αχυρώνες σε δεμάτια , για να τα μεταφέρουν το χειμώνα στα μαντριά , τις προβάτες και τους σταύλους να ταΐσουν τα ζώα τους.! Αλίμονο σ αυτούς που δεν φρόντιζαν ή δεν τους έφταναν τα ζαχιρέδια ..! Αναγκάζονταν μέσα στο βαρυχείμωνο να βγαίνουν ψηλά στα έλατα στο Ασπροβούνι προς τη Ροδιανή ή στην κοιλάδα του Μπούρινου να μαζέψουν σε τσουβάλια το τρυφερό πράσινο παράσιτο «γκρουσιάρι» από τους κορμούς και τα κλαδιά του έλατου , για να το μεταφέρουν με πολύ δυσκολία στο μαντρί για να μην ψοφήσουν τα γίδια… Όταν έριχνε βαρύ χιόνι τέλος Γενάρη και το Φλεβαρη και σκέπαζε τα πουρνάρια γύρω από το μαντρί , μικροί μεγάλοι τα τινάζαμε για να βοσκήσουν τα γεννημένα ή ετοιμόγεννα-«βαρά» γίδια . Τα «βαρά» γίδια , που καταλαβαίναμε ότι ήταν έτοιμα να γεννήσουν σε κάνα δυο μέρες , τα ξεκόβαμε από το υπόλοιπο κοπάδι που έβγαινε για βοσκή ψηλά στο βουνό και τα κρατούσαμε να βόσκουν γύρω από το μαντρί για να τα βοηθήσουμε να γεννήσουν αν κάποιο κατσίκι έβγαινε ανάποδα..! (Ακολουθεί τρίτο μέρος..).
Γ’ ΜΕΡΟΣ
Αυτό τον καιρό από τις αρχές Οκτωβρίου μέχρι τον ΑϊΔημήτρη κατέβαζαν πολλοί κτηνοτρόφοι μας τα γίδια στα ΧΕΙΜΑΔΙΑ . Είναι γνωστό βέβαια για τους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους το γεγονός ότι την ίδια σχεδόν περίοδο το φθινόπωρο και με τον ίδιο με μας τρόπο , από τα ορεινά χωριά της Πίνδου κατέβαζαν , μέσω των Καμβουνίων και τα χωριά του Ολύμπου , τα κοπάδια τους στα θερμότερα κλίματα της Θεσσαλίας, από την Ελασσώνα της Λαρισας μέχρι τον Αλμυρό Βόλου . Εκεί μεταφέρονταν και μεταφέρονται ακόμα μέχρι και σήμερα για να ξεχειμωνιάσουν απ τον ΑϊΔημητρη μέχρι την Άνοιξη για να ξαναβγούν πάλι στα βοσκοτόπια της Πινδου. ( Μερικά από τα δημοτικά τραγούδια περιγράφουν θαυμάσια αυτό το αρχέγονο ανεβοκατέβασμα των κοπαδιών τις περιπέτειες και τις επιδιώξεις των ανθρώπων της υπαίθρου για την καλύτερη διαβίωση τους : -βάστα Ολυμπε την καταχνιά για να περάσει η βλαχιά – να κατεβεί στα χειμαδιά να φέρει κατσίκια και φλουριά..! -Ξεχείμασα στον Αλμυρό γαμπρός στο Βελεστίνο ..! -Παίρνει ο Μαρτης δώδεκα κι Απριλης δεκαπέντε… -πότε θα ρθεί η άνοιξη θα ρθεί το καλοκαίρι, να βγουν οι βλάχοι στα βουνά… και άλλα που τα τραγουδούσαν και οι δικοί μας στις γιορτες την περίοδο του χειμώνα και τα απέδιδε άριστα ο δεξιοτεχνης κλαριντζής και τραγουδιστής Βασίλης Τρομάρας από το Βελεστίνο όταν ερχόταν και «έπαιζε» στο χωριό μας , στο Καφενειο του Ζιάκα τη δεκαετία του 1960) Η πιο σίγουρη λύση λοιπόν για το ξεχειμώνιασμα ήταν τα ΧΕΙΜΑΔΙΑ’… Πριν από το 1960 πολλούς χειμώνες τα περισσότερα κοπάδια τα κατέβαζαν από τη Λευκοπηγη στα χειμαδιά . Τα «χειμαδιά» της Λευκοπηγης ήταν στο ΙΜΠΙΛΙ’ κοντα στα Ίμερα , σε έναν προσήλιο βοσκότοπο αριστερά στη ροή του Αλιάκμονα που είναι πλούσιος πουρναρότοπος . (Το πουρνάρι είναι η βασική τροφή των γιδιών και μάλλον η μοναδική το χειμώνα , εκτός από τις ζωοτροφές που τότε ήταν λίγες.) Το ΙΜΠΙΛΙ βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο 350 μ. με πολύ ήπιο κλίμα , με ελάχιστα χιόνια κάποιες χρονιές , σε αντίθεση με τη Λευκοπηγη που εχει περίπου 700 μ υψόμετρο , ψυχρό κλίμα με πολύ χιόνι στην περιοχή που είχαν τα μαντριά τους οι κτηνοτρόφοι. Στα χειμαδιά τα πήγαιναν , με τα πόδια βέβαια, περνώντας απ τα χωριά του «Τσιαρτσιαμπά» Καισαρειά , Σπάρτο , Σταυρωτή κλπ και στη συνέχεια δίπλα από το ποτάμι του Αλιάκμονα , ώσπου να φτάσουν σε κανα δυο μέρες στο Ιμπιλί , με φορτωμένα στα υποζύγια τα απαραίτητα χρειαζούμενα … Πάντα εννοείται με τη συνοδεία και φύλαξη ικανών τσοπανόσκυλων… Εκεί γεννούσαν τα γίδια το Γενάρη και επέστρεφαν με τα μικρά κατσίκια το Μαρτη στα ανοιξιάτικα μαντριά της Λευκοπηγης στα «μεσοράχια», ώσπου να μπουν οι στρούγκες πάλι τον Αϊγιώργη . Υπάρχουν πολλές αφηγήσεις από τους «παλιούς» γύρω από τις περιπέτειες που είχαν κατά τις διαδρομές και τη διαβίωση τους στα χειμαδιά με τους ντόπιους κατοικους και αγροφύλακες και κατά την τουρκοκρατία και ιδιαίτερα κατά τον εμφύλιο 1946-1949 , οπως και γύρω από τη ζωή των κτηνοτρόφων στα χειμερινά μαντριά της Λευκοπηγης. Πολλες φορες έφταναν σε άγριες συμπλοκές με κατσικοκλέφτες ή με ντόπιους και φορές σε ερωτες και σε παντρέματα… Θα αναφέρω μόνο μια αφήγηση του μακαρίτη Γιώργου Φλωρου του Στεργιου-«Τέγου» πριν μερικά χρόνια , δίπλα στο μπαλκόνι του ξαδέρφου του αλησμόνητου γείτονα Αριστοβουλου Βαταλη: «Κατά τον εμφύλιο (1946-1949) στο Ιμπιλί οι ανταρτες ζητούσαν τρόφιμα και θέλαμε δε θέλαμε τους δίναμε ό,τι μπορούσαμε Τους δίναμε και κάνα παλιό γίδι ή κάνα κατσίκι κι έτσι μας προφύλαγαν από τους κλέφτες και την άγρια επιθετικότητα των ΠΑΟτζήδων της περιοχής , που πολλές φορές πέρα απ το κλέψιμο , μας χτυπούσαν γιατί δήθεν είμασταν τροφοδότες των ανταρτών … Εμείς δεν είχαμε ιδέα απ αυτά κοιτούσαμε πως θα βγάλουμε το χειμώνα να γυρίσουμε στον τόπο μας. Αλλά εκείνο που δε μπορώ να ξεχάσω ήταν όταν οι ανταρτες ήρθαν στο μαντρί στο Ζγκόστι και μας πήραν το καλύτερο το τραΐ . Παρά τα παρακάλια που τους κάναμε με τον πατέρα μου να τους δώσουμε δυό και τρεις γίδες και να μας αφήσουν το τραΐ δε στάθηκε τρόπος . Μπροστά ήταν κι ένας χωριανός μας αντάρτης και δε μας βοήθησε να πάρουμε τον τράγο». Αυτός λοιπόν περίπου εν ολίγοις ήταν ο κύκλος της χειμερινής περιόδου ,κατά τη γνώμη μου , για τους κτηνοτρόφους της Λευκοπηγης στα χειμερινά μαντριά πάνω από το χωριό και στα χειμαδιά στο Ιμπιλί χαμηλα κοντά στα Ιμερα. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει ριζικά : Στη Λευκοπηγη υπάρχουν μόλις δυο οργανωμένες μονάδες με γίδια των α/φων Ζαμιχου και του Γιώργου Βενιώτη , μια μονάδα με πρόβατα του Σπυρου Βόμβα και μια αγελαδοτροφική του Τάκη Κασταμη με σύγχρονες σταβλικές εγκαταστάσεις και ζωοτροφές. Όλα μαζί με κάποια πολύ μικρά κοπαδάκια δε φτάνουν τα 2.500 ζώα ενώ όπως αναφέραμε κι άλλη φορά μέχρι και τη δεκαετία του 1960 ξεπερνούσαν τις 20.000.! Ο,τι άλλο επι πλέον ή διαφορετικό καλό είναι να προστεθεί για να έχουμε μια πληρέστερη και ακριβέστερη εικόνα εκείνης της περιόδου. Πολλες λέξεις , ονοματολογίες ή ορολογίες απέφυγα συνειδητά να τις εξηγήσω για να δώσω κίνητρο ιδιαιτερα στους νέους της Λευκοπηγης να ρωτήσουν και να μάθουν , αν τους ενδιαφέρει βέβαια και για οικονομία του χώρου …

Αφήστε μία απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

Προσοχή!!! Για να δημοσιεύονται, από 'δω και στο εξής, τα σχόλιά σας, θα πρέπει να επιλέγετε, την παρακάτω επιλογή  "Διάβασα και αποδέχομαι τους Πολιτική απορρήτου  " που σημαίνει ότι διαβάσατε κι αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου του kozan.gr. Αν, κάποια φορά, ξεχάσετε να το κάνετε θα λάβετε μια ειδοποίηση ότι δεν το πατήσατε (αρα δεν αποδεχτήκατε την πολιτική απορρήτου). Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χαθεί το σχόλιο σας, πατήστε να γυρίσετε πίσω  και ξαναπατήστε "δημοσίευση", τσεκάροντας, προηγουμένως, την προαναφερόμενη επιλογή. Η συμπλήρωση των πεδίων όνομα, Ηλ. διεύθυνση και ιστότοπος, της παραπάνω φόρμας, δεν είναι υποχρεωτική.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Μείνετε συντονισμένοι