Πρωτομαγιά και ρυζόγαλο ανέκαθεν πήγαιναν πακέτο για τους Κοζανίτες . Και πώς να μην πήγαιναν, αφού στις εξοχές που εξορμούσαν για να «τσακώσ’ν του Μαη» μετά τις κεφτέδες και τα κιχιά, όλοι ήθελαν κάτι το λαχταριστό για να ξεπλύνουν το στόμα τους. Μόνο αυτό ήταν ικανό με τη γλυκιά μοσχοβολιά κανέλας, κρέμας και λιωμένου ρυζιού να πιάσει και να ευφράνει όλο τον ουρανίσκο! Ωστόσο οι σημερινές νοικοκυρές όλο και περισσότερο το αποφεύγουν μιας και η ετοιμασία του δημιουργούσε μια ζωή μεγάλο πονοκέφαλο σε όλες τις νοικοκυρές , παλιές και νέες.
Οι λόγοι προφανείς: πρώτον θέλει κοντά δυο ώρες ανακάτωμα και πολύ καλό τσιγάρισμα με τα χέρια της νοικοκυράς να κινδυνεύουν, ειδικά προς το τέλος , από καμια γερή φουσκάλα, αν το σπιτικό δεν διαθέτει μακριά κουτάλα. Για να πετύχεις το άριστο αποτέλεσμα, χραζειτι να στέκισι απουπάν’ απ’ την κατσαρόλα και να του μιλάς συνέχεια όπως τα λουλούδια με την ελπίδα ότι έτσι δεν θα τσικνώσει και δεν θα αρπάξει καμιά μυρωδιά γιατί μετά ποιος σε ξεπλένει από τα ποικίλα ανδρικά και γυναικεία σχόλια. Για το Μαίσιο ειδικά, δεν επιτρέπεται η προσθήκη κορνφλάουρ για να επιταχυνθεί η διαδικασία. Κι αν τυχόν τρίψεις και το ρύζι στα χέρια, ο χρόνος προετοιμασίας αυγαταίνει, χωρίς να υπολογίσουμε το χρόνο στολίσματος με τα κλωνάρια από κανέλα.
Αν σ΄όλα τα παραπάνω συνυπολογίσουμε ότι πρωι- πρωί την Πρωτομαγια οι φτέρνες της νοικουράς παίρνουν φωτιά από το πολύ σύρε κι έλα μέχρι να ετοιμαστούν όλα εγκαίρως , καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οι σύγχρονες νοικοκυρές τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο το αποφεύγουν προτιμώντας να κυκλοφορούν αυτή τη μέρα στις κοντινές εξοχές με τάπερ γεμάτα με ρεβανί ή χαλβά, αφού τα τελευταία μεταφέρονται και πιο εύκολα!
Παρόλα αυτά και παρά τις πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες μαγειρικής σε παλιότερες εποχές για εκείνες τις νοικοκυρές περισσότερο ήταν θέμα prestige να ετοιμάσουν μια πιατέλα με καλό ρυζόγαλο, χωρίς να είναι ούτε νερό απ’ του πηγάδι αλλά κι ούτε πολύ σφιχτό σα στουπέτσι. Όλες τόφκιαχναν τότε, τα τσιλιστιμένα όμως ξεχώριζαν από μακρά! Ένα τέτοιο ήταν και της μάνας μου που τόφκιαχνε κάθε χρόνο, πρωί-πρωί, ανήμερα το Πάσχα και την Πρωτομαγιά ανυπερθέτως.
Τη δεκαετία του ‘ 80 συνηθίζαμε να γιορτάζουμε όλο το σόι μαζί την Κυριακή του Πάσχα στον Άγιο Αθανάσιο, πριν ακόμα γίνει ενοριακός ναός. Εκεί μας βρήκε μια χρονιά και το Τσέρνομπιλ να ψήνουμε και να χορεύουμε. Και ενώ το πασχαλιάτικο τραπέζι ήταν γεμάτο με όλα τα καλούδια, όλοι καρτερούσα ν με ευλάβεια στο τέλος να παρ’ν μια κουταλιά από το ρυζόγαλα της κυρα-Ευδοκίας. Παραπάνω από όλους ο συμπεθερός ο τρανός, ο Νίκος ο Μόμτσιος ο γουναράς, που όχι μόνο το τιμούσε κάθε χρόνο αλλά και το διαλαλούσε κιόλας μπροστά σε όλους. «Φκιαν κι η θκια μ’ η Λένη , αλλά τούτο δω είνι το κάτι άλλο, δε σε λιγώνει καθόλου η ζάχαρη», έλεγε . Το πότι σφουγγίζονταν δεν το παίρναμι χαμπάρι. Κι η μάνα μου ολο καμάρι εξηγούσι πως η νοστιμάδα του οφείλονταν στο παχύ πρόβειο γάλα του Μαη και στο γεγονός ότι μούσκευε και έτριβε το ρύζι με τα χέρια της, αφήνοντας το να στεγνώσει πρώτα πριν ρίξει το γάλα . Το ότι το μιλούσε όλη την ώρα που το ανακάτωνε σκυμμένη πάνω από την κατσαρόλα δε μετρούσε κι πολύ γι’ αυτήν…….!
Μια χρονιά, μια από το σόι το τσίκνωσε η καημένη στην προσπάθεια της να τα προλάβει όλα. Ήθελε γερό μουαμπέτι το ρυζόγαλο και δεν ήταν για αστεία. Το έφερε σε πιατέλα που την έβαλαν στο τραπέζι μαζί με τα υπόλοιπα φαγώσιμα. Λίγο πριν δοθεί το σύνθημα για το γενικό σούντζμα στα γλυκά, σηκώνεται ορθός ο συμπεθερός ο Μόμτσιος και φωνάζει. «Εμένα να μ’ αφήκτι την πιατελα της Ευδοκίας, το άλλο με τα μπάμπαλα μέσα σας το χαρίζω ολόκληρο». Γέλασαν όλοι.
Μια ξαδέλφη Αθηναία μπερδεύοντας τα μπάμπαλα με τα μπαλάμια, που μάζευε από μικρή ρώτησε : «καλέ, ρίξατε αμύγδαλα μες στο ρυζόγαλο, αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω» ; Δεν μπορούσε φυσικά η έρμη να πιάσει με την πρώτη το κασμέρι καθώς για τους μυημένους οι ίνες του τσικνωμένου γάλατος διακρίνονταν καθαρά μες στην πιατέλα, που ήταν ορφανή από κανέλα . Μόνο οι φανατικοί οπαδοί του εδέσματος σαν τον συμπεθερό τον Μόμτσιο και σαν το φίλο μας, τον Πάνο τον Μακρή, που μπορούσε να φάει στο κάτσιμο μια κουπάνα από ρυζόγαλο ήταν σε θέση να το αντιληφθούν αυτό αμέσως.
Όσα μύθια τόσα αλήθεια με το ρυζόγαλο του Μάη. Γι’ αυτό μέρα που ξημερώνει σήμερα είναι πολύ φυσικό να σας τεθεί η ερώτηση: Πως ήταν το ρυζόγαλο σας φέτους; με μπάμπαλα ή χωρίς; Το φαγέτι όλου ή απόμκατι με τ’ν όρεξη; όπως μας συνέβη εμας μια χρονιά στο Κουρί που στη μσή πιατέλλα πάτσιν μέσα ένας μκρος καθώς κυνηγιούνταν μ’ έναν άλλο και το άλλο μσό μας το φαγαν τα μερμύγκια . Τα τράβηξε φαίνιτι η γιρή μυρωδιά της κανέλας από τον Τσιώρα!.
Αει κι τ’ Χρόν’ ου Μάης, δροσερός, δροσερός όπως φέτος… !
Πολύ όμορφο άρθρο! Είχα να “ακούσω” τη λέξη τσιλιστιμένου πάνω από 20 χρόνια που έχει συγχωρεθεί η γιαγιά μου. Μου την έλεγε και με συγκινήσατε. Ευχαριστώ! Καλό μηνά με υγεία!
Ωραίο κείμενο κ.Φτάκα.
Τσιλιστιμένο!
Καλό μήνα…
Καλό μήνα Φάνη,να είσαι καλά και να μας θυμίζεις τόσο ωραία παλιές εποχές που είχαν την δική τους ομορφιά,