Ο Λευκοπηγιώτης μπαρμα-Βαγγέλης Δουγαλής του Ιωάννη ο επονομαζόμενος Τζιαχάνας ήταν αδερφός του Γώγου του μυλωνά , του ιερέα Παπατσιοβά , του Κώστα-Ζγκρούντα που είχε το κεντρικό καφενείο ,του Απόστολου ή «Αναγνώστη-εκκλησιαστικά » που παντρεύτηκε και έζησε στη Λευκοβρυση και της Πανάγιως που παντρεύτηκε και έζησε στο Χρώμιο.
Ο Τζιαχάνας λοιπόν ήταν από τη μεγαλη οικογένεια των πάνω Δουγαλήδων ή «Ντουγαλάδων» γεωργοκτηνοτρόφος στο επάγγελμα .
Υπερήλικας πλέον ,όταν εμείς είμασταν πιτσιρικάδες ακόμα(δεκαετίες 1950-1960) , περνώντας την ώρα του σχεδόν καθημερινά , κυρίως στο παγκάκι του κεντρικού μεγαπλάτανου της Λευκοπηγης ή έξω από τα καφενεία του Ζιάκα και του Φλώρου , μας διηγούνταν διάφορα γεγονότα της ζωής του κυρίως …
Οι περιγραφές των γεγονότων συνήθως ήταν μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και τα διηγούνταν μ έναν τέτοιο γλαφυρό λόγο και τρόπο , που «άναβαν» τη φαντασία μας..!
Οι υπερβολές του, χωρίς να προσβάλουν ή να βλάπτουν κανέναν , μας συνέπαιρναν και πολλές φορές παρά τις αμφιβολίες μας ,αν είναι αληθινές , μας έμπαζαν στο επεισόδιο και περιβάλον που περιέγραφε σαν να το ζούσε εκείνη τη στιγμή.!
Πολλές από τις λέξεις του ήταν ηχητικές όπως το «κλίγκιρ» «κρα-κράκ» «γκρρρ» κ.α. και οι κινήσεις του τόσο παραστατικές σαν να παρακολουθούσες κινηματογράφο , που οι μεγάλοι όταν μας έβλεπαν να τον ακούμε με θαυμασμό έλεγαν:
«Άντε έστησε πάλι τη μηχανή του ο Τζιαχάνας»…
Θα περιγράψω μερικές από τις παραστατικές του αφηγήσεις όπως τις θυμάμαι κυρίως ή τις έχω ακούσει από άλλους :
-«Ενα καλοκαίρι τον Ιούνιο μια παρέα «θερστάδες» κατεβήκαμε στον κάμπο της Βέροιας να θερίσουμε τα πρώιμα στιάρια τους. Ήταν δεκα γεροί χωριανοί μας , θέριζαν αυτοί μπροστά κι εγώ μόνος μπακλατζής-δέτης έδενα πίσω τους με τον «κλιτσινίκο» το θερισμένο στιάρι σε δεμάτια . Ήταν πολύ τρανό και κουραστικό το χωράφι ομως έπρεπε να το τελειώσουμε πριν πιάσει νύχτα…
Έτσι σφίξαμε τη δουλειά · θέριζαν αυτοί οι δεκα μπροστά , έδενα μονος εγω από πίσω, θέρζαν αυτοί έδενα εγώ και τους προλάβαινα.!
Αφού πέρασαν πολλές ώρες και ο θέρος και η κούραση έφτανε στο αμήν , στην προσπάθεια μου να τους προλάβω ξαφνικά ακούω ένα ΚΛΊΓΚΙΡ .!!! Γυρνώ πίσω τι να δω : πάει η σπονδυλική στήλη..!!!»
Ήθελε μ αυτό να δείξει ότι η κάθε δουλειά χρειάζεται ρέγουλα και προσοχή κι όχι βιασύνη και υπερβολή και συγχρόνως να επαινέσει την αξιοσύνη του…
-«Μιά άλλη χρονιά που είχαμε βάλει κιόλας στρούγκες τον Αιγιώργη στο Ζγκόστι κι είχε μπει για καλά ο Μάης , μετά το απογευματινό άρμεγμα , ξαφνικά έπιασε ένα ψοφόκρυο κι είπα να μην ανεβάσω τα γίδια στο Ασπροβούνι και τα γύρισα στα χαμηλα προς τη Μαυρόπετρα ,την Αγροκερασιά και το Μπαράκο.
Μόλις σκοτείνιασε κατέβασα το κοπάδι πιο κάτω στα Μεσοράχια κι αφού τάκλεισα στο μαντρί , ξάπλωσα κι εγώ στην καλύβα σκεπάστηκα με το «ταλαγάνι» κι αποκοιμήθηκα.
Τα χαράματα κατα τις 4-5 κρύωσα και ξύπνησα αλλά απόρησα που δε φαίνονταν ακόμα καμιά χαραμάδα φως από τη μικρή ξυλόπορτα της Καλύβας..! Σπρώχνω ν ανοίξω την πόρτα δεν κουνιέται καθόλου και λέω: όϊ τι έχει από πίσω και δεν ανοίγει .! ξανασπρόχνω πιο δυνατά με το πόδι ακούγεται ένα «κρακ».! δίνω μια και με τα δυο πόδια ακούω πάλι ένα κρα-κρακ.!
Ανακάθομαι καλά και σπρώχνω μ όλη τη δύναμη και με τα δυο πόδια και… κρα-κρα-κρακ.! ανοίγει η πόρτα και τι να δω..!
Είχε κλείσει μέχρι απάν η πόρτα απ το χιόνι πόριχνε όλη νύχτα ΜΑΗ καιρό.!Γι αυτό παιδιά νάχετε το νου σας , γιατί καμιά φορά μπορεί ν αλλάξει απότομα ο καιρός κι από καλοκαίρι να γίνει χειμώνας ..!»
-«Μιά άλλη βραδιά-κατακαλόκαιρο , κατα τις 2-3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα , αφού ανέβασα το κοπάδι Ψηλά προς το Ασπροβούνι , περνώντας απ το «Χάτσιο», γρέκιασα τα γίδια στη γούρνα στην «Αγροκορομπλιά» από δεξιά πριν ανέβουμε τη «χράπα»για την κορφή .
Γιομάτο το φεγγάρι με πεντακάθαρο τον ουρανό, έλουζε τον τόπο με φως κι έβλεπες απέναντι μέχρι τα «Χασιωτοχώρια» ακόμα και τον Έλυμπο.! (όπως ονόμαζαν οι παλιοί τον Όλυμπο στη ντοπιολαλιά).
Κάποια στιγμή που κοιμούνταν τα γίδια και δεν ακούγονταν ούτε κυπρί ούτε σκυλί , άκουσα το λύκο να «ουρλιέται» στον Όλυμπο και ν ακούγεται στο Ασπροβούνι και…σαν να τον είδα κιόλας.!!!»
-«Μια ανοιξιάτικη μέρα είχα ανεβάσει τα γίδια προ το Ντραβουνταντσνό , ψηλά στο «Καστρί» · είχε αρχίσει ο καιρός να ζεσταίνει αλλά η κάπα χρειάζονταν ακόμα . Μόλις τσακώθκαν τα γίδια στη βοσκή είπα να κάτσω και ‘γώ λίγο να ξεκουραστώ . Βλέπω μια καλή προσήλια κεδριά και έχοντας μπροστά μου το κοπάδι πάω να λιαστώ λιγο προσέχοντας τα γίδια . Σφίγγοντας την κάπα δεν πρόλαβα ν ακουμπήσω καλά στην κεδαρά και πρρρούούτ…πετιούνται από μέσα καμία δεκαριά λαγοί ..!
Ε.! όχι κι δέκα ρα Βαγγέλη σ ένα κέδρο μήπως ήταν λιγότεροι τον πείραξε ένας τρανός που κάθονταν δίπλα τον άκουγε κι έκανε χάζι …
Ε…πως! αν δεν ήταν δεκα καμιά 4-5 θα ήταν , κρατάει λαγοί ο τόπος εκεί .!
Ω ρε Βαγγέλη με τόσα σκλιά στο κοπάδι που να κάτσει λαγός εκεί…μήπως σι φάγκι..! – Ε ρα κι σύ του «ρόπουτου» άκσα ·σάματι τς μέτρησα..!»
Έχει πολλά ακόμα να θυμηθεί και να πει κανείς για του μπάρμπα-Βαγγέλη του Τζιαχάνα τη «φαντασιακή Μηχανή» ή με του Πανούλα τις διηγησεις για την «Αρτζεντίνα» και με πολλους άλλους με τις ωραίες και αβλαβείς υπερβολές και πειράγματα που έκαναν μεταξύ τους οι μεγάλοι παραμυθιάζοντας εμάς τους πιτσιρικάδες με τις «Ομηρικές» τους αφηγήσεις..!.
Άλλη φορά αξίζει ίσως να περιγραφεί ξεχωριστά πώς έφερνε κάθε Μάρτη περιπου και πουλούσε τα γουρουνάκια του στους χωριανους μας κάποιος Αρκάδιος κάτω απ το πλατάνι , για να σφαχτούν τα Χριστούγεννα και πως αφηγούνταν ο Τζιαχάνας την περιπέτεια που είχε ο γιος του ο Βασίλης-«Ζαμάνης» με τα «γκουτσιούνια»=γουρουνάκια που του έφερνε ο Αρκάδιος στη Λευκοπηγή από το Πλατανόρευμα κι αυτός τα μεταπουλούσε στα γύρω χωριά…
–