Το Κάστρο της Ωριάς
Σαν της Ωριάς το Κάστρο, κάστρο δεν είδα (Δημώδες)
-Τι είν’ οι χαρές που γίνονται και πλημμυρούν οι δρόμοι
Σαν γάργαρα ποτάμια στενής κατηφοριάς;
- Αστόχαστε τραγουδιστή, δεν τόμαθες ακόμη;
- Επήραμε το Κάστρο, το κάστρο της Ωριάς
Ο καπετάνιος φέρνοντας τ’ άτρομα παλληκάρια,
Στις σιδερένιες Πόρτες προβάλλει το Σταυρό
και κράζει με βαριά φωνή και με φωνή καθάρια
«Εμπρός το δακτυλίδι της Κόρης πάω να βρω.»
Με τρόμο οι Σιδερόπορτες ανοίγουν πέρα ως πέρα
Κι ορμούν τα παλληκάρια με θάρρος και με βια.
Κι απ’ τ’ άνοιγμα το διάπλατο, με την ορμή του αγέρα,
Εμπήκε ο καπετάνιος κι εβγήκεν η σκλαβιά.
Να το το Κάστρο της Ωριάς, είναι δικό μας κάστρο,
Και να το δακτυλίδι, το βρήκαν κατά γης.
Χρυσές ακτίνες σκόρπιζε σαν το τρεμάμενο άστρο,
Όχι σαν νύκτας άστρο –σαν τ’ άστρο της αυγής.
Η νύκτα τώρα επέρασε, στα Σέρβια ξημερώνει
Ξημέρωσε στο κάστρο, δε θα βραδιάσει πλιά,
Παν οι καιροί οι αξύπνητοι κι οι κοιμισμένοι χρόνοι,
Εξύπνησεν η κόρη μ’ ολόφωτα μαλλιά.
Το δαχτυλίδι εφόρεσε κι ανάλαμψαν οι κάμποι
Και διασκελίζει δρόμους και χώρες και χωριά
Κι όπου διαβή ανασταίνονται κι όπου περάση λάμπει
Κι άλλαξε τ’ όνομά της – τη λένε Ελευθεριά.
I.. Πολέμης
6 Οκτωβρίου 1912 άρχισε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας και απελευθερώθηκε η Ελασσόνα. Τα ελληνικά στρατεύματα προχωρούν προς Σαραντάπορο, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο τουρκικός στρατός, που πίστευε ότι εκεί θα γίνει ο τάφος των Ελλήνων, καθώς είχε γίνει και υποδειγματική αμυντική οργάνωση της περιοχής από τους Γερμανούς. Ενδεικτική και η στερεότυπη πια σύσταση του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Τουρκίας: «Μέχρις εσχάτων και πάση θυσία συγκράτηση του αντιπάλου στη γραμμή Σαρανταπόρου και την παρεμπόδιση περαιτέρω διεισδύσεων…»
Την αξία των στενών όμως την ήξερε και το Ελληνικό αρχηγείο και είχε αποφασίσει να προβεί σε θυσίες για να τα πάρει.
Εκτός από τη δύναμη που πολεμούσε στο Σαραντάπορο, η Δ΄ Μεραρχία υπό τον Μοσχόπουλο, επιχειρούσε προς Λιβαδερό, έχοντας διαταγή να καταλάβει τα Στενά στις Πόρτες, επιχειρώντας κύκλωση των τουρκικών δυνάμεων από τα δυτικά.
Σχετικά ο ανταποκριτής των Τάιμς Κρώφορδ Πράις γράφει ότι επρόκειτο για «νέο εγχείρημα» άγνωστο στη βαλκανική στρατηγική και ότι ακόμη και το ελληνικό επιτελείο είχε ενδοιασμούς για την πρακτικότητά του. Επομένως ο τούρκος Ταχσίν πασάς δε θα μπορούσε ποτέ να το αναμένει. Όταν, λοιπόν, πληροφορήθηκε τα γινόμενα στο Ράχοβο, ομολογεί ότι αντιλήφθηκε όλη την τραγικότητα της στιγμής και την έκταση της συμφοράς που ερχόταν για τους Τούρκους και διέταξε να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να αποσυρθούν, …διασώζοντας με κάθε θυσία το πυροβολικό και όλα τα εφόδια». (πράγμα που τελικά δεν κατορθώθηκε).
Αυτό ήταν και το άδοξο για τους Τούρκους τέλος της μάχης του Σαρανταπόρου.
Ως τότε η αγωνία για το αποτέλεσμα της μάχης του Σαρανταπόρου ήταν μεγάλη σε όλους τους Έλληνες. Κανείς δεν περίμενε να ακούσει στις 10 το πρωΐ της 10ης Οκτωβρίου το Υπουργείο των Στρατιωτικών να ανακοινώνει το τηλεγράφημα του Γενικού Στρατηγείου: « Ημέτερος στρατός διώκει τον εχθρόν δι’ όλων των διόδων των Καμβουνίων, προς τα Σέρβια και την κοιλάδα του Αλιάκμονος. Ο Τουρκικός στρατός αποσυνετέθη. Έπεσαν εις χείρας μας 22 πυροβόλα εχθρικά πεδινά μετά των βλητοφόρων των, πλήθος μεταγωγικών οχημάτων και πολύ υλικόν.» Μία ώρα μετά δεύτερο τηλεγράφημα του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Δαγκλή: «Οι Τούρκοι έσχον μεγάλας απωλείας. Έπεσαν εις χείρας μας πολλοί αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων εις αντισυνταγματάρχης….». Μετά το μεσονύκτιο το Υπουργείο των Στρατιωτικών έλαβε νεότερο τηλεγράφημα του Δαγκλή, με το οποίο αναγγέλθηκε «πλήρης η καταστροφή του τουρκικού στρατού δια της περικυκλώσεως αυτού».
Για τις μάχες στο Σαραντάπορο και στις Πόρτες ο Θαλής Κουτούπης, δημοσιογράφος, γράφει στην εφημερίδα «Ακρόπολις», 8 Νοεμβρίου 1912
«Δεν ηξεύρω αν ο ιστορικός του εξακολουθούντος έτι πολέμου θα χωρίση τας δια τα Ελληνικά όπλα νικηφόρους μάχας εις Σαραντάπορον και Σιδηράν Πόρταν ή θα ενώση αυτάς εις μίαν ότε εξάπαντος θα δοθή το όνομα των Σερβίων . Κυριολεκτικώς μία είνε η μάχη, διότι η ευθηνή σχετικώς δια τον Ελληνικόν στρατόν διάβασις του Σαρανταπόρου , είνε αποτέλεσμα του φόβου της κυκλώσεως εις Πόρταν. Επομένως η μάχη εις την Σιδηράν Πόρταν είνε συνέχεια της εις Σαραντάπορον και αι δύο εσκόπουν την κατάληψιν των Σερβίων. Είτε όμως δοθή εις τας μάχας ταύτας το όνομα των Σερβίων είτε όχι, η λέξις Σέρβια θα ενθυμίζη εις τους Έλληνας την αγωνίαν την οποίαν εδοκίμασαν μέχρι της καταλήψεως αυτών υπό του στρατού μας, την χαράν δια την είσοδον εις αυτά της υπό τον Διάδοχον νικηφόρου στρατιάς.»
Πώς όμως εκφραζόταν η αγωνία και η χαρά των κατοίκων των Σερβίων τις ημέρες αυτές;
«Δεν μαθαίναμε τι γινόταν στα σύνορα, γράφει ο Νικ. Κοεμτζόπουλος, όμως η καρδιά μας έλεγε πως έφθασε η ώρα να πραγματοποιηθούν τα όνειρά μας, αλλά και το διαισθανθήκαμε ακούοντας τις κανονιές κάθε μέρα και ευκρινέστερα, όλο και πιο κοντά…»
Ολόκληρη την ημέρα (9 Οκτ.) ακούγονταν οι κρότοι των τηλεβόλων, και παρατείνονταν έτσι η αγωνία και το μαρτύριο των δύστυχων Σερβιωτών. …Και το βράδυ, τι βράδυ ήταν εκείνο της Τρίτης προς την Τετάρτη που επέρασαν οι καϋμένοι οι Σερβιώτες; Μαζεμένες ανά δυο – δυο η τρεις – τρεις οι συγγενικές ή φιλικές οικογένειες σε ένα σπίτι, περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να σπάσουν τις πόρτες και να μπουν μέσα οι Τούρκοι. Άκουγαν όλη τη νύχτα τον αλαλαγμό και τη βοή από τις φωνές και τις βρισιές των άτακτων στιφών των φυγάδων του Σαρανταπόρου. Βέβαια οι κάτοικοι δε γνώριζαν τα τηλεγραφήματα που είχαν φθάσει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών.
Οι πιο πολλοί από τους μεγάλους είχαν ευτυχώς όπλα. Είχαν διαμοιράσει σαν καλοί στρατηγοί την άμυνα των διαφόρων πορτών και παραθύρων των σπιτιών και ήταν διαρκώς σε προσοχή έτοιμοι να πουλήσουν ακριβά τη ζωή και την τιμή της οικογενείας τους. Αλλά το μεγαλύτερο χτυποκάρδι το ένιωσαν οι κάτοικοι τα ξημερώματα της Τετάρτης όταν άρχισε να αντηχεί ο κρότος από τις νέες κανονιές, πολύ πιο κοντά πλέον από ό,τι οι προηγούμενες, μιας και είχε αρχίσει η μάχη στις Πόρτες, που απέχουν λίγα μόνο λεπτά από τα Σέρβια. Παρακολουθούσαν τη μάχη από τα παράθυρα και από τις ταράτσες των σπιτιών τους, κρυμμένοι εννοείται, και έβλεπαν καταλεπτώς όλες τις κινήσεις και των ιδικών μας και των εχθρών.»
Αλλά και η κατάσταση των Τούρκων στα Σέρβια δεν ήταν καλύτερη. Εκτός από τους μόνιμους κατοίκους που ήσαν πολλοί, από τις πρώτες μέρες του πολέμου είχαν συγκεντρωθεί εκεί και όλες οι οικογένειες της αλύτρωτης Θεσσαλίας, σαν σε καταφύγιο, διότι δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι «οι… πόδες… των απίστων θα διήρχοντο τα σιδερένια στενά του Σαρανταπόρου».
Την ημέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος, κατά μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα Σερβιώτη Νικόλαου Κοεμτζόπουλου, «οι επίστρατοι Τούρκοι – Σερβιώτες έστησαν χορό στην πλατεία με ζουρνάδες και νταούλια βέβαιοι για τη νίκη τους, αλλά τους έβλεπες πως ήσαν… κρύοι και παγωμένοι· κάτι δεν πήγαινε καλά.
Το απόγευμα ο Φουάτ-μπέης, γιος του φανατικού μισέλληνος Σελήμ μπέη που είχε μετοικήσει από τη Λάρισα μετά το 1882, θέλησε να πεισματώση τον αδελφό μου Αγησίλαο λέγοντάς του πως ετοιμάζεται να πάη στη Λάρισα κι` από κει σε λίγες μέρες θα του φέρη σπόρο σιτάρι κόκκινο εκλεκτό, για να βελτιώση την απόδοση στα κτήματά του. Κι ο ετοιμόλογος Αγησίλαος του απαντά χωρίς κανένα ενδοιασμό:
-Μη κάνεις τον κόπο, Μπέη μου, θα το φέρουν οι Έλληνες το καλό σιτάρι.
-Ασκ-ολσουν, μπουνταλά ερίφ (μπράβο σου για το θράσος σου, μωρέ-απερίσκεπτε). »
Αλλά όταν έπεσε σαν κεραυνός η είδηση της αλώσεως των Στενών, ακούστηκε απαίσιος αλαλαγμός, και όταν οι πρώτοι Τούρκοι φυγάδες πιστοποιούσαν την είδηση, σείσθηκε από τη βοή και τον τρόμο η Πολίχνη.»
Όλο το πρωϊνό της Τετάρτης, 10 Οκτωβρίου τα Σέρβια αποτελούσαν ένα απέραντο νεκροταφείο…
Όμως οι στρατιώτες μας εξουδετερώνοντας και την τελευταία αντίσταση στα στενά Πόρτες «διασκελίζοντας σωρούς πτωμάτων, παραμερίζοντας ανοιχτά κρανία και πατώντας αίματα», καθώς γράφει ο Σπ. Μελάς, πήραν το δρόμο για τα Σέρβια. Στο πεδίο της μάχης άφηναν μεγάλο όγκο νεκρών, «τον ομαδικόν τάφον των οποίων, γράφει ο Μηνάς Μαλούτας, είδομεν την επομένην εις το ρέμα, κάτωθεν της μικράς ξυλίνης γεφύρας του στενού, ότε μικροί ημείς μετέβημεν επί τόπου, προς επιθεώρησιν και αποθαυμασμόν του πεδίου της μάχης…».
«Κατά τις 12.30΄, λοιπόν, το μεσημέρι σαν είδαν οι δικοί μας γράφει ο Κίμων Κοεμτζόπουλος τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα να φθάνουν στην πλαγιά, στα «αμπέλια», άνοιξαν την πόρτα, έστησαν ένα μακρύ κοντάρι στο επάνω μέρος της μαρμάρινης σκάλας της εισόδου του σπιτιού και ο νέος τότε Αγησίλαος Κοεμτζόπουλος ανεπέτασε μια πολύ μεγάλη ελληνική σημαία.
Οι γυναίκες όλη νύχτα στο σπίτι μας βάλθηκαν να ράβουν σημαίες ελληνικές και μια οκτώ μέτρα μήκος από μάλλινα υφάσματα άσπρα και γαλάζια, ολόκληρα “τόπια” .
Έκλαιγαν από τη συγκίνηση εκείνη τη στιγμή οι μεγάλοι. Και τα μικρότερα παιδιά σαν είδαν τους μεγάλους να γονατίζουν και να φιλούν με μεγάλη συγκίνηση και ευλάβεια την άκρη της σημαίας κάμνοντας τον σταυρό τους, έκαμαν κι εκείνα το ίδιο.
Οι πρώτοι αξιωματικοί και στρατιώτες, σαν έφθασαν στη γειτονιά μας κι αντίκρισαν την τόσο μεγάλη ελληνική σημαία, έτριβαν τα μάτια τους. Το τι έγινε τότε δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί. Με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζονταν και φιλούσαν ο ένας τον άλλο, δικοί μας και ο ελευθερωτής ελληνικός στρατός.»
Ο δημοσιογράφος Γρ. Βασιλάς έγραφε στην εφημερίδα «…Προτού ακόμη κυματίσει η γαλανόλευκος από το Στρατηγείον, εξήγγειλεν ο γαλανός σταυρός από το ελληνόσπιτο την νίκην των όπλων μας.
Το απόγευμα της Τετάρτης, 10 Οκτωβρίου, έπαυσε το κροτάλισμα των πολυβόλων, μας λέει και ο Μηνάς Μαλούτας, … και επρόβαλον εις τα κράσπεδα των Σερβίων, οι πρώτοι άγγελοι της νίκης, γενναίοι φαντάροι του 8ου πεζικού συντάγματος της 4ης Μεραρχίας, οι οποίοι έγιναν δεκτοί εν μέσω αλλόφρονος χαράς, θαλάσσης ελληνικών σημαιών με δακρύβρεχτα μάτια και με το «Χριστός Ανέστη» στα στόματα, και επακολούθησε ο πανζουρλισμός των εξαφθέντων από την μέθην του εθνικού παραληρήματος ελευθερωθέντων και ελευθερωτών» Όλοι οι Σερβιώτες, άνδρες, γυναίκες, γέροντες, γριές, κορίτσια και αγόρια υποδέχονταν τους πρώτους ελευθερωτάς των, ηρωϊκούς άνδρας του 8ου Πεζικού Συντάγματος…» «Βαένια κρασιού ανοίγονταν για τους ελευθερωτές, σφαχτά ψήνονταν και κάθε περιποίηση αποδίδονταν σ’ αυτούς, που μετακινούνταν συνεχώς προς βορράν, προς καταδίωξη των υποχωρούντων ατάκτως τουρκικών στρατευμάτων.»
Αυτά συνέβαιναν πριν εκατόν δέκα χρόνια. Σήμερα μετά τα 110 χρόνια της ελεύθερης Ελλάδας Πού βαδίζουμε; Αυτό μας ανέπτυξε ο δημοσιογράφος κ. Παντελής Σαββίδης, στην πανηγυρική μας εκδήλωση για την επέτειο της Απελευθέρωσης των Σερβίων Το σχετικό λινκ: https://www.youtube.com/watch?v=9EcnXdDUm4c