Σε μια κοινωνία όπως η σημερινή όπου η επίδοση και η επιτυχία φαντάζουν ως το σημαντικότερο μέλημα, η αναπηρία λογίζεται σαν αδυναμία και όχι σαν μια διαφορετική δυνατότητα ύπαρξης. Σαν κάτι που προκαλεί ευσπλαχνία, ντροπή και πόνο.
Η αναπηρία δεν έχει θέση (δεν βρίσκει χώρο) στην ενεργητική κοινωνία στην οποία κυριαρχεί το Μπορώ. Γι’ αυτό και στην καλύτερη περίπτωση πρέπει να «απαλειφθεί», στη χειρότερη να παραμείνει αθέατη. Στερούμενη κάθε δυνατότητα έκφρασης.
Η σημερινή κοινωνία δεν επιτρέπει στην αναπηρία να αποκτήσει υπόσταση, ταυτότητα. Της επιτρέπει να υπάρχει μόνο στο περιθώριο, της δίνει βήμα να εκφραστεί μόνο αν «μασκαρευτεί» σε μια ελλιπής, ανολοκλήρωτη ύπαρξη. Καταδικασμένη σε μια μονοσήμαντη, μη αυθεντική παρουσία στον κόσμο.
Τι άλλο θα μπορούσαμε να ευχηθούμε, λοιπόν, την σημερινή ημέρα από το να μπορέσει επιτέλους η κοινωνία μας να αφουγκραστεί την ίδια τη ζωή και τη διαφορετικότητα με την οποία η φύση εξασφαλίζει τη διαιώνιση της;
Να αντιληφθούμε όλοι εμείς τους αμέτρητους τρόπους που μπορεί κανείς να δει τον κόσμο. Τα μύρια θαύματα και τα μυστήρια της ζωής. Τον κόσμο που βρίσκεται μέσα στον κόσμο.
Και είναι αυτή η πολυπλοκότητα, αλλά και η αμφισημία της ανθρώπινης ύπαρξης που μας αναγκάζει να υιοθετήσουμε μια ανάλογη στάση στον τρόπο που την επερωτάμε. Που μας υποχρεώνει να παραιτηθούμε από έναν περιοριστικό τρόπο θέασης και να γίνουμε περισσότερο ανεκτικοί στην ιδιαιτερότητα του Άλλου, στη μοναδικότητα του. Αναδεικνύοντας το μερτικό της Άνοιξης που δικαιούται ο καθείς μέσα σε τούτο εδώ τον κόσμο.
Ας μην επιτρέψουμε λοιπόν την αναπηρία να γίνει ένα βάσανο δυσβάσταχτο. Ένας ίσκιος που βαραίνει τους ανθρώπους. Εμποδίζοντας τους να «ορθωθούν» ως εκεί που ίσως θα μπορούσαν.
Και αυτό διότι ένας άνθρωπος μπορεί να δυσκολεύεται να κινηθεί, να δει ή να ακούσει ή και ακόμα να συλλάβει τον κόσμο με τη μορφή εννοιών, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να χαρεί τη ζωή, να ζει με αξιοπρέπεια, δημιουργώντας ζεστούς, βαθύς και ανιδιοτελείς δεσμούς προσφέροντας απλόχερα αγάπη και πίστη.