Την σήμερον ημέρα που μιλάμε ξέρω πως ίσως να συνεχίζεται η εξόρυξη μαρμάρων στο Τρανόβαλτο. Ίσως οι μπουλντόζες να εργάζονται και τα φορτηγά να αγκομαχούν καθημερινά . Και θέλω να πιστεύω πως μάλλον έτσι έχουν τα πράγματα.Άλλωστε πως θα λειτουργούσαν τόσες επιχειρήσεις μαρμάρου, που κατά περιόδους πέφτουν στο μάτι μου, ότι δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Αυτό που δεν ξέρω και καμιά φορά δεν το ρώτησα είναι ένα πράγμα. Και συνάμα μια παλιά παιδική μου θύμηση. Και διευκρινίζω την απορία μου: Στο μέρος αυτό ακούγονται ακόμα φουρνέλα; Κι αν ακούγονται φουρνέλα, τι ώρα ακούγονται ρε πατριώτη;
Γιατί εγώ από μικρός άκουγα τα φουρνέλα στις 12.30. Ακριβώς στις 12.30 το μεσημέρι. Ούτε πιο αργά ούτε πιο νωρίς. Έτσι τόχαν συνήθειο τότε. Υποθέτω για λόγους ασφαλείας βέβαια. Για να γνωρίζουν οι εργάτες και όλοι οι παρεπιδημούντες στην περιοχή ,πως στις 12.30 το μεσημέρι κάθε μέρα οι άσπρες πέτρες και τα άσπρα βράχια πετούσαν στον αέρα και ουέ κι αλίμονο σε όποιον δεν έπαιρνε τα μέτρα του.
Δύσκολη δουλειά τελικά το λατομείο. Δύσκολο και το μεροκάματο. Μια δουλειά για σκληρούς ανθρώπους.
Γι’ αυτό λέγεται και η παρακάτω ιστορία. Ένας χωριανός μας,ο Τζόκας Ηλίας (Τουκουλίας) μια μέρα πήγε να ζητήσει δουλειά στα μάρμαρα Τρανοβάλτου. Ο επιχειρηματίας ονόματι Σκούταρης που, ειρήσθω εν παρόδω ,είχε χάσει το ένα του μάτι πάνω στην δουλειά από ένα ΄΄βίντσι΄΄,για να δείξει την δυσκολία της δουλειάς ρώτησε τον Ηλία:
-΄΄Πως τα τρως ρε τ’αυγά; Μιλάτα;
Κι ο Τζουκουλίας χωρίς να τα χάσει του απαντά:
-΄΄Σκατάτα ρα τα τρώου΄΄
-΄΄Ταχιά στσ ιφτά νάσει ιδώ για δλειά΄΄ του ανταντάει ο Σκούταρης.
Για εμάς όμως,που είμαστε στη από δω μεριά ,στον Αη-Λιά,στην Τσουκνίδα, στα Διακόπια και στον Αη Γιώρ(η) του Λιβαδερού ,τα φουρνέλα ήταν το ρολόι μας. Μ’ αυτό προγραμματίζαμε τις δουλειές, μ’ αυτό ξεκινούσαμε την βοσκή, μ’ αυτό βάζαμε τα ζωντανά στην στρούγκα, και μ’ αυτό πέφταμε για ύπνο στην γκορτσιά το μεσημέρι.
Μα αν το Τρανόβαλτο έβγαζε και βγάζει μάρμαρα, τα μεταλλεία στο Μπούρινο στην απέναντι μεριά απ’ τον Αλιάκμονα έβγαζαν παράδες. Ναι παράδες!Έτσι τουλάχιστον μας έλεγαν οι πατεράδες μας συχνά-πυκνά, όταν μας έπιανε η νύχτα στο δρόμο, απ’ την στάνη για το χωριό.
-΄΄Τα γλεπς ικείνα τα φώτα στου βνό που αναβουσβήν;Ικεί φτιάχν τσ’παράδις΄΄ μου έλεγε ο μπάρμπας μου ο Γιώργος(ο Φραγκουγιώρς)
Κι εγώ μες την νύχτα σαν παιδί, καβάλα στο μουλάρι, με δέος αγνάντευα τα φώτα, που τρεμόσβηναν στα μεταλλεία. Και πάντα το βράδυ στον ύπνο μου αναρωτιόμουν κι έλεγα από μέσα μου: ΄΄Ίσους δεν τους φτάν(ει) η μέρα κι δλέβν κι τν νύχτα οι άνθρωπ(οι) για να φτιάξν πουλλές παράδις΄΄. Από τα ορυχεία του χρωμίου εκείνης της εποχής.
ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΔΕ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΚΑΙ ΕΡΗΩΝΕΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ,,ΦΕΡΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥ ΜΑΡΜΑΡΑ,ΠΟΛΥΜΥΛΟΣ,ΒΕΡΟΙΑ,ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ!!!