Σαν σήμερα, Κυριακή των Βαΐων του 1826, έγινε η έξοδος του Μεσολογγίου. Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου – 12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του διαβόητου Οθωμανού στρατηγού Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά τον επονομαζόμενο Κιουταχή. Οι επιθέσεις του συντρίβονταν άλλες φορές εύκολα και άλλες φορές δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Εξάλλου, ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάστηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκημένους. Στις 24 Ιουλίου 1825, 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Στις 5 Αυγούστου 1825 ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκημένων.
Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου 1825, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 Αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν Γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές. Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ επιχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε όμως και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκημένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.
Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκημένοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια σκύλους και γάτες. Υπό τις συνθήκες αυτές που καθιστούσαν αδύνατη την υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων η Έξοδος και ορίστηκε γι’ αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων. Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, οι μαχητές και ο λαός χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι. Όμως, το σχέδιο της εξόδου δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν τους πάντες. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τούρκο-Αιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.
Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους Τούρκο-Αιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.
Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών. Ο Διονύσιος Σολωμός γράφει το ποιητική σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», έργο ζωής του Σολωμού, αφού, όπως φαίνεται, τον απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της ώριμης ποιητικής του περιόδου – από το 1828 μέχρι το 1851 – και παρέμεινε ημιτελής.
Ξέρουμε μήπως ποιος πραγματικά είναι ο Σολωμός; Μπορούμε με βεβαιότητα να επαναλάβουμε κάποιες από τις αθλιότητες που ξεστομίζουν καθημερινά οι χυδαιότεροι των πολιτικών, και αναφέρομαι στον Γεωργιάδη και τον Πολάκη, αλλά ένα στίχο του Σολωμού με δυσκολία θα θυμηθούν κάποιοι από εμάς. Σύμφωνα λοιπόν με τα λεγόμενα δύο κορυφαίων ποιητών και κατόχων του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, του Οδυσσέα Ελύτη και του T.S. Eliot, ο Σολωμός ανήκει στους 10 μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών και όλων των αιώνων.
Μια άλλη μεγαλοφυία, ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, 150 χρόνια μετά την Έξοδο μελοποιεί το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» σε μορφή λαϊκής λειτουργίας για τρεις τραγουδιστές (δυο υψίφωνους κι έναν βαρύτονο), αφηγήτρια, μικτή χορωδία και ορχήστρα*.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος άρχισε να συνθέτει πάνω στα σχεδιάσματα του ποιήματος από την δεκαετία του 60. Έπειτα με αφορμή τους αγώνες της νεολαίας στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας συνέχισε από το 72 έως το 74 να εργάζεται πάνω στο ποίημα και το 1975 δίδει στο έργο την οριστική μορφή της Λαϊκής λειτουργίας.
Ξέρουμε μήπως ποιος πραγματικά είναι ο Μαρκόπουλος; Όπως και στην περίπτωση του Σολωμού, με δυσκολία θα θυμηθούμε κάποια μελωδία του αν ερωτηθούμε.
Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν στην «Άλλη Ελλάδα». Σε αυτήν για την οποία αξίζει κανείς να ζει και να πεθάνει.
* “Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά” – Απόσπασμα από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Συναυλιακή παράσταση που πραγματοποιήθηκε στις 28/3/2007 στο θέατρο Badminton,με αφορμή την συμπλήρωση 150 χρόνων, από τον θάνατο του Διονυσίου Σολωμού.
ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ – Έξοδος – YouTube
Έξοδος – Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και ‘γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν.
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεββάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και ‘γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λυωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.
Αφηγήτρια:
Σαν ήλιος όπου ξάφνου ‘σκεί
πυκνά και μαύρα νέφη,
τ’ όρος βαρεί κατάραχα
και σπίτια ιδές στη χλόη.
Κι απ’ όπου χαράζει ώς όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον
από τούτο το αλωνάκι.
Χρήστος Ξ. Καφάσης
Γενικός Συντονιστής 3ης Υγειονομικής ΠεριφέρειαςΤμήμα Μετακινούμενων ΠληθυσμώνΔιεύθυνση Ετοιμότητας και ΑπόκρισηςΕθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ)Email: [email protected]