Χτές βράδυ (Σάββατο 6 Μάη) παρακολούθησα την παράσταση ¨Ο Υπάλληλος¨ του Μ. Χουρμούζη από τη θεατρική ομάδα ονειρόdrama.
To θεατρικό το είχα ξαναδεί πρίν χρόνια στο εθνικό θέατρο και το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την παράσταση ήταν τα πολυτελή σκηνικά και κουστούμια.
Ήταν μια εντυπωσιακή παράσταση με μια πλειάδα ηθοποιών.
Στο θέατρο της ομάδος ονειρόdrama το οποίο πρόσφατα ανακαινίστηκε και μπορεί να πει κανείς πως έχει πάρει χαρακτήρα περισσότερο θεατρικό, ¨ο Υπάλληλος¨ δεν είχε ούτε τον πλούτο ούτε την αίγλη του εθνικού.
Η σκηνή του θεάτρου μικρή και η επαφή με τους θεατές άμεση.
Οι ηθοποιοί δεν έχουν την άνεση της απόστασης αν τυχόν υπάρξει κάποιο πρόβλημα στη σκηνή και κληθούν να το διορθώσουν.
Εδώ η έκθεση στο κοινό είναι απόλυτη, ο ηθοποιός είναι εκτεθειμένος 100%.
Κάθε φορά που παρακολουθώ μια παράσταση με ενδιαφέρει να μάθω, να ανακαλύψω ποιος ήταν ο λόγος που ο συγγραφέας αφιέρωσε χρόνο από τη ζωή του για να κοινωνήσει τις σκέψεις του στο κοινό.
Ο Χουρμούζης καταπιάνεται με τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνισμού, της φυλής μας, του έθνους και του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους.
Ο ίδιος, αγωνιστής στην ελληνική επανάσταση – αφού πήρε μέρος σε πολλές μάχες – ανησυχεί και αγωνιά για το μέλλον της πατρίδος και του ελληνισμού.
Υπηρέτησε την πατρίδα από διάφορες θέσεις και αξιώματα.
Ως απλός στρατιώτης, δημοσιογράφος, συγγραφέας, ακόμη και ως βουλευτής.
Ο Χουρμούζης είναι ιδεολόγος.
Παθιάζεται με την πολιτική και προβληματίζεται έντονα με τα καθημερινά προβλήματα των ελλήνων αλλά και με την βαυαροκρατία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την πρώτη του κωμωδία ¨ο Λεπρέντης¨ που την έγραψε στα 1835, γράφει ένα μήνα μετά τον τυχοδιώκτη.
Ακολούθησαν το 1836 ¨ο Υπάλληλος¨ και το 1839 ¨ ο Χαρτοπαίκτης¨.
Ο Χουρμούζης γεννήθηκε σε ένα νησί κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή δηλαδή με το ελληνικό στοιχείο της Πόλης.
Ο ελληνισμός της πόλης και των παραλίων της Μ. Ασίας διέφερε και από τους έλληνες της κυρίως Ελλάδος και από τους πόντιους.
Η οικονομική επιφάνεια, η πνευματική άνθηση και ο κοσμοπολιτισμός τους ήταν εφάμιλλος και ισάξιος των ευρωπαίων.
Οι Έλληνες της Ιωνίας είναι το ΄άνθος΄ του ελληνισμού, το ίδιο και ο ελληνισμός μακράν του ελληνικού εθνικού κορμού.
Ο Χουρμούζης είναι ο οικουμενικός έλληνας, ο έλληνας που καταπιάνεται με τις μεγάλες αξίες του ελληνικού πολιτισμού.
Έχοντας λοιπόν άλλες αξίες και ιδανικά, άλλη ιδεολογία και μόρφωση, άλλη φιλοσοφία και στάση ζωής, ερχόμενος σε επαφή με τον ελλαδικό ελληνισμό και εμπλεκόμενος στα κοινά αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα τις παθογένειες αυτού του μικρού υπόδουλου κρατιδίου και την ξενομανία και εθελοδουλία του έλληνα.
Η σκέψη του Χουρμούζη καυστική και διαχρονική.
Μετά από διακόσια χρόνια ανεξαρτησίας, το ελληνικό κράτος έχοντας πλέον απολέσει τον κύριο κορμό του ελληνισμού της Μ. Ασίας, της Κωνσταντινούπολης και των άλλων περιοχών πέριξ της Μεσογείου, (πάλαι ποτέ ακμάζον και κοσμοπολιτικός) συρρικνωμένο, ξενόδουλο και με ένα τεράστιο οικονομικό χρέος παραπαίει χωρίς πυξίδα και κυρίως δίχως εθνικό όραμα.
Ο Χουρμούζης λειτουργεί χειρουργικά, αναδεικνύει την παθογένεια, ασχολείται με την λεπτομέρεια για να τονίσει και να αναδείξει το όλον.
Στιγματίζει πρόσωπα και καταστάσεις με καυστικό και ξεκάθαρο τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης στον θεατή.
Ο στόχος του είναι το μυαλό μας.
Μας ξεγυμνώνει την πραγματικότητα που ζούμε.
Μας ειρωνεύεται και μας λοιδορεί, μας προσβάλει και μας γελοιοποιεί προσπαθώντας να μας αφυπνίσει.
Αποστασιοποιείται στιγματίζοντας τα προβλήματά μας, ως κοινωνία και ως έθνος, ως φυλή και ως κράτος, ως μονάδες και ως σύνολο.
Είναι άριστος ψυχολόγος.
Οι κωμωδίες του είναι ψυχογραφήματα.
Στο μικρό θεατράκι της θεατρικής ομάδος ονειρόdrama είδαμε μια παράσταση ανεπιτήδευτη, με ρυθμό, με ενέργεια και κέφι, άμεση και ευφάνταστη χωρίς φτιασιδώματα και υπερβολές.
Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος είναι η αρχή και ο λόγος του Χουρμούζη έχει έντονα στοιχεία καθαρεύουσας που σε αρκετά σημεία του γίνεται δύσληπτος.
Αν δεν γνωρίζεις καθαρεύουσα μένεις με την απορία τι έχει ειπωθεί.
Επιπλέον δυσκολία στην πρόσληψη του έργου είναι και η ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσεται η δράση.
Οι ηθοποιοί έχοντας κίνηση και ενέργεια σε υψηλό βαθμό σε μερικά σημεία ο λόγος είναι αρκετά γρήγορος που διαφεύγει της προσοχής.
Η παράσταση δεν κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο της ενώ οι ηθοποιοί κατέχουν άριστα το κείμενο γνωρίζουν πολύ καλά τη χορογραφία και η σκηνική σχέση τους είναι άριστη.
Μικρά λάθη δεν αποφεύχθηκαν λόγω ακριβώς αυτής της υψηλής ενέργειας και ταχύτητας των ηθοποιών.
Και οι τρείς τους εξαιρετικοί.
Ο Μάκης Δαβιδόπουλος έχει και σκηνικό εκτόπισμα (όχι λόγο μεγέθους) και σκηνική άνεση και μπορεί να κλέψει το γέλιο και το χειροκρότημα των θεατών.
Έχει διαμορφώσει την υποκριτική τεχνική του με κινήσεις και συμπεριφορές αλλά αυτή τη φορά είχε την ευκαιρία να μας παρουσιάσει κι άλλες πλευρές του ταλέντου του.
Ο Αντρέας Πάντζιος έχει πλεόνασμα σκηνικής ενέργειας και υποκριτικών εναλλαγών, ήταν εξαιρετικός ως Κλεοπάτρα και επίσης πολύ καλός ως Μήτρος, Δημοσθένης και Ζαχαράκης, διαμορφώνοντας τους τύπους που κλήθηκε να υποστηρίξει με ξεκάθαρο τρόπο.
Ο Βαγγέλης Ταχματζίδης ήταν η ευχάριστη έκπληξη (έτσι όπως θα πρέπει να υπάρχει σε κάθε παράσταση) της βραδιάς αν αναλογιστεί κανείς τη δυσκολία του εγχειρήματος τόσο σε προσωπικό όσο και συλλογικό επίπεδο.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του έδειξε σκηνική ωριμότητα, σοβαρότητα και υποκριτικά στάθηκε ισάξια μαζί με τους άλλους δυο συμπρωταγωνιστές του.
Το να καταπιαστεί κανείς με την κωμωδία είναι πρίν και πάν’ απ’ όλα ένα προσωπικό στοίχημα.
Ο βαθμός δυσκολίας μεγαλύτερος και το εγχείρημα πολύ πιο δύσκολο από ένα δραματικό έργο.
Ο σκηνοθέτης καλείται να πλεύσει σε αχαρτογράφητα ύδατα, να διαχειριστεί τους ηθοποιούς του υποκριτικά, ενεργειακά, χορογραφικά και να καταφέρει να φέρει στην επιφάνεια, να αναδείξει και να τονίσει τα κωμικά σημεία του κειμένου κι αν δεν υπάρχουν να τα εφεύρει.
Ο σκηνοθέτης καλείται να φωτίσει ένα άγνωστο κείμενο και στο μονοπάτι που θα ανοίξει οι συνοδοιπόροι του να μπορέσουν με ασφάλεια να τον εμπιστευτούν και να περπατήσουν μαζί του στο δρόμο που αυτός ανοίγει.
Στο θέατρο προσπαθούμε να αποφύγουμε – αν είναι δυνατόν – το προφανές καταβάλλοντας προσπάθεια κάθε φορά να ξεπεράσουμε τα όριά μας.
Ο ρόλος του σκηνοθέτη δεν είναι σημαντικός μόνο για τα παραπάνω που είπαμε αλλά και για την γενικότερη στάση του απέναντι στο θέατρο.
Ο σκηνοθέτης θα πρέπει να λειτουργεί ως ιδεολόγος, φιλόσοφος και οραματιστής.
Η ανασφαλής φύση των ηθοποιών αναζητά όλα τα παραπάνω στοιχεία σε ένα σκηνοθέτη αλλά το πιο σημαντικό είναι να μπορεί ο ηθοποιός και να τιθασεύσει τον εαυτό του και να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον σκηνοθέτη.
Για να λειτουργήσει η συνθήκη πρέπει να οικοδομηθεί αυτή η σχέση εμπιστοσύνης εκατέρωθεν.
Νομίζω πως ο Γιώτης Βασιλειάδης κατάφερε και να διαχειριστεί τους ηθοποιούς του, να τους καθοδηγήσει υποκριτικά και ενεργειακά και να τους περάσει το όραμά του για την παράσταση.
Κατάφερε να ανακαλύψει και να φωτίσει τα κωμικά σημεία του κειμένου χωρίς να εκβιάσει το γέλιο η το χειροκρότημα αλλά ούτε να καταφύγει σε σκηνοθετικές υπερβολές.
Όντας ο ίδιος πολύ καλός ηθοποιός ξέρει πώς να διαχειριστεί τους ηθοποιούς του και πώς να τους ενεργοποιήσει σκηνικά.
Καθοδήγησε τους ηθοποιούς συγκρατώντας τους από υπερβολές και μπαλαφάρες και ο τρόπος που μοίρασε τους ρόλους λειτούργησε θετικά γι’ αυτούς.
Το ζητούμενο για τον σκηνοθέτη είναι οι ηθοποιοί του να ξεπεράσουν τα όριά τους και εδώ νομίζω πως τα κατάφερε.
Εξαιρετικό το σκηνικό της Βενετίας Νάση, έξυπνο και λειτουργικό, υπηρέτησε το σκηνοθετικό όραμα ενώ στην κατασκευή του λυτό και βοηθητικό για τους ηθοποιούς.
Τα κουστούμια έχουν μια υποδόρια σχέση με το σκηνικό, αποτελούν προέκτασή του και είναι επίσης λυτά και λειτουργικά για τους ηθοποιούς.
Η μουσική του Δημήτρη Δημόπουλου άγγιξε σε μερικά σημεία την παρωδία ενώ άλλες στιγμές ήταν η ευχάριστη έκπληξη.
Τη διασκευή της κ. Σταματίας Καγκελάρη δεν τη γνώριζα, φαίνεται πώς δεν υπάρχουν υπερβολές λεκτικές και η καθαρεύουσα κυριαρχεί στο κείμενο το οποίο σεβάστηκε.
Οι φωτισμοί της Εύης Παπαμάρκου ανάλογοι και αντάξιοι της κωμωδίας κινήθηκαν σε ασφαλή πλαίσια.
Στην Ελλάδα της κρίσης και της ανέχειας, των μνημονίων και των οικονομικών προβλημάτων φαντάζει τρομερά δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να καταφέρει κανείς να συντηρεί θεατρική σκηνή και μάλιστα στην περιφέρεια χωρίς καμιά κρατική στήριξη και βοήθεια.
Το θέατρο ως στοιχείο του πολιτισμού μας αποτελεί όαση στην ερημιά της καθημερινότητας, ανάχωμα σε κάθε μορφή λαϊκισμού και βαρβαρότητας, φώς στο γκρίζο που μας περιβάλει και παρηγοριά για μια ανάσα ζωής.
Έχουμε χρέος να στηρίξουμε τα πολιτισμικά κύτταρα της κοινωνίας μας, τον πολιτισμό μας, το θέατρό μας.
Στις εποχές που ζούμε με τις καθημερινές ασύλληπτες αλλαγές το μόνο αποκούμπι μας ο πολιτισμός μας.
Ας βοηθήσουμε τους ανθρώπους του πολιτισμού, αλλάζουν τη ζωή μας.
Παναγιώτης Νάκος
Ηθοποιός – Θεατρολόγος
&<
Υπάρχουν κι άλλες παραστάσεις;
Πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Παραλείπει ωστόσο να αναφέρει πως τόσο η παράσταση όσο και ηθοποιοί και σκηνοθέτης είναι ερασιτέχνες. Δεν το λέω ως αρνητικό αυτό. Αλλά θεωρώ πως σε μια κριτική παράστασης πρέπει να αναφέρεται.