Οι ακολουθίες της Μ. Τρίτης είναι αφιερωμένες στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, στην προδοσία του Ιούδα και στη λεγόμενη παραβολή των ταλάντων. Τα βασικά αυτά θέματα επαναλαμβάνονται και αναλύονται σ’ όλη τη διάρκεια των ακολουθιών,
Μετά το τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος», στα καθίσματα οι πιστοί προτρέπονται να αγαπήσουν το Νυμφίο και να καλλωπίσουν τις λαμπάδες τους «με αρετές» και «ορθή πίστη». Ο ποιητής μάς επισημαίνει ότι η λαμπάδα των αρετών και της ορθής πίστης ευπρεπίζεται μόνο αφού αγαπήσουμε τον Κύριο. Η αρετή μόνο καρπός αγάπης μπορεί να είναι. Όποιος δεν αγαπά, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου, «δεν είναι τίποτε», «δεν ωφελείται τίποτε», γιατί μόνον «η αγάπη έχει μεγάλη καρδιά, είναι ευεργετική, η αγάπη δεν φθονεί, δεν είναι συμφεροντολόγα, δεν θυμώνει, δεν μνησικακεί, δεν είναι χαιρέκακη, χαίρεται αληθινά στη χαρά του άλλου, όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει» (Α’ Κορ. 13, 4-7).
Αλλά και σ’ ό,τι αφορά στην ορθή πίστη, πρέπει να πούμε ότι «η πίστη χωρίς έργα αγάπης δεν είναι τίποτε», ότι «η πίστη με την αγάπη γίνεται πράξη». Γι’ αυτό και ο ποιητής της ακολουθίας του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου μας σημειώνει περί αυτού: «πλήρης ὢν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονας καὶ τῆς θεολογίας». Αύτη είναι η καλύτερη ετοιμασία, για να μπούμε στους γάμους του Νυμφίου, στο μυστήριο, στο γεγονός της αγάπης του.
Μ’ όλα αυτά έρχεται σε αντίθεση η στάση του μαθητή, που γίνεται προδότης. Το συμβούλιο, που παρασύρει τον Ιούδα στην προδοσία, συγκλήθηκε από φθόνο. Και αυτός, αν και μαθητής, βάδισε το δρόμο της προδοσίας με αναίδεια. Σ’ όλες τις σημαντικές λέξεις, που χρησιμοποιεί το δεύτερο τροπάριο των καθισμάτων, για να στιγματίσει την πράξη του Ιούδα, διαφαίνεται η έλλειψη της αγάπης. Η αγάπη αυτή, που υπάρχει μέσα του, στρέφεται αποκλειστικά στον εαυτό του και έτσι εκείνος την αποστερεί ιδιαίτερα από τον Δάσκαλο της αγάπης.
«Βουλευτήριον, Σωτήρ, παρανομίας κατὰ σοῦ, ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς, φθόνῳ ἀθροίσαντες δεινῶς, εἰς προδοσίαν ἐκίνησαν τὸν Ἰούδαν˙ ὅθεν ἀναιδῶς ἐξεπορεύετο, ἐλάλει κατὰ σοῦ, τοῖς παρανόμοις λαοῖς˙ Τί μοι, φησί, παρέχετε, κἀγὼ ὑμῖν αὐτὸν παραδώσω εἰς χεῖρας ὑμῶν; Τῆς κατακρίσεως τούτου ρῦσαι, Κύριε, τὰς ψυχὰς ὑμῶν».
Μτφρ.: Συμβούλιο παράνομο, Σωτήρα, εναντίον σου, από φθόνο μαζεύοντας, τον τρόμο προκαλώντας, οι ιερείς και οι γραμματείς, στην προδοσία έσπρωξαν τον Ιούδα. Έτσι κι αυτός χωρίς ντροπή, έτρεχε και λαλούσε σε βάρος σου στον ασεβή λαό: Τι μου προσφέρετε, στα χέρια να σας τον παραδώσω; Λύτρωσε τις ψυχές μας, Κύριε, από την καταδίκη του Ιούδα.
Στο μηνολόγιο της ημέρας διαβάζουμε: «Τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Τρίτῃ τῆς τῶν Δέκα Παρθένων παραβολῆς τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μνείαν ποιούμεθα».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνδέει της αρετή της παρθενίας με την ελεημοσύνη. Έτσι, γράφει σχετικά: «… Θέλοντας ο Κύριος να δείξει αφενός ότι η παρθενία είναι μεγάλο πράγμα, αλλ’ απαιτεί και μεγάλο κόπο, και αφετέρου να καταδείξει και της ελεημοσύνης το μεγαλείο και ότι αυτή δεν κατορθώνεται χωρίς μόχθο, έφερε στο μέσον την παραβολή αυτή, λέγοντας ότι η βασιλεία των Ουρανών ομοιάζει με δέκα Παρθένους, και παρομοίασε αυτήν με την αρετή της παρθενίας, η οποία είναι η μεγαλύτερη από τις αρετές. Διότι όλες οι αρετές είναι καλές, αλλά είναι και μικρές, είναι και μεγάλες. Δεν είναι μεγαλύτερη άλλη από την παρθενία ούτε δυσκολότερη, διότι έχει πόλεμο μεγάλο και ο άνθρωπος παλεύει με τη φύση και ποτέ δεν αναπαύεται, αλλά έχει πάντοτε μάχη και ειρήνη ποτέ.
Όμως καλή βέβαια και μεγάλη αρετή είναι η παρθενία, αλλά χωρίς την ελεημοσύνη σε τίποτε δεν ωφελεί η παρθενία. Οι φρόνιμες Παρθένες είχαν την παρθενία, αλλά είχαν και την ελεημοσύνη σαν δυο φτερά, ενώ οι άφρονες είχαν την παρθενία, τη μεγάλη αρετή, και το μεγάλο κόπο κατόρθωσαν, αλλά το μικρό κόπο, δηλαδή την ελεημοσύνη, δεν την έκαμαν. Γι’ αυτό τις παρθένες εκείνες, οι οποίες δεν είχαν την ελεημοσύνη, ο Κύριος τις επονόμασε μωρές και άφρονες. Αυτό το κακό κάνουν και σήμερα μερικοί άνθρωποι, άνδρες ή γυναίκες, οι οποίοι κατορθώνουν αρετές μεγάλες, όμως καταφρονούν τις μικρές…
Γι’ αυτό και οι φρόνιμες Παρθένες θυμήθηκαν και γέμισαν τα αγγεία τους με λάδι. Ποια αγγεία; Τις κοιλιές των φτωχών, την ένδυση των γυμνών, την παραμυθία των ορφανών. Θυμήθηκαν ότι η “πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστί” (Ἰακ. 2, 26). Διότι ο αετός με ένα φτερό δεν μπορεί να πετάξει υψηλά. Γι’ αυτό έκαναν τους φτωχούς μεσίτες προς τον Κύριο. Οι πεινώντες τρέφονταν και οι λαμπάδες των λύχνων ήταν πολύ αναμμένες. Οι φτωχοί ευχαριστούσαν και ο Νυμφίος ερχόταν. Η ελεημοσύνη σπερνόταν και ο Νυμφίος, τον οποίο περίμεναν, ευτρεπιζόταν. Οι μωρές όμως, στέκονταν, κρατώντας τις λαμπάδες των λύχνων χωρίς λάδι, και φαίνονταν από τον Νυμφίο από μακριά. Πώς; Διότι ένα και μόνο είχαν κατόρθωμα. Δηλαδή είχαν την παρθενία, αλλά δεν είχαν ελεημοσύνη και φιλανθρωπία, είχαν την τιμή του σώματος, αλλά απεστράφησαν την φιλοξενία.
Ήλθε λοιπόν η ώρα της αναστάσεως των νεκρών … Εν καιρώ μεσονυκτίου ήλθε το φως, ο Νυμφίος. Τότε οι φρόνιμες προϋπάντησαν το Νυμφίο και πήγαν με αυτόν στους γάμους και τότε κλείσθηκε η θύρα του νυμφικού οίκου… Και επιθυμούσαν οι άφρονες να προϋπαντήσουν και αυτές το Νυμφίο, διότι γι’ αυτό αρνήθηκαν τα καλά του κόσμου και τη δόξα και αποδέχθηκαν τη θλίψη, τη στενοχώρια, την παρθενία. Επειδή όμως δεν είχαν ελεημοσύνη, βρήκαν κλειστή την ουράνια βασιλεία… “Ἀμὴν λέγω ἡμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς”».
Οι θεολόγοι ερμηνευτές των κειμένων της Μ. Εβδομάδος συμφωνούν ότι η έλλειψη ελαίου από τις μωρές παρθένες παραλληλίζεται με τη φιλοχρηματία και την έλλειψη ελεημοσύνης. Ο λόγος που δεν αγόρασαν το λάδι είναι το πάθος της φιλοχρηματίας κατά τον Άγιο Νείλο τον ασκητή. Γι’ αυτό και στο κοντάκιο του Μηνολογίου επανέρχεται το θέμα της άκαρπης συκής. Για να ακολουθήσουμε το Χριστό, πρέπει να αποκτήσουμε αγάπη και ελεημοσύνη και να κατανοήσουμε την αναξιότητά μας.
«Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; Ἐάν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τὸν ρύπον τῆς ψυχῆς μου, καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος». (β’ ιδιόμελο των αίνων)
Πώς να μπω μέσα ο ανάξιος, όπου λαμποκοπούν οι άγιοί σου; Αν θα τολμήσω να παρευρεθώ στο θάλαμο το νυφικό μαζί τους με κατακριν’ η φορεσιά μου, γιατί πρεπούμενη δεν είναι κι απ’ τους αγγέλους δέσμιος θα πεταχτώ. Κύριε, της ψυχής μου τη βρωμιά, καθάρισε και σαν φιλάνθρωπος σώσε με.
Η καιομένη λαμπάδα των αρετών που λείπει από εμάς τους Χριστιανούς μας θυμίζει τα λόγια του Χριστού προς τους Φαρισαίους που τους ονομάζει υποκριτές, φίδια, τάφους κεκονιαμένους. Η υποκρισία σβύνει το φως και απομακρύνει τις αρετές. Γι’ αυτό και ο Χριστός μίλησε στους Φαρισαίους και τους Γραμματείς με τόσο σκληρή, αλλά αληθινή γλώσσα. Αλήθεια, πόσο καλό θα έκανε στον καθένα μας αν μελετήσουμε με προσοχή αυτά τα «ουαί» του Χριστού κι αν με αυτά κρίναμε ο καθένας τον εαυτό του;
Μόνο με ταπείνωση και συντριβή θα οδηγηθούμε στη μετάνοια. Μόνο η ευσπλαχνία του Χριστού μπορεί να δεχθεί τη μετάνοιά μας, επειδή όπου υπάρχει αμαρτία, εκεί έρχεται και η χάρις του Χριστού.
–Συνέχεια αύριο με τη Μεγάλη Τετάρτη–