Την Κυριακή ήρθε ο βασιλιάς, ο Γεώργιος. Τον θυμάμαι πολύ καλά, λεπτός ξανθός, με μεγάλο μουστάκι στριμμένο. Βγήκε και περπάτησε μόνος του ως επάνω στο διοικητήριο, – ήταν τουρκικό τότε -, είπαν όμως ότι δυο της συνοδείας του με πολιτικά, τον παρακολουθούσαν από μακριά. Χαιρετούσε παντού. Εγώ ήμουν στην πόρτα και στο γύρισμα. Η μητέρα είχε βασιλικό , τον ετοίμασε και μου λέει, πάρε να δώσεις τον βασιλιά. Πήγα κοντά του με τον βασιλικό στο χέρι. Με χάιδεψε στον ώμο.
– Το όνομά σου παιδί μου;
– Χιόνια.
– Όνομα και πράγμα Χιόνια, είπε ο βασιλέας. Τα θυμάμαι πολύ καλά τα λόγια του. Ήμουνα άσπρη στο πρόσωπο και ξανθιά.
Όταν έγινε η άτυχη οπισθοχώρηση του στρατού μας στο Ναλμπάνκιοϊ προ του Σόροβιτς, σε λίγες μέρες, αλλά για πολύ λίγο, οι Τούρκοι απ’ το Σινικλή και γύρω χωριά πήραν θάρρος και προσπάθησαν να μπουν και να λεηλατήσουν την Κοζάνη. Οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα τράπηκαν προς τα Σέρβια υπό καταρρακτώδη βροχή, αλλά οι νέοι της Κοζάνης βγήκαν με τα όπλα στα υψώματα του χαμηλού Αηλιά, να υπερασπίσουν την πόλη. Πολεμούσαν όρθιοι, μικρά παιδιά πολύ, δεν ήξεραν. τους έλεγαν πέστε κάτω και πυροβολείτε.
Τότε σκοτώθηκε ένας νέος, ο Γκλιόφας 30 ετών. Πολέμησε και ο άντρας μου, που ήταν 15 ετών τότε. Όλοι στα σπίτια είχαμε κρυμμένα όπλα, γκράδες, γιατί η Κοζάνη κινδύνεψε παλιότερα πολλές φορές από επιθέσεις και λεηλασίες, πρόσφερε όμως πολλά στον αγώνα της Μακεδονίας για την ελευθερία. Όλα αυτά τα διδασκόμασταν τότε στο σχολείο, θυμάμαι πάντα το συγχωρεμένο καθηγητή μας Μαλούτα, φλογερό πατριώτη, που ήταν μέλος της τοπικής επιτροπής του Μακεδονικού Αγώνα και συνεργάστηκε με τον Παύλο Μελά, ο οποίος ποτέ δεν περιοριζόταν στο τυπικό μάθημα, αλλά πάντα μας μιλούσε με ενθουσιασμό για την ιστορία της Κοζάνης και τους αγώνες του έθνους, μας εμψύχωνε, μας έκανε να νιώθουμε περήφανοι”.