Τα περισσότερα θέματα για τα οποία οι γονείς αναζητούν συμβουλευτική σε σχέση με τα παιδιά τους μπορούν να αναχθούν στη δυσκολία διαχείρισης του συναισθήματος. Τα παιδιά, εξαιτίας συναισθημάτων που δυσκολεύονται να κατανοήσουν, να εκφράσουν ή να διαχειριστούν, εκδηλώνουν κάποιες συμπεριφορές που με τη σειρά τους δυσκολεύουν τους γονείς, γιατί δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τόσο τις ίδιες τις συμπεριφορές όσο και τα συναισθήματα που τους προκαλούν.
Η διαχείριση του συναισθήματος είναι κάτι που τα παιδιά μαθαίνουν προοδευτικά. Στη βρεφική ηλικία τα βιώνουν μόνο σωματικά, περισσότερο ως αισθήσεις και όχι τόσο ως συναισθήματα. Αισθάνονται καλά ή άσχημα σε σωματικό επίπεδο. Αργότερα μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τι αισθάνονται, να διαφοροποιούν τα συναισθήματα μεταξύ τους, να ξέρουν δηλαδή τι νιώθουν κάθε φορά, και τελικά να τα αντέχουν, να επιτρέπουν στον εαυτό τους να τα βιώνει, να τα εκφράζουν και να τα διαχειρίζονται ώριμα. Τα παραπάνω σε μια ιδανική περίπτωση, γιατί πρόκειται για τόσο δύσκολο καθήκον που δεν έχει κατακτηθεί συχνά ούτε από τους γονείς.
Ο τρόπος που μαθαίνουν τα παιδιά, από βρέφη ήδη, να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους είναι, αρχικά, σωματικός: το κράτημα, η αγκαλιά του γονιού, το κούνημα, το νανούρισμα, ο θηλασμός, είναι αυτά που ανακουφίζουν το βρέφος και τα οποία εσωτερικεύει για να μάθει αργότερα να ανακουφίζει τον εαυτό του. Στη συνέχεια, παρατηρεί τους γονείς και αντιγράφει τις δικές τους πρακτικές συναισθηματικής διαχείρισης, έκδηλες και μη. Άλλωστε, τα παιδιά είναι απολύτως συντονισμένα συναισθηματικά μαζί μας, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι.
Οι δυσκολίες ξεκινούν όταν οι γονείς αδυνατούν να ανακουφίσουν τα βρέφη και περνούν το μήνυμα ότι τα συναισθήματά του δεν είναι αποδεκτά. Ο Gabor Mate* λέει ότι δύο είναι οι βασικοί τρόποι που οι γονείς διδάσκονται – λανθασμένα και μάλιστα από ειδικούς – να δείχνουν στα παιδιά τους ότι τα συναισθήματά τους δεν είναι αποδεκτά: η εκπαίδευση ύπνου και το περίφημο time out. Η εκπαίδευση ύπνου είναι μια πρακτική εκμάθησης του βρέφους να κοιμάται μόνο του, χωρίς να το κοιμίζουν οι γονείς του. Το βρέφος αφήνεται μόνο του στο κρεβάτι του, στο δικό του δωμάτιο και, όταν κλαίει για να το πάρουν αγκαλιά, οι γονείς ανταποκρίνονται αρχικά πιο άμεσα και σιγά σιγά σε μεγαλύτερα, ολοένα αυξανόμενα διαστήματα, με σκοπό να μάθει να κοιμάται χωρίς να το αγκαλιάζουν και να το παρηγορούν. Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται αρκετά εκτεταμένα τα τελευταία χρόνια, επειδή το απαιτούν ίσως οι συνθήκες ζωής των ενηλίκων, όχι όμως επειδή το χρειάζονται τα βρέφη. Τα βρέφη, όπως όλα τα θηλαστικά, αποκοιμιούνται στην αγκαλιά των γονιών, όπου νιώθουν ασφάλεια. Όταν ένα βρέφος κλαίει και δεν πηγαίνει κανείς να το παρηγορήσει, αυτό που μαθαίνει είναι ότι είναι μόνο του και ότι δε θα πάει κανείς να το παρηγορήσει. Μπορεί όντως σιγά σιγά να αποκοιμηθεί, κουρασμένο από το κλάμα, ώστε να αποσυρθεί από την πραγματικότητα που βιώνει και την οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί.
Το time out είναι μια πρακτική που υιοθετούν οι γονείς κατά την οποία, όταν το παιδί εκφράζει τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει, συχνότερα όταν έχει ξεσπάσματα θυμού (tantrums), του λένε ότι πρέπει να μείνει μόνο του μέχρι να του περάσει. Αυτό που διδάσκεται το παιδί εκείνη την ώρα είναι ότι τα αρνητικά συναισθήματα δεν είναι αποδεκτά, ότι οι γονείς δεν μπορούν να τα διαχειριστούν με άλλο τρόπο και μαθαίνει να αναστέλλει την έκφρασή τους, με αρνητικές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Φυσικά, το παιδί χρειάζεται να μάθει ότι υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να εκφράσει κανείς το θυμό του από το να πετάει πράγματα και να τσιρίζει, και αυτό γίνεται με το να βλέπει τους γονείς να εκφράζουν και να διαχειρίζονται καλύτερα τα δικά τους συναισθήματα αρχικά, και του παιδιού, όταν εκείνο δυσκολεύεται. Αυτό που χρειάζεται ένα θυμωμένο παιδί είναι αποδοχή και αγκαλιά, όχι απομόνωση.
Η ανάγκη για αποδοχή είναι βασική συναισθηματική ανάγκη των παιδιών. Αισθανόμενα ότι οι γονείς τα αποδέχονται άνευ όρων για αυτό που είναι, έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν τον εαυτό τους αυθεντικά, χωρίς συμπλέγματα. Για αυτό το λόγο είναι σημαντικό, για παράδειγμα, όταν θέλουμε να επιπλήξουμε τα παιδιά, να είναι ξεκάθαρο ότι απορρίπτουμε τη συμπεριφορά και όχι τα ίδια.[«Δεν είναι καλό αυτό που έκανες, εσύ είσαι καλή και σ αγαπώ ό,τι κ αν κάνεις»]. Αν το παιδί αισθανθεί ότι δεν το αποδέχονται οι γονείς και πάρει το μήνυμα ότι θα ήθελαν να είναι κάπως αλλιώς, θα προσπαθήσει πάρα πολύ να γίνει αυτό που επιθυμούν οι γονείς, περιορίζοντας την αυθεντική έκφραση του εαυτού του, κρύβοντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Θα το κάνει αυτό γιατί ακόμα πιο βασική ανάγκη των παιδιών είναι ο δεσμός (attachment), η συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς και προκειμένου να μη χάσει αυτή τη σύνδεση θα θυσιάσει τον αυθεντικό του εαυτό.
Συνεπώς, το να είναι ο γονιός ουσιαστικά παρών συναισθηματικά, να βλέπει το παιδί του όπως αυτό είναι στην πραγματικότητα και να το αποδέχεται, αλλά και το να βιώνει και να εκφράζει ο ίδιος κατάλληλα τα συναισθήματά του δημιουργούν στην οικογένεια ένα κλίμα ασφάλειας και προστασίας που επιτρέπει στα παιδιά να αναπτύξουν έναν υγιή αυθεντικό εαυτό.
*O Gabor Mate είναι Καναδός γιατρός, ειδικός στο τραύμα, τις εξαρτήσεις και την ανάπτυξη των παιδιών, συγγραφέας πολλών βιβλίων.