Ύστερα από 60 χρόνια ο δρόμος από το χωριό για Κόκκινο Νόχτο έγινε άσφαλτος. Έτσι η διαδρομή, που έκανε κάποιος με το γαϊδούρι και διαρκούσε 2,5 ώρες, τώρα γίνεται με αυτοκίνητο και διαρκεί μόλις μετά βίας είκοσι λεπτά.Κατά τις 2 το μεσημέρι μια μέρα του Νοέμβρη και αφού αρματώθηκα καλά με στολή εκστρατείας (παπούτσια,φόρμες σακκίδιο,νερά και ένα κρανίσιο ξύλο χωρίς κλούτσα) και έβαλα συνοδηγό τον συνομήλικό μου τον Γιώργο ,που μέρες πολλές με καρτερούσε στο χωριό, ξεκινήσαμε παίρνοντας το δρόμο από Σηπητό μεριά.
Σε τρία λεπτά νάσου μπροστά μας ο λάκκος, κοντά στον Γελαδόσταλο. Εκεί που ένα Σάββατο απόγευμα του 1960 προσπαθώντας να κόψω δρόμο με τον Κανούτη για να προλάβω τον τωρινό συνοδηγό, που προηγούνταν κατά διακόσια μέτρα με το δικό του γαϊδούρι, δυστυχώς δεν ΄΄φρέναρα΄΄ εγκαίρως και΄΄γουμάρι΄΄ τρουβάδες , ψωμιά, φαγητά και σκυλοψώμια (ψωμιά για σκυλιά) γίναμε ένα με το νερό.
Εκεί κοντά βλέπουμε και τον Παύλο του Κουρέα (Τσιανάκα),συμμαθητή μας απ’ το Δημοτικό. Έκανε δουλειές λέει , με την γυναίκα του στο εξοχικό του γιού τους .Αφού θυμηθήκαμε τα παλιά παιδικά μας χρόνια φύγαμε για τον Αη Γιώρη,αφού βεβαια η γυναίκα του Παύλου δεν παρέλειψε να μας ρίξει έναν ήπιο εξάψαλμο .Που πήραμε τα μάτια μας και φύγαμε απ’το χωριό και το θυμόμαστε μόνο μια στις τόσες.Ας είναι.
Μετά τον Αη Γιώρη ένα κοπάδι πρόβατα μας κλείνει το δρόμο κι ένα κοπάδι σκυλιά μας περικυκλώνουν. Τα μετρώ .Είναι οχτώ. Τα πρόβατα βόσκουν απλωμένα σε μια λάκα δίπλα σε μια ποτίστρα και ο τσομπάνος, ο Γιάννης Παπαστέργιος (Μαϊάκος ), ξάδελφος του Γιώργου τα χουïάζει (τα μιλάει φωναχτά).Τα χουïάζει εδώ και 70 χρόνια με τον ίδιο τρόπο, κι όταν ήταν παιδάκι 7 χρόνων. Είναι από τους λίγους τσομπάνους, που έμειναν και δεν έφυγε ΄΄σν Ιλβιτία΄΄,όπως λέμε. Όπως
τόσοι άλλοι έκαναν.
Πάμε πιο κάτω και στο τέλος της ασφάλτου παρκάρουμε. Με τα πόδια κατεβαίνουμε στην ράχη, όπου ήταν τα αχυρένια μαντριά των κοπαδιών μας το 1960.Εκεί που κι οι δυο μας 7 χρονών τσομπανόπουλα ακολουθήσαμε τα ίχνη των πατεράδων μας. Μαντριά δεν υπάρχουν .Ο χρόνος έφαγε και τα ξύλα μα και τα άχυρά τους.
Παντού ησυχία. Μπήκε ήδη ο Παχνιστής (Νοέμβρης),τα φύλλα κιτρίνισαν και η φύση άρχισε να κοιμάται. Κάνει κρύο πολύ και τα μελίσσια του Κλεάνθη Μακρή, που πήραν την θέση των μαντριών δεν λενε να ξεμυτήσουν απ’ τις κυψέλες .
Περπατάμε ένα μικρό μονοπάτι για να πάμε στον Νόχτο.Το μέρος όπως το ξέραμε έχει ΄΄κλείσει΄΄ (γεμίσει) αυτοφυή βλάστηση.Κάνουμε συνέχεια ζίγκ-ζάγκ για να βρούμε το δρόμο και σε λίγο φτάνουμε στον ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΟΧΤΟ. Στεκόμαστε στο μονοπάτι του ,αγναντεύουμε μα δεν μιλάμε.Ένας κόρακας μιλάει δίπλα μας, μιλάει ο πεντακάθαρος αέρας,τα παιδικά μας χρόνια,τα ταλαγάνια που φορούσαμε με τις κατσιούλες τους.Ο Νόχτος στέκει αγέρωχος ,όπως τότε που τον αγνάντευα μικρός. Μονάχα τα αγριοπερίστερα, που κούρνιαζαν στις πτυχές του λείπουν.Προφανώς έγιναν κι αυτά θύματα της κλιματικής αλλαγής.
Επιστρέφουμε, ανεβαίνοντας την κατηφόρα. Το αμάξι αγκομαχάει. Το βαραίνουν κι αυτό οι εικόνες, ο καθαρός αέρας, τα βιώματα κι οι παιδικές αναμνήσεις μας.