Η Δυτική Μακεδονία αργοπεθαίνει. Όχι ξαφνικά, όχι με πάταγο, αλλά αργά, σιωπηλά, βασανιστικά. Όπως πεθαίνει ένας άνθρωπος που τον άφησαν να μαραθεί μέσα στη λήθη. Όπως σβήνει μια φωτιά που κάποτε ζέσταινε και φώτιζε, κι έπειτα ξεχάστηκε στη στάχτη. Τα βουνά της στέκουν ακόμη περήφανα, μα τα χωριά στις πλαγιές τους μαραίνονται. Οι δρόμοι που άλλοτε έβριθαν από κίνηση και ζωή, τώρα ακούνε μόνο τον άνεμο.
Οι καμινάδες της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης, που έδιναν φως σε όλη τη χώρα, στέκουν σαν μάρτυρες μιας εποχής που τελείωσε βίαια, σχεδόν απάνθρωπα.
Οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων, εκείνοι που κάποτε έδιναν το σώμα τους στο σκοτάδι για να φωτίζουν την Ελλάδα, τώρα κάθονται στις πλατείες και κοιτούν το κενό. Κανείς δεν τους μιλά πια. Κανείς δεν τους ευχαρίστησε.
Μιλούν για “πράσινη ανάπτυξη”, για “δίκαιη μετάβαση”.
Μα τι δίκαιη μετάβαση είναι αυτή που αφήνει πίσω νεκρές πόλεις, άδεια σχολεία, φτωχές οικογένειες και νέους που φεύγουν χωρίς επιστροφή;
Η ανάπτυξη δεν μυρίζει ζωή∙ μυρίζει εγκατάλειψη.
Και πάνω απ’ όλα, η σιωπή των κυβερνώντων. Μια σιωπή εκκωφαντική. Σιωπή που πονάει, που προσβάλλει, που μοιάζει με ενοχή. Σιωπή που γίνεται συνενοχή.
Και μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, το Βόιο αναστενάζει. Η Σιάτιστα, η αρχόντισσα με τα πετρόχτιστα αρχοντικά, νιώθει το χρόνο να τη ραγίζει σαν ρίζα παλιάς πέτρας.
Η Νεάπολη μετρά μέρες και ανθρώπους∙ το Τσοτύλι, η Εράτυρα και ο Πεντάλοφος φυλάνε ακόμη με πείσμα τα σχολεία τους, μην τα κλείσει κι αυτά η αδιαφορία.
Η Αυγερινός, η Δαμασκηνιά, η Κορυφή – όλα κουβαλούν στις σιωπηλές πλατείες τους το βάρος της εγκατάλειψης. Οι ήχοι που κάποτε έδιναν ζωή — παιδικά γέλια, γλέντια, πανηγύρια — χάθηκαν.
Ακόμη κι οι καμπάνες ηχούν πιο βαριά, σαν να ξέρουν πως δεν τις ακούει κανείς. Στο Βόιο, κάθε πέτρα έχει μνήμη. Κάθε γεφύρι θυμάται χέρια μαστόρων, ιδρώτα, όνειρα. Τώρα οι πέτρες μένουν μόνες, χωρίς ανθρώπινη φωνή, και τα γεφύρια δεν ενώνουν πια τίποτα∙ μόνο εποχές που χάθηκαν.
Η φύση ξαναπαίρνει τη γη της πίσω: τα μονοπάτια σβήνουν, τα σπίτια ρημάζουν, οι αυλές γεμίζουν αγριόχορτα και σιωπή. Κι όμως, οι άνθρωποι του Βοΐου δεν έμαθαν να σκύβουν. Κουβαλούν μέσα τους την περηφάνια των προγόνων τους — εκείνων που δούλευαν πέτρα την πέτρα, που ύψωναν σχολεία, εκκλησίες, γέφυρες, χωρίς να ζητούν αντάλλαγμα. Και οι λίγοι που μένουν, κρατούν την τιμή του τόπου όπως κρατά κανείς αναμμένο κερί μέσα σε θύελλα.
Τώρα τους λένε «πληθυσμιακό πρόβλημα», «περιφέρεια σε μετάβαση». Όμως αυτοί ξέρουν: δεν είμαστε αριθμοί. Είμαστε ρίζες. Η εγκατάλειψη είναι πιο βαριά από τη φτώχεια. Γιατί η φτώχεια, όσο κι αν πονά, αφήνει χώρο για ελπίδα. Η εγκατάλειψη όμως σκοτώνει την ψυχή του τόπου. Και αυτό είναι το αληθινό έγκλημα. Οι κυβερνώντες δεν ακούν. Μιλούν με χαρτιά, με προγράμματα, με “οδικούς χάρτες”, λες και μπορεί κανείς να χαρτογραφήσει την ερήμωση.
Δεν βλέπουν τους ηλικιωμένους που περιμένουν ένα λεωφορείο που δεν περνά ποτέ, τα σχολεία που έκλεισαν επειδή δεν γεννιούνται παιδιά, τα καφενεία που σβήνουν το φως γιατί δεν υπάρχει κανείς να παραγγείλει έναν καφέ. Δεν ακούν τον ήχο του ανέμου στα άδεια χωριά.
Δεν ακούν τον βουβό θρήνο των βουνών.
Η Δυτική Μακεδονία αργοπεθαίνει.
Αλλά ο θάνατός της δεν είναι φυσικός∙ είναι πολιτικός. Είναι αποτέλεσμα απόφασης, αδιαφορίας, υποκρισίας.
Η σιωπή των κυβερνώντων είναι πιο βαριά από οποιονδήποτε νόμο. Κι όταν ένα κράτος σωπαίνει απέναντι στην αδικία, γίνεται συνένοχο στη λήθη. Κι όμως, κάτω απ’ όλα αυτά, κάτι ακόμη ανασαίνει.
Μέσα στις πέτρες του Βοΐου υπάρχει φλόγα — μικρή, αλλά ανθεκτική. Η φλόγα εκείνων που δεν θέλουν να ξεχάσουν. Η φλόγα εκείνων που αρνούνται να φύγουν.
Η φλόγα των παιδιών που ίσως μια μέρα θα επιστρέψουν. Γιατί αυτή η γη δεν πεθαίνει.
Αναστενάζει, περιμένει, ελπίζει.
Και όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν το Βόιο, που αγαπούν τη Δυτική Μακεδονία, που υψώνουν φωνή μέσα στη σιωπή, ο τόπος αυτός θα ζει — έστω πληγωμένος, έστω κουρασμένος — μα ζωντανός. Η Δυτική Μακεδονία αργοπεθαίνει. Αλλά κάθε φορά που κάποιος τολμά να το πει δυνατά, κάθε φορά που ένα φως ανάβει σ’ ένα άδειο σπίτι, κάθε φορά που μια πέτρα του Βοΐου θερμαίνεται ξανά από ανθρώπινη παρουσία,τότε ο θάνατος υποχωρεί λίγο, και η ζωή ξαναπαίρνει ανάσα. Μπορεί να σωπαίνουν οι κυβερνώντες,
αλλά δεν θα σωπάσει η γη αυτή. Γιατί τα βουνά θυμούνται, οι πέτρες μαρτυρούν, κι οι άνθρωποι, ακόμη κι αν λιγοστεύουν, κρατούν μέσα τους τη φλόγα της αξιοπρέπειας. Η Δυτική Μακεδονία δεν ζητά λύπηση. Ζητά δικαιοσύνη. Ζητά να ακουστεί. Να θυμηθούν πως εδώ, σε αυτά τα χώματα, γεννήθηκαν άνθρωποι που δεν λύγισαν ούτε με χιόνια ούτε με πολέμους ούτε με ανέχεια.
Αλλά τώρα λυγίζουν από την αδιαφορία.
Και το Βόιο, εκεί στην καρδιά της Δυτικής Μακεδονίας, στέκει σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι —όχι για να φωτίσει πια,αλλά για να θυμίζει ότι το φως αυτό κάποτε ανήκε εδώ. Ίσως αυτή η φλόγα να ’ναι το τελευταίο αποκούμπι, το τελευταίο “όχι” στην αργή λήθη. Γιατί αν κάτι μας έμαθε αυτή η γη, είναι πως οι άνθρωποί της ξέρουν να ξαναχτίζουν από στάχτες και ότι κανένας τόπος δεν πεθαίνει στ’ αλήθεια όσο υπάρχουν ψυχές που τον αγαπούν.












































εδω ερήμωσε η Κοζανη τα Κοιλα η Λευκοβρυση.. κ πόσα αλλά μερη!
Ακόμα κ οι μεγαλουπόλεις άδειες είναι..
Παίρνουν από τους γηγενείς τη ζωή κ τη δίνουν σε αλλογενείς. Εννοείται κ την περιουσία που υπάρχει κ τα δικαιωματα.