Το ερασιτεχνικό θέατρο είναι ο χώρος όπου πολλοί από εμάς κάναμε τα πρώτα μας βήματα, τόπος ασφαλής για να δοκιμάσεις, να αποτύχεις, να μάθεις και να ανακαλύψεις τι πραγματικά σε συγκινεί πάνω στη σκηνή.
Να βρείς τις αλήθειες σου, τις εσωτερικές σου αλήθειες και να ψάξεις βαθιά μέσα σου για το ποιος είσαι και το τι πραγματικά θέλεις.
Εκεί ήρθαμε για πρώτη φορά σε επαφή με τους μεγάλους συγγραφείς και τα μεγάλα, διαχρονικά κείμενα.
Με σεβασμό και αγάπη!
Το ερασιτεχνικό θέατρο είναι η μεγάλη δεξαμενή, ο μεγάλος αιμοδότης του επαγγελματικού θεάτρου.
Είναι η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν.
Έχει στη βάση του τον τρόπο που λειτουργούσαν οι πρώτοι περιπλανώμενοι θίασοι, τα λεγόμενα μπουλούκια, εκεί που όλα τα κάνανε οι ίδιοι οι ηθοποιοί.
Προσπαθώντας να οργανώσουν τις παραστάσεις τους με τα μέσα της εποχής τους.
Η μόνη διαφορά με τα μπουλούκια είναι πώς σήμερα οι θεατρικές ομάδες, δεν είναι περιφερόμενες.
Άλλη ομοιότητα με τα μπουλούκια είναι πώς, όπως σε αυτά έτσι και στο ερασιτεχνικό θέατρο οι συντελεστές του δεν έχουν τελειώσει, ευτυχώς (για εμένα) η δυστυχώς κάποια σχολή θεάτρου.
Δεν περιορίζονται και δεν περιχαρακώνονται τα όριά τους, δεν μπαίνουν σε καλούπια.
Το ερασιτεχνικό θέατρο όμως δεν είναι «λιγότερο» θέατρο.
Είναι μια μορφή τέχνης που γεννιέται από τον αυθορμητισμό, την προσφορά και την ανάγκη για έκφραση.
Και πολλές φορές, μέσα στην απλότητά του, κρύβει την αλήθεια και την αγάπη που καμιά φορά εμείς οι επαγγελματίες ξεχνάμε η έχουμε χάσει, μέσα στις απαιτήσεις και τους ρυθμούς της δουλειάς.
Αυτή η ανάγκη για έκφραση, αυτή η αγάπη είναι που οδήγησε στην δημιουργία της θεατρικής ομάδας ονειρόdrama.
Στον όγδοο χρόνο λειτουργίας της η ομάδα έχει να επιδείξει παραγωγές αντάξιες με αντίστοιχες επαγγελματικές.
Και με έναν επιπρόσθετο βαθμό δυσκολίας, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ερασιτέχνες.
Που όμως με το πέρασμα του χρόνου αυτοί οι ερασιτέχνες διδαχθήκανε – μάθανε να λειτουργούν καθόλα επαγγελματικά
Τέτοια είναι η περίπτωση και της φετινής παραγωγής της ομάδος.
Η ‘’Αντιγόνη’’ του Μπρέχτ είναι μια ολοκληρωμένη επαγγελματική δουλειά σε όλα τα επίπεδα.
Ο Γιώτης Βασιλειάδης ‘’τόλμησε’’ να έρθει αντιμέτωπος με το τεράστιο κείμενο του Μπέρτολτ Μπρέχτ.
Μαζί του σ’ αυτό το εγχείρημα πήρε και καθοδήγησε με μαεστρία τους ερασιτέχνες ηθοποιούς της ομάδος και τα κατάφερε.
Το αποτέλεσμα της προσπάθειας είναι άκρως επαγγελματικό.
Ο Γιώτης είναι γνώστης του κλασικού θεάτρου, το γνωρίζει πολύ καλά, το κατέχει από όλες τις πλευρές του και γνωρίζει πώς να καθοδηγήσει με ασφάλεια τους ηθοποιούς του γιατί το πρώτιστο μέλημα του σκηνοθέτη είναι οι ηθοποιοί της παράστασης να νοιώθουν ασφαλείς σε ότι καλούνται να υποστηρίξουν στη σκηνή.
Και θα νοιώσουν ασφαλείς μόνο όταν ο σκηνοθέτης τους δείξει πώς κατέχει την τέχνη του έτσι ώστε να εξαφανίσει τις όποιες ανασφάλειες έχουν.
Η οπτική του Βασιλειάδη είναι φρέσκια, σύγχρονη και καθόλου παρωχημένη.
Και όπως έχω ξαναπεί:
Άλλο το θέατρο – άλλο το θέαμα.
Σήμερα δυστυχώς ζούμε την περίοδο της μοντερνιάς, όλες και όλοι προσπαθούν να μας δείξουν πόσο εξελιγμένοι είναι σκηνοθετικά και υποκριτικά με αποτέλεσμα να βλέπουμε παραστάσεις που να είναι περισσότερο θέαμα και λιγότερο θέατρο.
Και η αλήθεια είναι πώς οι μάστοροι του θεάτρου είναι λίγοι.
Γιατί είναι διαφορετικό να είσαι σκηνοθέτης και διαφορετικό να είσαι μάστορας της τέχνης σου.
Διαφορετικό να είσαι ηθοποιός και διαφορετικό να είσαι θεατράνθρωπος.
Σήμερα ζούμε στην εποχή του μεταθεάτρου, η του κάτι σαν θέατρο.
Κι αυτό το κάτι σαν θέατρο έχει ως αποτέλεσμα τα ‘’σκηνοθετικά και θεατρικά πειράματα’’ να έχουν κατά το πλείστον περισσότερο αποτυχίες.
Και είναι αποτυχίες γιατί αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι επίδοξοι ‘’σύγχρονοι’’ σκηνοθέτες και ηθοποιοί είναι να αντιγράψουν και να μαϊμουδίσουν ότι βλέπουν και τους εντυπωσιάζει από παραστάσεις κυρίως στα μεγάλα κέντρα της δύσης.
Δεν είναι λίγοι οι σκηνοθέτες που περιφέρονται από παράσταση σε παράσταση ‘’κλέβοντας’’ ότι τους εντυπωσίασε για να το προσθέσουν στη δική τους παραγωγή, αδιάφοροι αν ταιριάζει η όχι…
Ο τρόπος που σκηνοθετεί ο Γιώτης Βασιλειάδης έχει σύγχρονη οπτική με κινηματογραφικά στοιχεία πλαισιωμένα με την μουσική της Μαρίας Δημοπούλου που έχει κινηματογραφικές επιρροές με μια φρέσκια ματιά, προσπαθώντας να προσδώσει και στοιχεία που παραπέμπουν στο αρχαίο δράμα αλλά και με μια κινησιολογία της ιδίας που ακουμπάει τις σύγχρονες τάσεις.
Εξαιρετική η Ευαγγελία Γκαντάνη στην επιμέλεια των σκηνικών του Αντώνη Χαλκιά.
Το μακιγιάζ της Νάνσυς Χαρίση παίζει με τους συμβολισμούς ενισχύοντας την ατμόσφαιρα του έργου.
Οι ηθοποιοί εξαιρετικοί όλοι τους, από τους παλιότερους της ομάδος που κατέχουν τα εκφραστικά τους μέσα, μέχρι τους νεότερους που ρίχνονται στα βαθιά του θεάτρου υποστηρίζοντας τον ρόλο τους με πάθος και δύναμη.
Ο χορός της παράστασης σε αρκετά σημεία της καλείται να εκφέρει το λόγο ομαδικά λειτουργώντας όπως ο αρχαίος χορός.
Η δράση τους σκηνικά έχει έναν επιπρόσθετο βαθμό δυσκολίας καθώς πρέπει συντονισμένα να ακουστεί ο λόγος καθαρά ώστε το κοινό να μη χάσει καμιά λέξη η φράση, κάτι που θα οδηγήσει σε νοηματικό κενό τους θεατές και θα χάσουν τη ροή της.
Είναι ένα στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν οι γυναίκες του χορού.
Το θέατρο σε θέτει απέναντι στον εαυτό σου, είναι ένας καθρέφτης .
Ένας εσωτερικός καθρέφτης του εαυτού σου
Καλείσαι να υποστηρίξεις τον ρόλο σου και να ανταποκριθείς στις όποιες απαιτήσεις του σκηνοθέτη.
Είναι τρία τα επίπεδα δυσκολίας.
Μετράς τις δυνάμεις σου και βλέπεις αν μπορείς να περάσεις πάνω απ’ τον πήχη η όχι.
Και υπάρχουν ερασιτέχνες ηθοποιοί που, και από τον πήχη περνάνε από πάνω και είναι καλύτεροι από πολλούς επαγγελματίες…
Η Αντιγόνη του Μπρεχτ (1948) δεν είναι απλώς μια μοντέρνα διασκευή της αρχαίας τραγωδίας.
Είναι μια ριζικά πολιτική αναθεώρησή της.
Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί τον μύθο του Σοφοκλή ως όχημα κριτικής της εξουσίας, των μηχανισμών καταστολής και της τυφλής υπακοής, σε μια Ευρώπη που μόλις βγήκε από τη φρίκη του ναζισμού.
Η διασκευή γράφεται αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Μπρεχτ βλέπει στο κράτος του Κρέοντα ένα ανάλογο των αυταρχικών καθεστώτων που οδήγησαν στην καταστροφή της Ευρώπης και μας προειδοποιεί για τους ‘’Κρέοντες’’ του μέλλοντος.
Η Θήβα του Μπρεχτ μοιάζει με μια πειθαρχημένη, στρατιωτικοποιημένη κοινωνία, όπου η νομιμότητα υπερισχύει της δικαιοσύνης.
Σωστή λοιπόν η επιλογή των κοστουμιών από την Σούλα Γεωργάκα με την επιμέλεια της Λένας Κωνσταντινίδου.
Ο Ετεοκλής παρουσιάζεται ως παραστρατιωτικός φασίστας, όχι απλώς ως αυτός που υπερασπίζεται την πόλη.
Η Αντιγόνη γίνεται μια μορφή αντιστασιακού ήθους, σύμβολο πολιτικής ανυπακοής.
Ο στόχος είναι να καταδειχθεί ότι οι λαοί πρέπει να μαθαίνουν από τα ιστορικά λάθη και όχι να ξαναβυθίζονται σε αυτά από υπακοή η φόβο.
Στον Σοφοκλή, η Αντιγόνη εκπροσωπεί το θείο δίκαιο, την οικογένεια, την ηθική.
Στον Μπρεχτ, η ηρωίδα αποκτά μια πολιτική διάσταση:
Αντιστέκεται όχι λόγω θρησκευτικής υποχρέωσης, αλλά για να θέσει όρια στην κρατική αυθαιρεσία – εξουσία.
Γίνεται η φωνή εκείνων που αρνούνται να υποκύψουν σε ένα θανατηφόρο, βίαιο σύστημα.
Η πράξη της όχι μόνο αμφισβητεί, αλλά ξεσκεπάζει την εξουσία του Κρέοντα.
Ο Μπρέχτ δεν θέλει ο θεατής να ταυτιστεί αλλά να σκεφτεί κριτικά.
Να αποστασιοποιηθεί και από το κείμενο και από τους ηθοποιούς.
Ο Μπρέχτ γράφει για τους θεατές του μέλλοντος, για τις κοινωνίες που θα έρθουν, γράφει για σκεπτόμενους ανθρώπους.
Είναι η φωνή που έρχεται από το παρελθόν και μας δείχνει το μέλλον.
Μας προειδοποιεί προσπαθώντας να μας ενεργοποιήσει.
Παναγιώτης Νάκος
Ηθοποιός – Θεατρολόγος














































