Αγαπητοί μου!
Η σημερινή Ευαγγελική περικοπή είναι από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη γράφτηκε στα τέλη του 1ου αιώνα, διάστημα όπου έχει ήδη διαμορφωθεί η δομή της Εκκλησίας. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης με το Ευαγγέλιο του μας εισάγει, μεταξύ των άλλων, σταδιακά στο μεγάλο γεγονός της εορτής της Ενανθρωπήσεως του Σωτήρος το οποίο ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε σε λίγες μέρες.
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος υποδεικνύει σε δύο μαθητές του το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, λέγοντάς τους: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Στην ουσία τους προτρέπει να τον ακολουθήσουν. Αυτοί πλησιάζουν τον Ιησού και αφού τον αποκαλούν Ραββί, δηλαδή Διδάσκαλο, του θέτουν το ερώτημα: πού μένεις; Ο Χριστός τους προσκαλεί και τους λέει «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» ελάτε να δείτε. Είναι αυτό που η Εκκλησία μας, την ημέρα της Γεννήσεως, θα ψάλλει: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί· ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν οὖν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ».
Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τα κοινά στοιχεία της σημερινής περικοπής με την εορτή των Χριστουγέννων, την οποία περιμένουμε, μάς προετοιμάζουν να νιώσουμε το προσωπικό κάλεσμα του Κυρίου. Καλούμαστε και εμείς να τον αναγνωρίσουμε ως Διδάσκαλο, «Ραββί» και να γίνουμε μαθητές Του. Από την στιγμή εκείνη αρχίζει μία πορεία μαθητείας, κοινωνίας και προσωπικής σχέσης με τον Κύριο, ο οποίος μας καλεί όχι μόνον να Τον ακολουθήσουμε, αλλά και να μεταμορφωθούμε διά της κοινωνίας μαζί Του.
Όλη η ιστορία του κηρύγματος του Ευαγγελίου, μέχρι και τις ημέρες μας, είναι η αναζήτηση του τόπου και του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να συναντήσει τον Χριστό. Ο Χριστός επιθυμεί να μας έχει μαζί Του· θέλει όλους να μας καταστήσει μετόχους της Βασιλείας Του.
Το ίδιο ερώτημα, «πού μένεις — πού θα σε βρω;», εκφράζεται και από όσους τον συνάντησαν: από τη Σαμαρείτισσα, τον Νικόδημο, τους ανθρώπους που γεύτηκαν τα θαύματα. Το ερώτημα εξάλλου δεν παύει να είναι το ίδιο με αυτό που ακούγεται μέσα στους αιώνες απ΄ όλους τους ανθρώπους που αναζητούν να βρουν τον Χριστό: «πού είσαι Θεέ μου; Ψάχνω να σε βρω, πού βρίσκεσαι;» Η απάντηση, μυστικά μέσα μας, είναι πάντα η ίδια: «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε». Όλοι επιθυμούμε να τον συναντήσουμε και να μείνουμε κοντά Του.
Οι πρώτοι μαθητές δεν αρκούνται σε μια εξωτερική ή τυπική συνάντηση, αλλά επιζητούν να διαμένουν πλησίον Του. Η έννοια του «μένω» στον Ευαγγελιστή Ιωάννη είναι κεντρική και δηλώνει κοινωνία, μαθητεία και φωτισμό εκ Θεού. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας τονίζει: «Τῷ μένειν παρ’ αὐτῷ δηλοῖ τὴν ἐν Χριστῷ πολιτείαν καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ φωτισμοῦ», δηλαδή, το να μένει κανείς κοντά στον Χριστό σημαίνει είσοδος στην «εν Χριστῷ ζωή» και αρχή πνευματικού φωτισμού.
Αυτή η παραμονή πραγματώνεται μέσα στην Εκκλησία. Όλα ζουν και υπάρχουν ευχαριστιακά σε κάθε Θεία Λειτουργία και σε κάθε μυστήριο. Εκεί, μετέχουμε όλοι συναγμένοι στην κοινωνία του άρτου και του οίνου της Ευχαριστίας ως Εκκλησία, με την ζωοποιό παρουσία του Πνεύματος του Θεού που αποτελεί και την προϋπόθεση για την σύσταση της Εκκλησίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, καθώς πορευόμαστε προς τα έσχατα, η Εκκλησία πραγματώνεται «ἐν τοῖς μυστηρίοις». Η πίστη και η λατρεία της μαρτυρούν το «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» και αποκαλύπτουν το «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», πριν και μετά από κάθε Θεία Ευχαριστία.
Η Εκκλησία ζει και κινείται μέσα σε πλαίσιο ευχαριστιακής πρόσληψης και μεταμόρφωσης του κόσμου και του ανθρώπου. Γίνεται Εκκλησία όταν θυσιάζεται «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» και όταν επικαλείται το Άγιο Πνεύμα, το οποίο καθιστά τον Χριστό εκ νέου παρόντα και ενεργούντα μέσα στην κτίση και την ιστορία. Το ευχαριστιακό Σώμα ταυτίζεται με το ιστορικό Σώμα του Χριστού- Μεσσία, ως πρόγευση του εσχατολογικού, ενδόξου Σώματος της Βασιλείας. Η προσευχή της Εκκλησίας ως κοινότητας συνδέεται πλέον άρρηκτα με τον Εσταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό· είναι μια μυστηριακή λατρεία άπαξ διά παντός, με κέντρο τη Θεία Ευχαριστία.
Αυτή τη μετοχή έζησε και ο σήμερα τιμώμενος Απόστολος Ανδρέας, μαζί με τον αδελφό του Πέτρο. Ελκύστηκε από το Πρόσωπο του Χριστού, δεν μπορούσε να Τον αποχωριστεί και δεν μπόρεσε να κρατήσει για τον εαυτό του τον ενθουσιασμό και τη χαρά του. Γεύτηκε την αλήθεια και αναγγέλλει στους άλλους: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός». Το «εὑρήκαμεν», όπως σημειώνει ο Άγιος Ειρηναίος Λυώνος, υποδηλώνει κάτι παγκόσμιο και όχι απλώς εθνικό. Το όνομα «Μεσσίας» δεν δηλώνει τον σωτήρα μόνο του Ισραήλ, αλλά ολόκληρης της οικουμένης.
Αυτό συνδέεται άμεσα με την περιοχή της «Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν», όπου συνυπήρχαν άνθρωποι από πολλά έθνη. Η δημόσια δράση του Χριστού ξεκινά από την Καπερναούμ μετά τη Βάπτισή Του. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες, επηρεασμένοι από ελληνικές, συριακές, φοινικικές και ρωμαϊκές επιρροές, γι’ αυτό η περιοχή ονομάζεται «τῶν ἐθνῶν». Παρά τις προκαταλήψεις των Ιουδαίων της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι θεωρούσαν τους Γαλιλαίους λιγότερο «καθαρούς», επιλέγει και ξεκινά από εκεί τη δράση Του και την αποστολή των μαθητών προς όλα τα έθνη, σύμφωνα με το «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19).
Αδελφοί μου, ο Ευαγγελισμός της Εκκλησίας είναι ένα συνεχές άκουσμα, μια αδιάκοπη κλήση «ἔρχου καὶ ἴδε». Ο Χριστός, ως παντογνώστης και καρδιογνώστης, προσκαλεί κάθε ύπαρξη να ζήσει ελεύθερα και αιώνια μαζί Του. Θέλει τα πλάσματά Του να αναγνωρίσουν στο πρόσωπό Του τον Σωτήρα και να βιώσουν την έκπληξη που βίωσαν ο Ναθαναήλ, ο Φίλιππος και οι άλλοι Απόστολοι. Αυτός που σώζεται στο πρόσωπο του Χριστού είναι ο Υιός του Ανθρώπου, ο κατά πάντα αληθής άνθρωπος.
Στη θεολογία των Αποστόλων και των Πατέρων, ο Χριστός θεωρείται ο νέος Αδάμ, πρωτότοκος μιας νέας δημιουργίας, ενός νέου λαού, του οποίου μέλη είναι όσοι συνδέονται μαζί Του.
Αμήν.













































