Αναφερόμενη στο άρθρο με τίτλο: «Θα επιτρέψουν οι Θεσμοί την παραβίαση της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας από την Ελλάδα;» του Νίκου Μάντζαρη της WWF, το οποίο αναδημοσιεύθηκε στο energypress στις 18 Δεκεμβρίου από το euractiv, η Διευθύντρια Περιβάλλοντος της ΔΕΗ κ. Βασιλική Τσάδαρη αναφέρει:
«Για την αποκατάσταση της αλήθειας και την αποφυγή λανθασμένων εντυπώσεων, ότι δήθεν η κυβέρνηση και η ΔΕΗ επιδιώκουν να παρατείνουν τη λειτουργία παλαιών λιγνιτικών μονάδων, παραβιάζοντας την κοινοτική νομοθεσία, αγνοώντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, σας γνωρίζουμε τα εξής:
- Στο άρθρο επικρίνεται η «διετής προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να λάβει δωρεάν δικαιώματα εκπομπών στο πλαίσιο μεταρρύθμισης του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ)».Ωστόσο, το αίτημα της Χώρας αφορούσε αποκλειστικά και μόνο στην δίκαιη και ισότιμη μεταχείρισή της σε σχέση με τις λοιπές χώρες, των οποίων το ΑΕΠ είναι κάτω του 60% του μέσου κοινοτικού και η παραγωγή ΗΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από στερεά καύσιμα.
Ως αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής, η Χώρα θα λάβει χρηματοδότηση από τα έσοδα εκπλειστηριασμού έως 25 εκ. δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τη συγχρηματοδότηση υποδομών ή έργων για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα των μη διασυνδεδεμένων νησιών, ιδίως μέσω της διασύνδεσής τους με το ηπειρωτικό δίκτυο. Η εξέλιξη αυτή, έστω και αν υπολείπεται των πλεονεκτημάτων που παρέχονται στις άλλες χώρες, θα έχει σημαντικά περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη (διακοπή λειτουργίας των τοπικών νησιώτικων πετρελαϊκών σταθμών και σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής).
- Ο βασικός κορμός του άρθρου αναφέρεται στην Απόφαση του ΥΠΕΝ για λειτουργία των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου για 32.000 ώρες από το 2016 έως το 2023 και στη σχετική αλληλογραφία με την Γενική Δ/νση Περιβάλλοντος της Ε.Ε., η οποία μέχρι σήμερα έχει την άποψη ότι οι Μονάδες αυτές είναι επιλέξιμες για λειτουργία μόνο για 17.500 ώρες. Ως προς το θέμα αυτό, επισημαίνονται τα παρακάτω:
- Τα αναφερόμενα στο άρθρο ότι η Χώρα «έχασε την αντίστοιχη προθεσμία που έθετε η Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές κατά σχεδόν δύο χρόνια» δεν έχουν βάση και σε καμία από τις επιστολές της Ε.Ε. δεν υπάρχει τέτοια αναφορά.
- Αποσιωπούνται τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, που τεκμηριωμένα αποδεικνύουν ότι οι εγκαταστάσεις πληρούν όλα τα κριτήρια που η σχετική ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία προβλέπει.
- Οι εγκαταστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται στο άρθρο ως «μαύρα πρόβατα» και «πρωταθλητές» της ρύπανσης. Ωστόσο, οι Μονάδες αυτές λειτουργούν σε πλήρη συμφωνία με την ισχύουσα περιβαλλοντική νομοθεσία και τις εγκεκριμένες Αποφάσεις Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων λειτουργίας τους. Τεχνηέντως και προφανώς για δημιουργία εντυπώσεων, συγκρίνονται οι εκπομπές των εν λόγω Μονάδων με τις Οριακές Τιμές Εκπομπής που προβλέπονται να τεθούν σε ισχύ περί τα μέσα του 2021, και οι οποίες αφενός ουδόλως αφορούν Μονάδες που εντάσσονται σε καθεστώς παρέκκλισης και αφετέρου θα ισχύσουν όταν οι επίδικες Μονάδες θα τερματίζουν τη λειτουργία τους.
- Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι Μονάδες αυτές παρέχουν τηλεθέρμανση στις πόλεις της Πτολεμαΐδας και του Αμυνταίου – Φιλώτα. Πρόωρη διακοπή λειτουργίας τους, πριν την ολοκλήρωση των εναλλακτικών λύσεων που είναι δρομολογημένες (νέα Μονάδα Πτολεμαΐδα V για την τηλεθέρμανση της Πτολεμαΐδας και μονάδα βιομάζας για το Αμύνταιο) θα έχει ως αποτέλεσμα, οι κάτοικοι της πόλεων αυτών, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο δριμύ ψύχος, να καταφύγουν σε όποιο διαθέσιμο και οικονομικό (λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης) μέσο θέρμανσης (κυρίως τζάκια και σόμπες με χρήση ξύλου ή πετρελαίου), δηλ. σε εστίες ρύπανσης διάσπαρτες μέσα στον αστικό ιστό. Με τον τρόπο αυτό, η ρύπανση της ατμόσφαιρας στις πόλεις αυτές θα επέστρεφε στα υψηλότατα επίπεδα που καταγράφονταν πριν την λειτουργία των τηλεθερμάνσεων, με σοβαρότατες επιπτώσεις στην υγεία και το περιβάλλον.
- Επισημαίνεται ακόμη, κάτι που το Άρθρο αποσιωπά, τα δραματικά αιτήματα όλων των τοπικών αρχών (Περιφέρειας και δημοτικών αρχών) προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, αλλά και την Ε.Ε., με τα οποία ένθερμα ζητούν τη λειτουργία των Μονάδων για 32.000 ώρες.
- Εφιστούμε την προσοχή στα βασικά συμπεράσματα της πρόσφατης (Μάιος 2017) ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2017 – 2027 του ΑΔΜΗΕ (βλ. σελ. 60), ότι: «…Η ταυτόχρονη απόσυρση των μονάδων των ΑΗΣ Καρδιάς και ΑΗΣ Αμυνταίου δημιουργεί κίνδυνο για την επάρκεια του συστήματος κατά τη διετία 2020-2021, καθώς ο δείκτης LOLE (Loss of Load Expectation) αυξάνει σημαντικά. Ιδίως υπό δυσμενείς συνθήκες (ξηρό υδραυλικό έτος) η αξιοπιστία του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεπαρκής, παρά τη συμβολή των διασυνδέσεων». Τα έως σήμερα δεδομένα λειτουργίας των Μονάδων αυτών, βάσει του σεναρίου των 17.500 ωρών δείχνουν ότι θα εξαντλήσουν πιθανότατα τις υπολειπόμενες ώρες λειτουργίας τους στο τέλος του 2018-αρχές 2019, με αποτέλεσμα το ανωτέρω δυσμενές συμπέρασμα της Μελέτης για μειωμένη αξιοπιστία του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής να αφορά πλέον στην τριετία 2019-2021.»
Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι κατά την κρίση εφοδιασμού σε φυσικό αέριο το χειμώνα 2016-2017, οι λιγνιτικές Μονάδες (μεταξύ των οποίων και οι εν λόγω επίμαχες Μονάδες των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου) έλαβαν εντολή από το Διαχειριστή για πλήρη λειτουργία, για την αποτροπή ενός πιθανού black-out στη Χώρα. Επίσης, και κατά θέρος του 2017 η ΔΕΗ Α.Ε., παρά τους αρχικούς σχεδιασμούς της για εξοικονόμηση ωρών λειτουργίας, αναγκάσθηκε να λειτουργήσει όλες τις παραπάνω Μονάδες κατόπιν εντολής του ΑΔΜΗΕ, για την εξισορρόπηση των υψηλών φορτίων που προέκυψαν, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών στην ηπειρωτική χώρα.
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι πλέον προφανές, ότι η ένταξη από τη Χώρα των ΑΗΣ Αμυνταίου και Καρδιάς στο καθεστώς εξαίρεσης περιορισμένης λειτουργίας του άρθρου 33.4 της υπόψη Οδηγίας, αφενός έγινε νόμιμα και ορθά και αφετέρου είναι αδήριτη ανάγκη, τόσο για την ασφάλεια εφοδιασμού, όσο και για λόγους περιβαλλοντικούς.
Η ΔΕΗ Α.Ε. με πλήρη σεβασμό στην προστασία του περιβάλλοντος υποστηρίζει και προωθεί ουσιαστικά την σταδιακή απεξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα, με στόχο την μετάβαση στην κοινωνία της απανθρακοποίησης με την ευρεία επέκταση της χρήσης του ηλεκτρισμού στις μεταφορές και τα κτίρια. Είναι, όμως, απολύτως προφανές, ότι η μετάβαση αυτή πρέπει να γίνει υπεύθυνα και με ομαλό τρόπο, που δεν θα διακυβεύσει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, κάτι που θα έπληγε κυρίως τις πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, που υποφέρουν από τις συνέπειες της μακρόχρονης κρίσης».