Ο αγαπητός φίλος και συγγραφέας του παρουσιαζόμενου βιβλίου έχει πλούσιο συγγραφικό έργο στον θρησκειοπαιδαγωγικό κυρίως τομέα. Τα βιώματά του όμως της παιδικής ηλικίας από τη σκληρό και συνάμα όμορφο βίο στο προσφυγοχώρι Σιδεράς της Κοζάνης, καθώς και οι διηγήσεις των συγγενικών και άλλων προσώπων, σχημάτισαν ισχυρό μέσα του τον δεσμό με τις αλησμόνητες πατρίδες. Σε αντίθεση με πολλούς πρόσφυγες πρώτης γενιάς, που δεν αξιώθηκαν να επανέλθουν στη γενέθλια γη, ο Γεώργιος Τσακαλίδης, όπως και πολλοί γόνοι προσφύγων, γεύτηκε τη χαρά να πατήσει τα χώματα, όπου γεννήθηκαν οι πρόγονοί του. Η αρχική παρόρμηση να δει από κοντά τα μέρη, που του περιέγραφαν στις ιστορήσεις τους αγαπημένα του πρόσωπα με μάτια βουρκωμένα αλλά και με έκδηλο το θαυμασμό για την ομορφιά του τόπου, μετετράπη σε αίσθηση χρέους έναντι της ιστορίας, όταν ο Θεός τον αξίωσε να τα επισκεφθεί. Τότε συνέγραψε το βιβλίο «Οδοιπορικά-προσκυνήματα», έκδοση της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης (2006).
Στον πρόλογο του νέου του βιβλίου επισημαίνει ότι η διάθεση για ιστορική συγγραφή έρχεται κατά κανόνα αργά στον άνθρωπο. Συμφωνώ, κρίνων εξ ιδίων, και συμπληρώνω: Ποτέ δεν είναι αργά. Όσο και αν τα πρόσωπα, που απέρχονται από τον βίο, παίρνουν μαζί τους πλείστα όσα ενδιαφέροντα να καταγραφούν στοιχεία πάλι παραμένουν αρκετά αξιόλογα μέσω απογόνων φιλομαθών, που επί ώρες ατέλειωτες άκουγαν ιστορίες του παππού και της γιαγιάς όχι για νεράιδες και δράκους, αλλά για ανθρώπους απλούς που στον βίο τους δέχθηκαν χτυπήματα απανωτά και όμως δεν λύγισαν, αλλά εξήλθαν νικητές.
Ίσως ο συγγραφέας ευθύς μετά την έκδοση του οδοιπορικού του στον Πόντο να άρχισε να συλλέγει το νέο υλικό για το χωριό του. Οι πρόσφυγες με πόνο ψυχής εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και με μοναδικό εφόδιο την ελπίδα στον Θεό εγκαταστάθηκαν στα μέρη μας. Και εδώ τι έγινε; Δεν έγραψαν κι εδώ, όπως κι εκεί ιστορία; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο συγγραφέας με τρόπο αφηγηματικά όμορφο. Όμως το πρωτεύον στην ιστορία δεν είναι το ύφος του συγγραφέα, αλλά τα στοιχεία που παραθέτει. Απαιτητικός, ως εκ της όλης επιστημονικής ενασχόλησης του, δεν ήταν δυνατόν να περιοριστεί στα όσα ο ίδιος θυμόταν από τις διηγήσεις και στα βιώματά του της παιδικής ηλικίας. Μελέτησε αρκετά βιβλία, στα οποία περιγράφεται το δράμα των ξεκληρισμένων, ώστε να έχει γενική γνώση των προβλημάτων μετεγκατάστασης. Πήρε συνεντεύξεις όχι μόνο από συγχωριανούς του επιζώντες στον τόπο τους, αλλά και από άλλους που σκόρπισαν με τον καιρό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: Δυτική Ευρώπη, Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία. Ακόμη και σε Τούρκους απευθύνθηκε, καθώς κάποιες τρυφερές υπάρξεις, αποκομμένες από την οικογένειά τους στον ορυμαγδό της φυγής, έμειναν εκεί.
Το ογκώδες σύγγραμμα με τις 550 σελίδες, το οποίο κοσμείται με πλήθος φωτογραφιών χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο ο συγγραφέας περιγράφει την εγκατάσταση των προσφύγων στο τουρκοχώρι Ντεμιρτιλέρ, που μετονομάστηκε σε Σιδεράς, τον μόχθο τους να αρχίσουν νέο βίο και τα βάσανά τους κατά τη διάρκεια της κατοχής, όταν μεγάλο μέρος των οικιών του οικισμού πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς (1944). Στο δεύτερο μέρος υπάρχουν αφηγήσεις του βίου των συγχωριανών του, βίου απλού, ανθρώπινου με πλήθος αρετών. Κάποιες από τις αφηγήσεις είναι ιδιαίτερα συγκινητικές. Και, βέβαια, δεν είναι ανάγκη, ο αναγνώστης να προέρχεται από προσφυγική οικογένεια, για να αισθανθεί τη συγκίνηση αυτή. Η βαθειά θρησκευτική πίστη του συνόλου σχεδόν των προσφύγων έκανε αυτούς σπλαχνικούς, πρόθυμους να συνεργαστούν, αλλά και να συνδράμουν τους συγχωριανούς σε κάθε τους πρόβλημα. Σχεδόν όλες οι οικογένειες πρώτης γενιάς και πολλές δεύτερης υπήρξαν υπερπολύτεκνες και πολύτεκνες αντίστοιχα. Σήμερα η χώρα μας αντιμετωπίζει έντονη τη δημογραφική συρρίκνωση και επικαλούμαστε οικονομικούς λόγους για την ολιγοτεκνία και όχι ολιγοπιστία. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να καταγράψει και τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Χορηγός της έκδοσης, η οποία συνοδεύεται από μουσικό δίσκο με τραγούδια και ηχητικά μηνύματα κατοίκων του Σιδερά, υπήρξε το ζεύγος Αναστασίου και Μαρίας Τσεπραηλίδη, εγκατεστημένων από δεκαετίες στη Μελβούρνη, όπου όμως δεν λησμόνησαν ούτε στιγμή τόσο τη γενέθλια γη, όσο και τον πάσχοντα συνάνθρωπό τους. Η Μαρία εκοιμήθη πριν λάβει στα χέρια της αντίτυπο του βιβλίου.
Ο συγγραφέας αφιερώνει το σύγγραμμά του «στους νεκρούς που άφησαν τα κόκκαλά τους στον Πόντο ή πέθαναν στο πλοίο του ξερριζωμού και ρίχτηκαν στη θάλασσα και στους πρόσφυγες που ρίζωσαν και ενταφιάστηκαν στα Σιδερά». Στα επιλεγόμενα, με τα οποία κλείνει τη συγγραφή, εκφράζει την ευχή να συγγράψουν και άλλοι παρόμοια ιστόρηση του προσφυγικού χωριού τους και των κατοίκων του. Επαναλαμβάνω: Ποτέ δεν είναι αργά.
Απόστολος Παπαδημητρίου
Συγχαρητήρια. Μπράβο.