Πέμπτη της φετινής Διακαινησίμου καταστάσεως. Θεσσαλονίκη, καιρός αίθριος.
Θέση, Βιβλιοπωλείο ΚΕΝΤΡΙ (2Χ3) δίπλα από το ανάκτορο του Γαλερίου επί της οδού Δ. Γούναρη προσπερνάμε την πλατεία Ναυαρίνου εις το οποίον καταπλέει η “Παρέμβαση” μετά την κυκλοφορίαν της, και είναι το οιονεί επίνειόν της δια την προς Θεσσαλονικείς αναγνώστας – παραλήπτας της, διανομή με διευθυντή επιχειρήσεων τον κ. Μάριο Κ.-Μ.
Καφέ «Μπαράκα», στα ινδικά θα πει ευλογία.
– Ευλογίες λοιπόν…
***
Ξεφυλλισμός τεύχους της κάποτε “Νέας Πορείας” (του 1997), το οποίο τσίμπηξα από την Βιβλιο-Πρωτοπορία με 1,80 ευρώ από το στοκ με τα προς αναγνωστικήν ανακύκλωση μάλλον, υλικά της κραταιάς εκδοτικής και πνευματικής επιχείρησης. Διαβάζω σχόλια του Δ/ντου κι εκδότου της Τηλέμαχου Αλαβέρα: Ανακοίνωση κυκλοφορίας του τόμου “Μεθόριος” με κείμενα από τους λογοτέχνες των μεθοριακών νομών. Η Κοζάνη, όπως κι η Καβάλα, απουσιάζει! Γιατί; Μη και δεν είμαστε ακριβώς σύνορα – μεθόριος ήγουν ή μη δεν είχαμαν προς ανθολόγησιν ανθρώπους και κείμενα (“Ανθρωπους και κτήνη σώσον Κύριε”). Αλλ’ ήδη η πόλη ήταν έδρα του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης κι ονομαζόταν, έστω και κατά διαφημισμόν, “Πόλη του Βιβλίου”· φυσικά στην “Παρέμβαση” δημοσιεύονταν ήδη δεκάδες λογοτεχνικές συνεργασίες (πεζά ποιήματα, κριτικές). Αυτοί οι δύο τρόποι είναι που “ελέγχαν”, ας πούμε, τα λογοτεχνικά πράγματα τότε τω καιρώ του σχολίου.
Αλλά μήπως ήταν και κάτι άλλο που μας εστενοχωρούσε;
Στο τεύχος 43 της “Π” δημοσιεύσαμε μια συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου εφ’ όλης της ύλης ως συνήθως, αλλά και αμοντάριστη όπως λέμε σήμερα για τα ζωντανά για τηλεοπτικά πλάνα παρμένα από πολέμους (δόξα των θεό έχουμε πολλούς) ή δυστυχήματα (απείρως περισσότερα). Έλεγε διάφορα για διάφορους με την λίαν τολμηρή γλώσσα, μεταξύ δε άλλων και για τη “Νέα Πορεία” και τον εκδότη -διευθυντή της. Κονιορτός μέγας σηκώθηκεν και δικαιολογημένες αντιδράσεις από τους “πληγέντες”, και απειληθήκαμε με μέτρα δικαστικά. Τότε ήταν που τα χάσαμε κάπως κι αυτός ποσώς. Ήμασταν ακόμα δημοσιογραφικά μειράκια και δε δώσαμε τη συνέντευξη προ της δημοσιεύσεως, στον Χρστνπλ. να την κοιτάξει – λογοκριτής του εαυτού του δηλαδή-. Ούτε κι αυτός μας το ζήτηξεν εμπροθέσμως. Όταν σηκώθηκε ο κονιορτός, μας μάλωσε. Ας είναι. Με τον καιρό ησύχασαν τα πράγματα και διήλθαμε αυτού του αύλακος σχεδόν αβρόχοις ποσί. Όμως είδα, έστω και εκ του μακρόθεν του πως και που λιμνάζουν οι μικρότητες των ανθρώπων, και ημείς, μικροί όντες σ’ αυτά τα ζητήματα πέφταμε από νέφος σε σύννεφο.
Διαβάζω επίσης ένα ποίημα του Ιβάν Γκαντζάνσκι “Βαλκανική οδός”, άλλοτε διευθυντού της Βιβλιοθήκης Βελιγραδίου, με τον οποίο είχαμε μια γνωριμία στη Σμύρνη στο παγκόσμιο συνέδριο για τον Γ. Σεφέρη το 2001. Ήθελα τότε να βρω έναν τρόπο να πάρουμε εν αντιγράφῳ μια γκραβούρα που φυλάσσεται εκεί (η πληροφορία ήταν από την ιστορικό Μαρία – Χριστίνα Χατζηιωάννου) που δείχνει την περιοχή της νυν πόλεως Κοζάνης το 1600 τόσο. Δεν έγινε τότε, δεν θα γίνει πότε κι από κανέναν προφανώς, ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ή ελάχιστα νοιάζονται την σήμερον περί των ιστοριών της πόλεως. Ένα πρώιμα επικριτικό σημείωμα για τον “Θίασο” του Θ. Αγγελόπουλο από τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, επιχωρίαζε στο τεύχος και μας ξάφνιασε αναδρομικά.
Σε άλλο τεύχος της Ν.Π. στα μέσα του 1980, που επί του ορθίως κοίταξα στο βιβλιοπωλείο, βρήκα πρώιμα ποιήματα του εκ Λαμίας φίλου Κ. Θ. Ριζάκη που μας βοηθά στην “Π” κι όχι μόνον, ποικιλοτρόπως. Όπως και δύο ποιήματα (“Παρίσι 1983” και “Λονδίνο 1985”) του μοναχού Μωυσή αγιορείτου (1952- 2006) πολυσυγγραφέως και ποιητού που αναφέρονται στις περιπέτειές του και τα ιώβεια βάσανα από το χαλασμένο συκώτι του. Μας φιλοξένησε δις στην υπέροχή του Καλύβη Χρυσοστόμου δίπλα στις Καρυές με πατριαρχική γαλαντομία. Ήταν μαγευτική εμπειρία από το χώρο, τα βιβλία, εικόνες, πράματα θάματα και θυμιάματα. Μας πήγε με τους συμπροσκυνητές Νικόλαο, Αλέξανδρο, Αντώνιο, σε ένα γειτονικό Σπίτι που εόρταζε του αγίου Γεωργίου κι είχαν πανηγύρι πνευματικό, αλλά και υλικό· εκεί δοκίμασα το ψάρι σφυρίδα που μέχρι τότε μόνον ακουστά είχα. Μνήμη δικαίου “γέροντος” ποιητού και σύγχρονου συναξαριστή του αγίου Όρους.
(Όλο στο γύρω γύρω είμαι).
Επί του θέματος. Πήρα το τεύχος και για έναν άλλο λόγο, για ένα κείμενο του Στέλιου Νέστορα, αυτού του ευγενούς και τίμιου πολίτη, δικηγόρου και πολιτικού (στέλεχος της αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Άμυνας, με φυλάκιση), παράγοντα της πολιτισμένης αριστεράς, βουλευτή του πρώτου κι υγιούς Συνασπισμού, της πόλεως Θεσσαλονίκης. Τον γνώρισα αμέσως μετά την μεταπολίτευση σε κάποια γραφεία που μαζεύονταν οι σύντροφοι της Δ.Α. και συζητούσαν για την πολιτική τους συνέχεια, επί της οδού Ρογκότη με τα φημισμένα σουτζουκάκια στον άνω όροφο· νεαρός φοιτητής τότε μαζί με τον Γιάννη Καραχάλιο φίλο ακριβό και συγκάτοικο του τότε. Το κείμενο του Σ.Ν. είχε τίτλο “Κερδίζοντας το χαμένο χρόνο στη φυλακή” και ήταν μια ομιλία που έγινε στις 9 -10 -97 στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο Αυλαία και αναφερόταν στον φίλο του Παύλο Ζάννα, άλλη πολύτιμη πνευματική μορφή εκείνου του καιρού και του πάντα, με τον οποίο έκαναν φυλακή στην Αίγινα, τον καιρό που ο Π.Ζ. μετέφραζε του Μαρσέλ Προύστ το “Αναζητώντας το χαμένο χρόνο”. Δε φείδομαι χαρακτηρισμών και το κάνω εν επιγνώσει, είτε για τον πολιτικό είτε για τον μεταφραστή. Είναι από τις λίγες φορές που μπορείς να χαρακτηρίσεις κάποιους με παρόμοιους όρους χωρίς τον κίνδυνο της αυτογελοιοποίησης. Για χρόνια έψαχνα στα παλαιοπωλεία το βιβλίο του Π.Ζ. “Πετροκαλαμήθρες” (= μαγνητική βελόνα της πυξίδας, μπούσουλας όπως την εξηγεί ο Δ. Δασκαλόπουλος στη νέα έκδοση των “Ποιημάτων” του Γ. Σεφέρη) εκδ. Διάττων 1993, με κείμενα για τη γλώσσα, την τέχνη, τη λογοτεχνία. Όταν υπήρχε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ακόμα και στις αποθήκες τους ολιγωρούσα τώρα που έγινε ανεύρετο πλέον, το κυνηγώ στο πουθενά του κάθε παλαιοπωλείου. Το ψάχνω αναζητώντας μάλλον το δικό μου χρόνο σε εκείνο και για εκείνο τον καιρό που είχα αρχίσει να βρίσκω και να υπάρχω σιγά σιγά μ’ αυτά τα ωραία, τα δύσκολα, τα θελκτικά (ανθρώπους, ιδέες, κείμενα, καταστάσεις, πρόσωπα κυρίως πρόσωπα). Ο Π. Ζάννας, να μη πω για τη σχέση του με τον Προυστ που τα είπαν και τα λένε τόσοι και τόσο καλά, ήταν μια μορφή γνωστή από τα “Νέα Κείμενα” του 1971 (ακόμα θυμάμαι σ’ αυτήν την έκδοση το διήγημα του Γεράσιμου Γρηγόρη “Ο νερόμυλος”) με το κείμενό του “Μποτίλια στο πέλαγος” (“θάλασσα” γράφει ο Σ.Ν. εκ παραδρομής προφανώς) από το οποίο και ο τίτλος του παρόντος.
Τότε που είχε αρχίσει να κινείται η αντίπαλη στο καθεστώς της δικτατορίας ουσιαστική, πνευματική Ελλάδα και να δημοσιεύονται κείμενα και βιβλία· και δεν ήταν αντίσταση κι ελευθερίας τύπου προανάκρουσμα οι υποχρεωτικές αναδημοσιεύσεις διηγημάτων εκ της «Ανθολογίας διηγήματος» Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη στον κυριακάτικο τύπο. Στη ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ τότε μαθητής γυμνασίου, πολιτικά άνηβος κι άσχετος, διάβαζα τα διηγήματα αυτά, άρα ήμουν κάπως με τη χούντα παρακαλώ).
Πίσω…
Όταν πρωτοβρέθηκα στη Θεσσαλονίκη – τότε είδα τη θάλασσα- μετά από απ’ ευθείας “πτήση” με λεωφορείο από την ελικοειδή Καστανιά, 3 ώρες δρόμος για πολλά χρόνια, στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων κυρίως στεκόμουν. Αξέχαστο το καθημερινό σχεδόν πέρασμα από το βιβλιοπωλείο Κοτζιά επί της Τσιμισκή με τον σπάνιο άνθρωπό του Κώστα Πύρζα, καθηγητή αγγλικής στο ΑΠΘ, φυλακισμένο της χούντας για τη συμμετοχή του στη Δημοκρατική ‘Αμυνα, στο βάθος να το διευθύνει και στο ταμείο η γλυκιά Μαρία, από τις Σέρρες, αν καλά θυμάμαι, και φορές ο μετέπειτα μεταφραστής και συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης. Στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Κωνσταντινίδη, κοντά στην Καμάρα, 3 βιβλία ήταν που με κάρφωσαν (τα αγόρασα με ρυθμό ένα τη μέρα, χρήματα προς τούτο είχα, ο πατέρας εργάτης της ΛΙΠΤΟΛ τότε έστελνε) τα οποία γνώριζα μόνον από μικρές επισημάνσεις στον “Ελληνικό Βορρά” που διάβαζα στο καφενείο Μήτρου και Παναγιώτας Ζιάκα στο χωριό. Η τριλογία “Ακυβέρνητες πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα, εκδ. Κέδρος, “Αναζητώντας το χαμένο χρόνο – Ι Από τη μεριά του Σουάν” του Μ. Προύστ μετάφραση Π.Α.Ζ. (τα αρχικά υπήρχαν μόνον στην α’ έκδοση του Π. Ζάννα στις εκδ. Ηριδανός). Το τρίτο “Η Λευκοπηγή. τα ποιήματα της επιστροφής” του Π. Β. Πάσχου εκδ. Αστέρος, ο οποίο όταν το είδα ελαχτάρισα· ένιωσα κάποιος να με φωνάζει στο άγνωστο πλήθος της μεγάλης πόλης με τ’ όνομά μου. Ήδη το χωριό έμπαινε στα μικρά ερμάρια της νοσταλγίας.
Είχαν προηγηθεί κατά κάποιους μήνες τα “Ποιήματα” του Μανόλη Αναγνωστάκη που πήρα από το γωνιακόν επί της Διαγωνίου οδού, βιβλιοπωλείο- εφημεριδοπωλείο Press (τον ποιητή δεν το γνώριζα με εντυπωσίασε το όνομά του, αλλά στη συνέχεια αγάπησα όλους τους δρόμους τους παλιούς του και τους τρόπους του σχεδόν παράφορα). Οι “Μαρτυρίες” του Γιάννη Ρίτσου, Δεύτερη σειρά, δεύτερη έκδοση, εκδ. Κέδρος, από το Μπαρμπουνάκη, όταν ακόμα έδινα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, Σεπτέμβριος 1971 μαζί με το “Ήλιος ο πρώτος” του Οδ. Ελύτη”. Τα ημιπαράνομα “18 Κείμενα” που σχεδόν βίαια μου το έχωσε στο αμερικάνικο τζάκετ από τα παλαιοπωλεία του Βαρδάρη που έφερα ως σήμα ψιλοαναρχούμενου, ο βιβλιοπώλης της οδού αγίας Σοφίας μαζί με τα νόμιμα “Εκλογή Α’, URSA MINOR, Εκλογή Β’” εκδ. Ίκαρος του Τ. Κ. Παπατσώνη του οποίου με έθελγαν τα ποιήματα που δημοσίευε, τις χρονιάρες μέρες στη “Νέα Εστία”.
Αλλά προς τι όλα τα παραπάνω;
Μέρες που είναι, πάνω κάτω 21η Απριλίου ε.ε., αλλά και του τότε που δεν καταλαβαίναμε – δεν καταλάβαινα για να μη γενικεύω- περί τίνος επρόκειτο, αλλά εκ των υστέρων δηλ. σε λίγα χρόνια και με την μετάβασή στη Θεσσαλονίκη μπόρεσα, και εκ των κερκίδων της Τούμπας (μαζί με τον Γρηγόρη Δγλ.) κι εκ των “Σπορ του Βορρά” με τους μύδρους του Γ. Μπούζα κατά του ΠΟΚ, να περάσω στα άλλα γήπεδα ανάγνωσης “Θεσσαλονίκη”, “Βραδυνή” όπου δινόταν άλλοι αγώνες, ο καθείς με τον τρόπο του εκεί που ήταν άλλωστε όλοι οι νέοι της εποχής.
Με τέτοια βιβλιο-οικοσκευή, το λοιπόν, πως να μη νιώθεις αλλόκοτα, περίεργα, ξεχωριστά μέλος μιας μεγάλης ανοιχτής, σχεδόν φανερής σέχτας γεμάτη μικρές πυρκαγιές που ήταν έτοιμες ν΄ ανάψουν (για να σβήσουν με τον και
ρό). Αυτά και άλλα σαν αυτά, μας έφερε κατά νουν η παλιά “Νέα Πορεία”: βιβλία, συγγραφείς, ανθρώπους που στάθηκαν σηματωροί μιας εποχής αλλά και στη συνέχεια ενός τρόπου, οι περισσότεροι δε ζουν στο σήμερα αλλά υπάρχουν σε χιλιάδες συνειδήσεις τις οποίες γεώργησαν ευεργετικά σε άτομα από καιρό υποψιασμένα είτε που βρισκόταν σε εντελώς χέρσα κι ανυποψίαστα χωράφια της γης και της ιστορίας.
***
“… Με ψεύτικες λέξεις τίποτα δε λέγεται: η γλώσσα μπορεί τότε να μιλιέται, αλλά πεθαίνει. Γυρεύω τις λέξεις που δεν χάλασαν, που δεν σάπισαν, που δεν ξέφυγαν απ’ το σωστό τους στόχο, αυτές που θα μπορούν να γράψουν και το καινούργιο ποίημα, το καινούργιο κείμενο. Στις άλλες, ποιός θα ξαναδώσει το σωστό τους περιεχόμενο, την πρωτινή και τη μελλοντική τους αλήθεια”;
“…Μήπως θα πρέπει
Ω θύματα
να γίνεται με τη σειρά σας θύτες
Για να ξανάβρουν οι έννοιες το σωστό τους δρόμο “ ( B. Leiris)
Ας απαντήσουν άλλοι. Εγώ σφραγίζω και ρίχνω στο πέλαγο τούτην τη μποτίλα
“Που στέλνω χιλιάδες μίλια αλάργα, συλλογίζοντας “ (Εζρα Πάουντ)”
κατέληγε ο Π. Ζάννας σ’ εκείνο το κείμενό του στα “Νέα Κείμενα”, Χειμώνας του 1971.
1. Τ. Σ. Έλιοτ