Ένας χώρος, που σίγουρα γίνονταν θαύματα, ήταν στην παιδικά μου χρόνια το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στο Βυθό Βοΐου.
Μόνο έτσι αντιλαμβανόμουν το γεγονός πως κάθε χρόνο, παραμονές του Αγίου Πνεύματος, κάμποσες γυναίκες από το χωριό μου- ανάμεσα σ’ αυτές και η θεία μου η Τούλα- έφευγαν από το χωριό το μεσημέρι, καβάλα στ’ άλογα, για να προλάβουν από την αρχή τον εσπερινό και να παρακολουθήσουν το πρωί ολόκληρη τη θεία λειτουργία.
Εκείνο πάντως που μου άρεσε περισσότερο ήταν πως το βράδυ όλες οι γυναίκες ξενυχτούσαν στο Μοναστήρι. Τις φανταζόμουν γονατιστές, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας- όχι της Αγίας Τριάδος- να προσεύχονται ολονυχτίς και λαχταρούσα να είμαι εκεί το ξημέρωμα, για να δω από κοντά το θαύμα…
Για πρώτη φορά επισκεφθήκαμε -οικογενειακά – το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας ανήμερα του Αγίου Πνεύματος όταν ήμουν δέκα χρονών. Οδικώς… Καθόμασταν σε ξύλινους μπάγκους, στην καρότσα, μαζί με άλλους χωριανούς, στο φορτηγό που οδηγούσε -με ενθουσιασμό- ο Θόδωρος Ζήκος από την Κορυφή.
Ο αυτοκινητόδρομος δεν έφτανε μέχρι την Αγία Τριάδα και το φορτηγό στάθμευσε κοντά στο παλιό Μοναστήρι των Ταξιαρχών. Εμείς συνεχίσαμε τη διαδρομή με τα πόδια. Από εκείνο, το πρώτο προσκύνημα, θυμάμαι μόνο τον ναό των Ταξιαρχών. Όχι μόνο γιατί ήταν περισσότερο στα μέτρα μου αλλά και γιατί εκεί κοντά συνέβη το θαύμα…
Και αυτό γιατί μέχρι να προσευχηθούμε στην Αγία Τριάδα και να φάμε μαζί με τους άλλους στο γρασίδι, ο μικρός μου αδελφός είχε εξαφανισθεί. Προφανώς, το φορτηγό γι’ αυτόν είχε περισσότερο ενδιαφέρον και έτσι, αφού περιπλανήθηκε κατά το δοκούν, κατόπιν- χωρίς να ενημερώσει κανέναν- κατευθύνθηκε στον προορισμό του.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν πρόλαβαν – τότε- καθόλου να εντυπωθούν στη μνήμη μου ούτε ο ναός της Αγίας Τριάδας, το καθολικό του οποίου χτίστηκε το 1800 από τον πρωτομάστορα Γεώργιο Κούστα από τον Πεντάλοφο- με την συνδρομή των συγχωριανών του μαστόρων- ούτε τα εξαιρετικά λιθανάγλυφα του Μίλιου Ζουπανιοπολίτη και ούτε , βεβαίως, οι υπέροχες αγιογραφίες του Ηπειρώτη Μιχάλη από τους Χιονιάδες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1802. Όλα αυτά καταγράφηκαν πολύ αργότερα στη μνήμη μου, και αξιολογήθηκαν ως αδιάψευστες αποδείξεις της ικανότητας με την οποία οι Ζουπανιότες μάστοροι δούλευαν διαχρονικά την πέτρα, και αναδείκνυαν ταυτόχρονα το φυσικό περιβάλλον εντάσσοντας – αρμονικά σ’ αυτό – τα αριστουργήματα της τέχνης τους.
Αλλά την προσευχή, και το θαύμα που έζησα μεσημεριάτικα – όταν εν τέλει βρήκαμε τον αδελφό μου να μας περιμένει υπομονετικά πλάι στο φορτηγό- το θυμάμαι ακόμα…