Κι έφτασα εκεί στην άκρη του πελάγους. Σε ένα μεγάλο ύψωμα, πίσω μου το μοναστήρι της Παναγιάς να στέκει αγέρωχο και μπροστά να απλώνεται το πέλαγος. Ήταν μακρύ το ταξίδι, κάποιες φορές κουραστικό κι άλλες φορές ένιωθα ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Και μέσα σε αυτό το ταξίδι την έψαξα με χίλιους δυο τρόπους να την βρω. Ποια;
Μα την αγάπη, τι άλλο. Με κόπο και προσπάθεια την αναζήτησα σε μέρη μαγικά και φανερά, αλλά και σε μέρη κρυφά και απρόσμενα, σε μέρη που δεν βάζει ο νους. Ξέρει καλά να κρύβεται κάποιες φορές. Αλλά με υπομονή και επιμονή την συνάντησα και όλα έμοιαζαν μαγικά και ξέγνοιαστα. Και όταν την βρήκα ήθελα να την κρατήσω, να την φυλάξω σαν κάποιον πολύτιμο θησαυρό. Και έτσι τα σημάδια με οδήγησαν εκεί ψηλά, με θέα το πέλαγος και φύλακα την Παναγιά. Και την κλείδωσα την αγάπη, με μια κόκκινη καρδιά και μια γερή κλειδαριά.
Και το έκρυψα το κλειδί, εκεί που δεν φτάνει μάτι ανθρώπου. Κι αναρωτήθηκα, κλειδώνεται η αγάπη; Και πέρασε ο καιρός, κι άρχισαν τα κύματα να σκάνε με θόρυβο και η αλμύρα να εισχωρεί στην κλειδαριά. Ο ήλιος ξεφλούδισε το χρώμα της καρδιάς, η βροχή παρέσυρε το χώμα, ο αέρας ξεσήκωσε τα φύλλα και το κλειδί ξεθάφτηκε. Και έτσι απλά η κλειδαριά άνοιξε και η αγάπη πέταξε. Πέταξε για να ανταμώσει την ελευθερία και να με έχει πάλι στο κατόπι της. Τελικά δεν κλειδώνεται η αγάπη…
Δήμητρα Ν. Παπανικολάου. Χημικός – Μηχανικός
Άριστο λογοτεχνικά μου θύμισε τον ….
Ύμνο της αγάπης ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Α΄ Κορινθ. 13ο κεφάλαιο (απόσπασμα)
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα κύμβαλον αλαλάζον.
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
Νυνί δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη.