Η δική μου η γιαγιά δεν είναι μια συνηθισμένη γιαγιά.Είναι μια αφανής ηρωίδα, εντός πολλών εισαγωγικών, γιατί η λέξη “ήρωας” είναι εντελώς υποκειμενική, όπως και η Ιστορία άλλωστε.Είναι μια γυναίκα της Πίνδου, που κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου -αλλά και του Εμφυλίου- σκαρφάλωσε στα περισσότερα βουνά της για να μεταφέρει πολεμοφόδια, ρούχα, τρόφιμα και τραυματισμένους στρατιώτες, μαζί με εκατοντάδες άλλες γυναίκες.
Από μικρή προσπαθούσα να σχηματοποιήσω τις ιστορίες της, τις εμπειρίες της, τη ζωή της.Είναι πολύ δύσκολο να βιώσεις ένα πόλεμο όντας γυναίκα εκείνης της εποχής.Αυτός ο πόλεμος ήταν ο δικός της πόλεμος, ο πόλεμος του άντρα της, ο πόλεμος του παιδιού της που μόλις είχε γεννήσει.Συμμετείχε ενεργά σε διάφορες δράσεις κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής ακόμη και του Εμφυλίου.
Η λέξη θαυμασμός αντικατοπτρίζει μόνο μερικά από τα συναισθήματα μου για αυτή, καθώς έχει υποστεί μέχρι τώρα πολλές δυσκολίες.Παρά τα 98 χρόνια της στέκεται αγέρωχη.Σε εμένα έχει προσφέρει, χωρίς καν να το γνωρίζει, μαθήματα ζωής, σημαντικότερα από αυτά που διδάσκονται σε ένα αμφιθέατρο.Της οφείλω ως ένα βαθμό την ευαισθησία μου, την αγωνιστικότητά μου και το ορισμένες φορές ελάττωμά μου να παθιάζομαι και να ταυτίζομαι με οτιδήποτε με αφορά και με αγγίζει.
Όσον αφορά το ιστορικό κομμάτι του πολέμου που έκανε σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη και μη, να “υποκλίνεται” σε μια κουκίδα στο χάρτη, ο ρόλος του Πενταλόφου σε αυτόν τον αγώνα ήταν άκρως πρωταγωνιστικός.Την περίοδο των μαχών με τους Ιταλούς διαδραματίστηκαν οι πιο συγκλονιστικές στιγμές.
Για να γνωρίσετε κι εσείς, λοιπόν, τη γιαγιά μου, σας παραθέτω μια από τις μαρτυρίες της :
“Τον τελευταίο χρόνο του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Έλληνες αιχμαλώτισαν 603 Ιταλούς.Κάποιους απ’αυτούς τους μετέφεραν στο χωριό όπου και διέμειναν ένα χειμώνα ολόκληρο.Στο σπίτι μου φιλοξένησα τρεις, τον Τζιοβάνι, τον Λορέντζο και τον Φράγκο.Ένα πρωί, αφού με καλημέρισαν όπως συνήθως στα ελληνικά, με ρώτησαν για τον γιο μου που ήταν άρρωστος.Τότε με συμβούλεψαν να του δώσω τσάι, όμως εγώ δεν είχα ζάχαρη.Αυτοί έφυγαν για τα ξύλα και μετά για το καφενείο, όμως άργησαν να επιστρέψουν.Αρκετές ώρες αργότερα, το βράδυ, μόλις επέστρεψαν στο σπίτι, μου έδωσαν μια χούφτα ζάχαρη που έκλεψαν από το καφενείo”.
Παρά την αγριότητα και τις εχθροπραξίες που σαφώς περιείχε ο συγκεκριμένος πόλεμος υπήρχαν και οι ανθρώπινες πλευρές του.Γίνεται ξεκάθαρο πως οι αντίπαλοι, Έλληνες και Ιταλοί, δεν αντιμετωπίζονταν μόνο ως εχθροί αλλά και ως άνθρωποι.Οι Πενταλοφίτες κάτοικοι μαζί με Ιταλούς, είτε λιποτάκτες είτε αιχμαλώτους, έζησαν στιγμές ανθρωπιάς κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, που αποτέλεσε το εφαλτήριο βήμα για τη Γερμανική Κατοχή.Αμφότεροι έδειξαν πως σε καταστάσεις πολέμου, πείνας,φόβου, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός στα δικαιώματα και γενικά η αξία του ανθρώπου ήταν υπέρτατη!Τόσο ουτοπικό, αν ληφθούν υπόψη μας, οι αντικρουόμενες συνθήκες, του πολέμου και της ειρηνικής συμβίωσης.
Λυπάμαι πολύ που τη σημερινή μέρα, τη μέρα που “δεν περνάει ο φασισμός”, ήμουν μπροστά σε ρατσιστικές επιθέσεις σε ανθρώπους, που μάλλον θεωρούνται άνθρωποι ενός “κατώτερου Θεού” από κάποιους. Λυπάμαι που αυτοί οι Ανθρωποι για κάποιους δεν αξίζουν μια θέση στο αστικό, λυπάμαι που ένας Ανθρωπος διαφορετικού χρώματος έγινε αντικείμενο χλευασμού για το χρώμα του δέρματός του και για τη δουλειά του.Δεν άλλαξε κάτι η δική μου “φωνή” προς αυτούς.Και για αυτό λυπάμαι ειλικρινά!
Αντί επιλόγου, θα χρησιμοποιήσω στίχους του Οδυσσέα Ελύτη :
“Η ημέρα είναι κοντά που θα ψοφήσει ο λύκος, που η απονιά θα φάει τις σάρκες της, που θα βουτήξει σε μια δόξα μύρου το βουνό και που η ψυχή θα ανάψει από τις μυστικές φλογίτσες της”.
Σ’ ευχαριστώ πολύ γιαγιά μου!
Με εκτίμηση,
Καρούτα Δώρα
Φοιτήτρια Ιστορίας και Αρχαιολογίας Ιωαννίνων
Πεντάλοφος Κοζάνης