«Σε δυο αφέντες έσκυψα μόνο, στον Θεό και στο νόμο. Στον παράνομο νόμο; – Kαι σ’ αυτόν. Ποιο μεγάλο αυτό το κατόρθωμα…» Αυτές τις φράσεις διάβασα πρόσφατα ότι συνήθιζε να λέει ο μακαριστός πρωτοσύγκελος Χρυσόστομος Ζαφειρόπουλος, η πιο εμβληματική μορφή των μαθητικών μου χρόνων. Και παρότι η παραπάνω στάση ζωής με εκφράζει απόλυτα σήμερα, εντούτοις αυτές οι μικρές προτάσεις δεν είναι καταγεγραμμένες, πουθενά, στις αναμνήσεις της εφηβείας μου. Τότε εστίαζα μόνο στην αυστηρότητα της μορφής του και στον μπλε σκαραβαίο, με τον οποίο κυκλοφορούσε. Άλλωστε ο πατήρ Χρυσόστομος ήταν τόσο διαφορετικός από όλους τους ανθρώπους που γνώριζα, ώστε είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως αυτός θα ήταν, σίγουρα, από καταγωγή αριστοκράτης. Έτσι καμία εντύπωση δεν μου προκαλούσε ούτε το κύρος του ούτε η μεγάλη επιρροή του. Άλλωστε, τα χαρακτηριστικά του αυτά ήταν απόλυτα συνυφασμένα με την εν γένει προσωπικότητά του.
Βεβαίως, τότε, δεν μπορούσα να φανταστώ την αλλοίωση στη μορφή που δημιουργεί η ασκητική ζωή και η Θεία χάρη. Ούτε πίστευα, πως ο αυστηρός πατήρ Χρυσόστομος ήταν δυνατόν να συμπεριφέρεται στις διαπροσωπικές του σχέσεις με τους συνανθρώπους και τα πνευματικά του παιδιά οικεία, άμεσα, προστατευτικά και με έκδηλη αγάπη. Αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητάς του τα πληροφορήθηκα, πολλά χρόνια μετά, από μια ιστορία που μου διηγήθηκε ο πατέρας Στέφανος (ο νυν ηγούμενος της Ιεράς Μονής Δρυοβούνου Βοϊου), ο οποίος διακρίνεται για την πραότητα του χαρακτήρα του, την πλήρη ταπείνωση και την απεριόριστη προς τον συνάνθρωπο αγάπη. Όντας, λοιπόν, ο πατέρας Στέφανος πνευματικό παιδί του πατρός Χρυσοστόμου, σε ηλικία περίπου είκοσι χρονών πήρε υπό μάλης το μαντολίνο (το οποίο είχε δανειστεί από μια ηλικιωμένη δασκάλα) και πήγε το 1962 στο Α’ Σώμα Στρατού, στην Κοζάνη, να παίξει στον πνευματικό του την μουσική που είχε μάθει ολομόναχος. Ο πατήρ Χρυσόστομος έδωσε την άδεια στον νεαρό τότε Μάρκο Ρήνο να παίξει το τραγούδι του Νίκου Γούναρη που είχε μάθει, αλλά μετά το πέρας της «παράστασης» πήρε το μαντολίνο και με ένα μόνο χτύπημα το διέλυσε στα «εξ ων συνετέθη.» Η αλήθεια είναι ότι δεν δυσκολεύθηκε ιδιαίτερα να του αλλάξει μορφή αφού το μαντολίνο ήταν ήδη παμπάλαιο… Παρ’ όλα αυτά η σχέση τους συνεχίσθηκε αδιατάρακτα. Ευτυχώς για τον πατέρα Στέφανο μετά από λίγο καιρό η ηλικιωμένη δασκάλα εγκατέλειψε τα εγκόσμια και έτσι δεν χρειάστηκαν περαιτέρω εξηγήσεις για την απώλεια. Και βεβαίως το καλλιτεχνικό στερέωμα μπορεί να έχασε έναν επίδοξο καλλιτέχνη, εμείς όμως -και χάρη στον πατέρα Χρυσόστομο- κερδίσαμε έναν πνευματικό με μεγάλο εκτόπισμα πίστης και πολλής -εν Χριστώ- αγάπης.
Αλλά ποιός ήταν εν τέλει αυτός ο εμβληματικός κληρικός που δέσποζε στο Τσοτύλι από το 1965 έως την Κυριακή της 21ης Δεκεμβρίου του 1980, που άφησε την τελευταία του πνοή; Ο πατήρ Χρυσόστομος, κατά κόσμον Ζαφείρης Ζαφειρόπουλος, που καταγόταν από την Κερπινή Γορτυνίας (ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας) γεννήθηκε το 1921. Φοίτησε στο ημιγυμνάσιο Βαλτεσινείκου, στο Λύκειο Λαγκαδίων και στη Ιατρική Σχολή Αθηνών, μέχρι το τέταρτο έτος. Κατόπιν φοίτησε στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και χειροτονήθηκε διάκονος στις 9 Αυγούστου του 1953 στη Αγία Τριάδα Σιάτιστας και ιερέας στις 15 Αυγούστου 1953 στην Ιερά Μονή Μικροκάστρου, ενώ ταυτόχρονα του παραχωρήθηκε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Από το 1956 ως το 1959 φοίτησε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης και ύστερα επέστρεψε στην Ιερά Μονή Μικροκάστρου, στην οποία λειτούργησαν υπό την εποπτεία του το Πρεβαντόριο (για παιδιά με προβλήματα υγείας), το Ορφανοτροφείο, το Γηροκομείο, η Οικοκυρική σχολή και το Δημοτικό Σχολείο (τα οποία είχαν δημιουργηθεί από τον μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Ιάκωβο Κλεόμβροτο). Το 1961 κατετάγη οικειοθελώς στο Α’ Σώμα Στρατού της Κοζάνης, ως στρατιωτικός ιερέας, ενώ την άνοιξη του 1965 επέστρεψε ως πρωτοσύγκελος στο Τσοτύλι Βοϊου επί μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης Πολύκαρπου. Το Επισκοπείο, το Οικοτροφείο Θηλέων και ο Ιερός Ναός Αγίου Νεκταρίου είναι μόνο μερικά από τα έργα που έγιναν στο Τσοτύλι επί των ημερών του. Αλλά η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του, εξ ίσου σημαντική με το φιλανθρωπικό του έργο, ήταν το ήθος που οριοθετούσε η παρουσία του στην τότε μαθητιώσα νεολαία και όχι μόνο…
Ενδεικτικά αναφέρω ένα περιστατικό που μου αφηγήθηκε πρόσφατα ο αδελφός μου. Όταν ήταν μαθητής στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου μπήκε με τρεις φίλους του στην αυλή του Επισκοπείου. Έπαιζαν εκεί αμέριμνα όταν εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά τους ο Πατήρ Χρυσόστομος. Πήγε κοντά τους, τους μίλησε (δεν θυμάται αν τους μάλωσε, γιατί ήταν αυστηρός) και ύστερα έβαλε το χέρι του στην τσέπη και όσα χρήματα είχε μέσα τα μοίρασε στα παιδιά. Και η αλήθεια είναι ότι εκείνοι οι μικροί μαθητές του Γυμνασίου δεν είχαν ξαναπάρει, ως τότε, ποτέ τόσο μεγάλο φιλοδώρημα. Ο Πατήρ Χρυσόστομος έλεγε: «Αν μπορέσουν οι δάσκαλοι να μορφώσουν τα παιδιά, χωρίς όμως να τα κάνουν να χάσουν τη φυσικότητά τους, την παιδικότητά τους, την απλότητά τους, την ειλικρίνειά τους, τότε θα έχουν πετύχει το τέλειο».
Στην πίσω πλευρά μιας διπλής κάρτας με το όνομά του – που βρέθηκε μετά την κοίμησή του- ο πατήρ Χρυσόστομος έγραφε: « 19-2-1978, Εκουσίως νηστικός και ξυπόλητος. Με ό,τι ευρεθώ ντυμένος, τύλιγμα μέσα σε ένα παλαιό ράσον ή παλαιάν κουβέρτα και δρόμο. Ούτε στολές, ούτε παπούτσια, ούτε καλυμαύχια, ούτε βιβλία, σταυρούς, ωρολόγια, Ευαγγέλια, ματογυάλια κ.λ.π. Τίποτα! Ούτε στεφάνια, ούτε λόγους, ούτε, ούτε… μόνο ένας ιερεύς. Ένας ιερεύς φτάνει. Και πολύς είναι. Άλλοι πηγαίνουν τελείως “άνευ παρατηρήσεως”», ενώ από το εσωτερικό μιας άλλης κάρτας, με την επιγραφή «Διαθήκη ακτήμονος», μας προτρέπει ακόμα: «Να είστε μονιασμένοι. Αγαπάτε και αλλήλους αλλά και τους εχθρούς υμών.»
Αυτή με λίγα λόγια είναι η παρακαταθήκη σε μας του μακαριστού πρωτοσύγκελου Χρυσόστομου Ζαφειρόπουλου, της πιο εμβληματικής μορφής των μαθητικών μου χρόνων!
πνευματική και ψυχική ανάταση το κείμενο. Επίκαιρο και λόγω της Σαρακοστής. Ευχαριστούμε.
Ας προσευχηθούμε τέτοιοι πνευματικοί άνθρωποι να βρεθούν στον εγκόσμιο βίο όλων μας.